Μεσαίωνας η αγκαλιά της,
και πονάνε τα βέλη.
Χωρίς τόξο, εν τέλει,
σώμα χωρίς τη μυρωδιά της.
Κι εγώ ψάχνω, σιωπηλός,
το φως μου, το σκοτάδι,
φτάνοντας μέχρι τον Άδη.
Μα κατάντησα δειλός.
Γιατί, φίλε μου Άδη, αρρώστησα τόσο;
Να πιω δηλητήριο, για να γιάνω;
Ή να πέφτω κάτω και να χάνω;
Άδης να γίνω, να με σώσω.
_
γράφει ο Βασίλης Κουλουράς
0 Σχόλια