Έκατσε στο παγκάκι αναστενάζοντας με ανακούφιση. Τα πόδια του δεν συνεργάζονταν όπως άλλοτε αλλά σήμερα του έκαναν το χατήρι να τον πάνε μέχρι τη θάλασσα. Ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών όταν πρωτοείδε εκείνη την κοπέλα. Χάθηκε τόσο στο μπλε των ματιών της που απ’ την ταραχή του, έριξε τα ψάρια απ’ τα δίχτυα του πίσω στο νερό. Κοιτάχτηκαν κι οι δυο βάζοντας τα γέλια. Δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα αλλά οι καρδιές τους επικοινώνησαν μεμιάς. Όταν ήρθε η στιγμή να φύγει για τη χώρα της, του χάρισε ένα φιλί και τον έβαλε να της υποσχεθεί πως θα της στέλνει τα νέα του με τη θάλασσα. Μεγάλωσε, στα μάτια του φωλιάσανε ρυτίδες μα δεν έπαψε ποτέ να της γράφει. Δεν έλαβε καμιά απάντηση. Το μόνο που περίμενε όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένα σημάδι πως είναι ζωντανή.
Σήμερα ήρθε να την ανταμώσει. Χθες βράδυ ονειρεύτηκε πως πέθαινε στην αγκαλιά της. Σηκώθηκε από το παγκάκι και πλησίασε την αφρισμένη θάλασσα. Δεκέμβρης μήνας και το κρύο ήταν τσουχτερό. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Χωρίς σκέψη, έπεσε μέσα στο ταραγμένο νερό προσδοκώντας να ενωθεί μαζί της για πάντα. Η τελευταία του ανάσα έσμιξε με το μανιασμένο άνεμο φωνάζοντας τ’ όνομά της σ’ όλη την πλάση. Μελέκ!
_
γράφει η Αγγελική Μαρία Ψωμαδέλλη
0 Σχόλια