Το νέο βιβλίο της Δ. Καλογεροπούλου, Μαγδαληνές χωρίς υπέρμαχο, αποτελεί μια αναλυτική διερεύνηση της ψυχολογίας των φυλακισμένων γυναικών, θέτοντας έτσι και θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα που αφορούν στη δικαιοσύνη και το σύστημα απονομής της, στην αποκατάσταση της αδικίας, το γραπτό (θετό) και το άγραφο (εθιμικό) δίκαιο, στην επανένταξη των φυλακισμένων και τα διάφορα σχετικά προγράμματα, την αντιμετώπιση της κοινωνίας, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις που μαστίζουν τους φυλακισμένους ανθρώπους, πρώην και νυν. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από το επιστημονικό υλικό (σχετικές μελέτες, άρθρα, πραγματείες, έρευνες και στατιστικά στοιχεία), που έχουν επιλεχθεί και να ενσωματωθεί στο λογοτεχνικό κείμενο με εξαιρετική συνοχή και στα κατάλληλα σημεία της δραματικής κορύφωσης, το έργο είναι λογοτεχνικό και πραγματεύεται και διάφορα άλλα ψυχολογικά ζητήματα.
Τρεις παράλληλες ιστορίες γυναικείων σχέσεων, εξαιρετικά πολύπλοκων, εντοπίζονται στην υπόθεση του βιβλίου. Η κεντρική ηρωίδα, η Σιμόν, καταδικάζεται σε ισόβια φυλάκιση ενώ είναι αθώα, αλλά δεν μπορεί να το αποδείξει. Η ερωτική σχέση που διατηρεί με τη δεύτερη κεντρική προσωπικότητα της πλοκής, την Ίριδα, περνά από διάφορα στάδια, καθώς απειλείται από την απουσία δεκαέξι χρόνων. Η περίπλοκη ανθρώπινη ψυχοσύνθεση και το πώς η αγάπη μπορεί να τροφοδοτήσει με δύναμη τον άνθρωπο και να τον κάνει να υπερβαίνει το εγώ του και τις προσωπικές του επιθυμίες αποτελεί πυρήνα της πλοκής και της σκέψης των χαρακτήρων, καθορίζοντας τη δράση τους.
Με πυρήνα την ερωτική ιστορία της Σιμόν και της Ίριδας, εκτυλίσσονται και δύο άλλες σχέσεις γυναικών, σχέσεις εξάρτησης, που αφορούν και αναδεικνύουν την ψυχολογία της φυλακής και την αναγκαιότητα του ανθρώπου να επιβιώσει (σωματικά και ψυχολογικά) και να αντέξει σε ένα τέτοιο σκληρό και εν πολλοίς, απροστάτευτο περιβάλλον. Η πρώτη αφορά στη σχέση της Ολίβιας, μιας υπερήλικης ισοβίτισσας, με την Τζίνα, μια δυναμική ισοβίτισσα με βεβαρυμμένο ποινικό μητρώο από την εφηβική της ηλικία. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό δέσιμο, καθώς αποτελεί μια απέλπιδα προσπάθεια της ηλικιωμένης να προσφέρει τη φροντίδα και προστασία που δεν μπόρεσε και δεν πρόλαβε. Από την άλλη πλευρά, η Τζίνα καλύπτει μέσα από την αντιδραστική συμπεριφορά της προς την Ολίβια την ανάγκη της για προστασία και αγάπη, που τόσο έχει στερηθεί.
Τρίτη γυναικεία σχέση αποτελεί το δέσιμο της Τζίνας με την «υπαρχηγό» της κλίκας της. Φαινομενικά ο χαρακτήρας της υπαρχηγού προβάλλεται ως ο αδύναμος άνθρωπος που προσκολλάται στην αγέλη για εύρεση μιας αφορμής αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης ή ενός τρόπου και μέσου να διαμορφώσει μια προσωπική ταυτότητα. Πίσω από αυτήν την προσωπικότητα όμως, κρύβεται ένας πιο σκοτεινός και περίπλοκος ψυχισμός.
Σημαντικό στοιχείο αφηγηματικής υφής αποτελεί ένα αρχαιολογικό εύρημα. Το στοιχείο αυτό κεντρίζει ήδη από την αρχή την προσοχή του εξασκημένου αναγνώστη λόγω της περίοπτης θέσης που του δίνεται, αλλά ακόμη και τις εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες με πολύ επιμελημένο τρόπο παρατίθενται από τη συγγραφέα. Επομένως, ο ζωτικός του ρόλος για την εξέλιξη της υπόθεσης και την προώθησή της είναι λογικό να οφείλεται και σε αυτό. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι το εύρημα προσωποποιείται σχεδόν, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος -ή έστω να μπορεί να υποστηριχθεί- ότι αποτελεί αιτία διαμόρφωσης μιας ακόμη σχέσης με κάποια από τις ηρωίδες, που την οδηγεί στην ωρίμανση και την ολοκλήρωση, με αποτέλεσμα και την ολοκλήρωση του έργου.
Εντούτοις, η ολοκλήρωση αυτή φαίνεται να μην επέρχεται ουσιαστικά. Αν ληφθεί υπόψη η βασική λογοτεχνική αρχή του ρομαντισμού, σύμφωνα με την οποία ένα έργο τέχνης (όχι μόνο της λογοτεχνίας) μπορεί να είναι ανολοκλήρωτο και να αναδιαμορφώνεται ξανά και ξανά από τον δημιουργό του προβάλλοντας κάθε φορά διαφορετικές πτυχές κι εκδοχές του ίδιου ζητήματος, αλλά με διαφορετικό τρόπο δουλεμένου, ίσως κι εδώ να εφαρμόζεται κάτι αντίστοιχο. ο αναγνώστης μένει με πολλές -ή έστω κάποιες- απορίες και ερωτηματικά για την εξέλιξη της υπόθεσης, με συνέπεια την προσδοκία του για ένα επόμενο έργο που θα ολοκληρώσει την αρχική υπόθεση. Σε αυτή τη μεταίσθηση συμβάλλει και η ένδειξη ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ στο τέλος του βιβλίου.
Ανεξάρτητα από το αν θα συνεχιστεί ή όχι το βιβλίο αυτό, είναι αξιοσημείωτο ότι δίνει στον αναγνώστη πολλές αφορμές για να σκεφτεί, να προβληματιστεί, αν αμφισβητήσει και να αναθεωρήσει πολλές απόψεις του για την ανθρώπινη συμπεριφορά και φύση. Στους προβληματισμούς του αναγνώστη συμβάλλουν και οι διάφορες ένθετες, εγκιβωτισμένες ιστορίες (διακειμενικότητα) παρμένες από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία και ειδικά την τραγωδία, μαρτυρώντας έτσι τη διαρκή και διαχρονική απορία του ανθρώπου για τη μοίρα και το αναπότρεπτο που προσπαθεί να εξευμενίσει μέσα από την Τέχνη.
_
γράφει η Αθηνά Μαλαπάνη
0 Σχόλια