Η Μαρία Πολυδούρη, κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1902 στην Καλαμάτα και πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία μόλις 28 ετών. Είναι μια από τις σημαντικότερες ποιήτριες της Ελλάδος. Χαρακτηρίζεται ως νεορομαντική, λυρική ποιήτρια, που έζησε τη ζωή της φιλελεύθερα, τολμηρά και αντισυμβατικά. Υπήρξε ενεργή σε κοινωνικά κινήματα και μια από τις λίγες γυναίκες που ζήτησαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο με επιστολή την καθιέρωση της ψήφου των γυναικών.
Τα ποιήματά της έχουν κυρίως ως θέμα τον έρωτα και τον θάνατο, ενώ η αμφιθυμία της είναι έκδηλη στη γραφή της.
Από μικρή έδειξε ιδιαίτερο ταλέντο αρμοστό στην ξεχωριστή και «προχωρημένη» φύση της. Στα 14 της δημοσίευσε το πρώτο της έργο, το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Στη συνέχεια, το 1921 γνώρισε στην Αθήνα έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελλάδας, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο και ερωτεύτηκε σφόδρα. Ο Έρωτας τους όμως καταλήγει άδοξα ενάμιση μόλις χρόνο μετά, όταν εκείνος μαθαίνει ότι πάσχει από σύφιλη και της ζητά να χωρίσουν. Η Πολυδούρη, δεν ξεπερνάει ποτέ τον χωρισμό παρά τον μετέπειτα αρραβώνα της, το 1925, με τον πλούσιο δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, τον οποίο και διαλύει μόλις ένα χρόνο μετά και αναχωρεί για Παρίσι. Εκεί προσβάλλεται από φυματίωση και επιστρέφει στην Ελλάδα όπου και νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο Σωτηρία και γράφει το ποίημα «Βαριά Καρδία» για εκείνη και τον φίλο της Γίαννη Ρίτσο που επίσης νοσηλεύεται για τον ίδιο λόγο. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους μαθαίνει για την αυτοκτονία του αγαπημένου της Καρυωτάκη και εκδίδει την πρώτη της ποιητική συλλογή, «Οι τρίλλιες που σβήνουν», και το 1929 την δεύτερη που ονόμασε «Ηχώ στο Χάος».
Το έτος 1930 αφήνει την τελευταία της πνοή στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια, μετά από ένεση μορφίνης που η ίδια είχε ζητήσει να της προμηθεύσουν και κηδεύεται αυθημερόν στο Α Νεκροταφείο. Τα ποιήματά της είναι ευρέως γνωστά ενώ κάποια, όπως το «Γιατί μ’αγάπησες» και το «Χαμηλώστε το φως» έχουν μελοποιηθεί και τραγουδηθεί από γνωστούς καλλιτέχνες.
Κοντά σου
Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.
Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά,
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.
Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μέσ’ στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
«Το να μπορώ να γράψω είναι η υπέρτατη ευτυχία μου και η μοναδική» – Μαρία Πολυδούρη Οκτώβριος 1927 (από επιστολή της σε φίλο της, τον Βασίλη Γεντέκο).
Επιμέλεια κειμένου: Έλενα Κορδέλλα
0 Σχόλια