Από τη συλλογή ανέκδοτων ποιημάτων της Πολυδούρη:
ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.
Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.
Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούριας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.
ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ…
Τί θέλω πιὰ νὰ δέχωμαι τὴν προστασία τῆς Μούσας;
Νὰ σφίγγω τὴν καρδιά μου νὰ δεχτῆ
τὶς νέες ἀγάπες, πίστες καὶ χαρές της,
τάχα πὼς εἶναι μοίρα μου κ᾿ εἶνε καὶ διαλεχτή!
Πάει ὁ καιρὸς ποὺ ἀχτιδωτὸ τὸ ἀστέρι τῆς ματιᾶς μου
ἔφεγγε καὶ τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Ὢ τῶν παθῶν δὲν κράτησα ἐγὼ τὴν ἀνόσια Λύρα,
ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.
Καὶ τραγουδοῦσα τὸν καημὸ τῆς ἄσπιλης ψυχῆς μου
μέσ᾿ στῶν δακρύων τὴν εὐχαριστία
κι᾿ ὅλη ἡ χαρὰ τοῦ τραγουδιοῦ μου ἦταν, πὼς τὴ φωνή μου
θὰ τὴν δεχόταν μία βραδιὰ μπρὸς στὴ φτωχή του ἑστία.
Κι᾿ ὡς διάβαζα στὰ μάτια του κάποτε τὴ χαρά του,
ποιὰ δόξα πιὸ ἀκριβῆ νὰ πῶ;
Στὸ χωρισμό μας τοὔφερναν σὰ χελιδόνια οἱ στίχοι
μήνυμα, πὼς ἀπὸ μακριὰ διπλὰ τὸν ἀγαπῶ.
Τώρα καμμιά, καμμιὰν ἠχὼ δὲν ἄφησε ἡ φωνή μου
σπαραχτικὴ ὅταν γέμισε μιᾶς νύχτας τὸ σκοτάδι.
Ὅμως ὅλοι φοβήθηκαν καὶ γὼ πιστεύω ἀκόμα
ἀληθινὰ πὼς τὴ βαριὰ χτύπησα πόρτα τοῦ Ἅδη.
Λοιπὸν γιατί νὰ δέχωμαι τὸ κάλεσμα τῆς Μούσας;
Σαρκάζει ἡ πίστη μέσα μου τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Μία ἀνόσια Λύρα τῶν παθῶν σὲ μένα δὲν ταιριάζει.
Ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.
Για τη βιογραφία της κάντε κλικ εδώ
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Κορδέλλα
0 Σχόλια