Πάντα σε συμπαθούσα, Μαρία. Σ’ έβλεπα σαν μια πολύ καλή μου φίλη, έστω κι ας μην είχαμε έρθει και τόσο κοντά μεταξύ μας. Βλέπεις, τα χρόνια που γνωριστήκαμε, εσύ ήσουν αλλού – άλλο τόσο «αλλού» ήμουν κι εγώ, φυσικά. Όμως, σε θεωρούσα ως έναν πολύ κοντινό μου άνθρωπο ή κάποια απροσδιόριστα ψυχεδελική, απροσδιόριστη (ακόμη) εικόνα του σημερινού μου εαυτού.
Σε θυμάμαι στα 16 σου, όταν ερωτεύτηκες τον Νίκο. Το πάθος σου γι’ αυτόν ήταν μεγάλο, δεθήκατε πολύ και έντονα εσείς οι δυο. Ο φανατικός μηχανόβιος ήταν ο μόνος που άφησες να σε πλησιάσει, να σπάσει την, κάπως μπλαζέ, μοναξιά σου. Αφοσιώθηκες και δόθηκες σ’ αυτόν κι όλο χαμογελούσες κοντά του – σαν μικρή, πράσινη θάλασσα, δεκατριών χρονών.
Πλάι του έψαχνες τη δική σου ελπίδα, ζωή, τον σύντροφο των πιο τρελών ονείρων σου. Και όταν αυτός σε παράτησε για μια άλλη γυναίκα, έτρεξες ξωπίσω του. Όσες μορφές μπορεί να πάρει στο μυαλό μας η ζωή και ο θάνατος, εσύ τις πρόβαλες στο πρόσωπό του. Άραγε, δικαιούμαστε τόσο ακραίες επικεντρώσεις; Τόσο απόλυτες λυτρώσεις;
Να τολμήσω να πω ότι είσαι πια για μένα η αδερφή ψυχή; Η αδερφή της τρέχουσας σιωπής μου; Όμως μπορείς, ενώ είσαι κλεισμένος στην πιο προσωπική, οδυνηρή σιωπή σου, να αισθανθείς ότι είσαι η «αδερφή ψυχή» ενός άλλου ανθρώπου; Γνωρίζω πως εμείς οι δυο, αφήσαμε την κλωστή των ονείρων ή της τρέλας μας, αν προτιμάς, να σπάσει και τολμάμε να ατενίζουμε το κενό. Την άδεια ζωή μας. Έτσι, ακραία, ασυλλόγιστα, όπως είπανε πολλοί για μας – όπως πιθανόν να λέγαμε η μια στην άλλη, αν συναντιόμαστε σήμερα.
Κι όλα αυτά γιατί αφήσαμε τις καρδιές μας να πετάξουν ελεύθερες ψηλά. Ελεύθερες; Σκλαβωμένες; Στ’ αλήθεια, μη με ρωτάς, δεν ξέρω. Με τη χαρά, τον ενθουσιασμό των μικρών παιδιών, αφεθήκαμε να ατενίζουμε την ελπίδα και την απόγνωσή μας να ξεφεύγουν απ’ τα ίδια μας τα χέρια. Σαν κόκκινα και θαλασσιά μπαλόνια πετούσαν προς τα πάνω. Ώσπου χάθηκαν ολότελα απ’ το συμβατικά οπτικό πεδίο, αυτό το οποίο επιτρέπει η ανθρώπινη υπόσταση – το σώμα, έρμα, βλέμμα, κτητικότατα, αντοχές, που λειτουργούν και ως δικλείδες για την «ασφαλή» επιβίωσή μας.
Για μια παρθένα ζωή ψάχναμε τότε. Τότε που, κάπως αφηρημένα – βαριεστημένα, τ’ ομολογώ τώρα – σ’ άκουγα να μιλάς με προβληματισμό για την πτώση τού Ανατολικού μπλοκ. «Αυτό ασφαλώς θα επηρεάσει άσχημα τη σύγχρονη εξέλιξη» τόνιζες. Στο προηγμένης, για εκείνη την εποχή, στερεοφωνικό πικ απ, ηχούσαν οι μελωδικές ενστάσεις του Μπομπ Μάρλεϋ. Κάτι που απορροφούσε σαφώς περισσότερο την προσοχή μου, έβρισκα ανιαρές τις βαθιά πολιτικοποιημένες θέσεις σου.
Την παρθένα ζωή να φωτίσει τη μακρινή μητέρα, το αμάραντο ρόδο, ζητούσαμε τότε όλοι. Σε πείσμα καιρών και ανθρώπων. Ίσως και να ‘χαμε βρεθεί σε πρώιμους χρόνους κι εσύ κι εγώ. Κάποτε και όταν εξημερωθούν τα τέρατα, θα έχουμε πολλά να ακούσουμε, να μάθουμε – έστω και ας μην αξιωθούμε εμείς αυτήν τη στιγμή. Γιατί κάποτε, δε μπορεί, τα τέρατα θα ημερέψουν κι όλα τα πρόσωπα του τόσο ποθητού, αγαπητού κι απρόσιτου Θεού, Ανθρώπου, Ιδέας, Ζωής, θα φωτιστούν και θα χαμογελάσει για εμάς. Και για εμάς. Μόνο για εμάς, Μαρία!
Ξημέρωμα Μεγάλης Τετάρτης σήμερα. Λες κι έχω μέσα μου το δίκοπο μαχαίρι της οργής, καθώς σου απευθύνω αυτές τις γραμμές – έτσι νοερά και στο χαρτί τούτης της ανεπίδοτης επιστολής μου προς εσένα. Τα πιο σημαντικά γράμματα φτάνουν, άραγε, στον παραλήπτη τους; Τολμάμε να τα στείλουμε; Να κόψουμε γόρδιους δεσμούς, ομφάλιους λώρους, να απογαλακτιστούμε από σιωπές, αισθήματα που καταλήγουν να μας κρατούν εξαρτημένους και από τον αυτό καθαυτό, τον εκούσιο προσωπικό σπαραγμό μας, εντέλει;
Καιρό τώρα έρχεσαι έντονα στη σκέψη μου. Άλλωστε, η λεπτή, χαμηλών τόνων παρουσία σου, δεν έπαψε ποτέ να βρίσκεται κάπου εκεί, στο πίσω μέρος τού μυαλού μου. Αλλά χτες βράδυ, από τις λίγες φορές που αποφασίζω να κοιμηθώ νωρίς, είδα ότι η μια από τις δυο αφίσες που μου χάρισες – όταν, επιτέλους, απέκτησα κι εγώ το πρώτο εφηβικό μου δωμάτιο – να είναι πεσμένη στο πάτωμα.
Σύμπτωση, το ξέρω. Σαν τις «μυστήριες» συμπτώσεις, στις οποίες προσδιορίζονται οι κανόνες τής Εξέλιξης, όπως έλεγες κι εσύ. Κάποια αδέξια κίνηση, είτε το απριλιάτικο αεράκι να άνοιξε την μπαλκονόπορτα κι η αφίσα τού εξωτικού δειλινού ξέφυγε απ’ τα καρφάκια της. Ήδη το άσπρο πλαστικό γαντζάκι έχει προ πολλού καταστραφεί.
Όμοιες εμπειρίες πια μας συνδέουν εμάς τις δυο. Όμοιες απώλειες, διάψευση, μοναξιά, παραίτηση. Παραίτηση ή μήπως θάρρος; Όπως εκείνο το συγκεκριμένο «θάρρος» που σε ωθεί ν’ αφήσεις πίσω σου την Απόμακρη, Φαιά κι Απρόσωπη τελικά Προσωπική σου Εδέμ. Συμβιβασμός; Κέρδος; Απώλεια; Τέλος εποχής, αντοχών;
Πραγματικά, δεν ξέρω τι κάνουν οι άλλοι, αν και το αναρωτήθηκα αμέτρητες φορές, όταν ο φόβος κυρίευε την ύπαρξή μου ολόκληρη. Τώρα, στον ενεστώτα χρόνο, κάθε συνήθεια, ρουτίνα, όπως και το νήμα που ακολουθούσα στη ζωή μου, φαίνονται ασύνδετα – αδυνατώ να τα πιάσω. Σα να μην είμαι εδώ. Ή έχω επιστρέψει σε γνώριμους δρόμους, κόσμους, ενώ έχω άλλο όνομα, ταυτότητα, «εγώ».
Κι αφήνω ό,τι με δέσμευσε, όσα για μένα ηχούσαν ως σταθερές αξίες, πυξίδα, κατευθυντήρια οδό, να υψωθεί ψηλά. Σαν κατακτημένο χώρο φυλακής ή γνώριμο, αναμενόμενο εφιάλτη – δίχως καλά καλά να ξέρω τι σημαίνει και πού βρίσκεται τούτο το «ύψος», το «ψηλά». Επικίνδυνα υψώνονται οι καρδιές μας ή εμείς χανόμαστε; Αφάνεια; Αποδέσμευση; Λύτρωση; Συμβιβασμός;
Καταλήγουμε να μετράμε κομποσκοίνια με τη σοφία ασκητικών γερόντων; Γινόμαστε ξανά παιδιά και παίζουμε με πολύχρωμα μπαλόνια και σαπουνόφουσκές; Ανεμίζουμε τις νέες φαντασιώσεις μας σε γκρίζους ουρανούς. Εδώ δεν έχει ήλιους, αστερισμούς, χαμόγελο και ορίζοντες; Η Αριάδνη μάς χαρίζει έναν νέο μίτο ή βρισκόμαστε να πελαγοδρομούμε σε άλλες παραισθήσεις, φυλακές, καταναγκασμούς;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα συναντηθούμε ποτέ ξανά εμείς, Μαρία. Κι αν κάποτε τύχει να συμβεί αυτό, δεν πρόκειται να σπάσουμε το κέλυφος του ασφαλούς κλοιού. Η σιωπή θα παραμείνει για εμάς η φιλοσοφική λίθος της ελευθερίας και ο συνδετικός κρίκος, που θα μας συνδέει με τη ζώσα ζωή. Το έρμα για να αντέξουμε τον πόνο του ανθρώπου και των πραγμάτων.
Δεν ξέρω γιατί σ’ ανακαλώ, πού βγάζει η ταύτισή μου μ’ εσένα. Δεν ξέρω καν αν απευθύνομαι σε όσα όμοια μας ένωσαν, πλήγωσαν, σταύρωσαν. Το μόνο για το οποίο είμαι βέβαιη είναι ότι, αποχαιρετώντας εσένα, αποχαιρετώ το παλιό, αγέρωχο πρόσωπό μου. Παράδοξα ένδοξη ανακαλύπτω την μελαγχολία μου – το μεθύσι της μοναξιάς και της τόσο αιχμηρής μου οργής.
Προθάλαμος ζωής και θανάτου γίνεται ό,τι μας τσακίζει σκληρά. Μια μπαλάντα στους ποιητές που άδοξοι πάντα θα ‘ναι.
_
γράφει η Χρυσούλα Βακιρτζή
0 Σχόλια