Από το πρωί ήταν ανήσυχος. Το βράδυ δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Στο μυαλό του στριφογύριζε η ιδέα ότι κάτι κακό της είχε συμβεί. Να αργήσει το καταλάμβανε. Σε όλους μπορούσε να συμβεί κάποια στιγμή. Της συνέβη και της ίδιας 2-3 φορές, αλλά μετά εμφανιζόταν από την άκρη του δρόμου. Όσο πλησίαζε, μεγάλωνε η φιγούρα της, όπως και η λαχτάρα του που θα την έβλεπε και ας μην της είχε μιλήσει ποτέ της, και ας μην είχαν ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα, μόνο κάποιες κλεφτές ματιές της έριχνε ο ίδιος και χαμογελούσε. Άλλωστε αυτές τις στιγμές περίμενε όλη τη μέρα, τη στιγμή που θα την έβλεπε να έρχεται από μακριά. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τα χέρια του τρέμανε. Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν, το πρόσωπο του κοκκίνιζε και ίδρωνε.
Αλλά να μην έρθει καθόλου, δεν το περίμενε. Απορούσε το μυαλό του, όσο μυαλό διέθετε, μόνο κακά άρχισαν να τριγυρνάνε.
Εδώ και 6 μήνες, από τότε δηλαδή που την πρωτοείδε να έρχεται στο μικρό καφέ της γειτονιάς, δεν έχασε μέρα. Ο ίδιος φρόντιζε να πηγαίνει πάντα πρώτος και έπαιρνε την καλύτερη θέση απέναντι από το μεγάλο παράθυρο, δίπλα από την τηλεόραση, για να την βλέπει από απέναντι που θα ερχόταν. Επίσης, φρόντιζε με διάφορα τεχνάσματα να μένει πάντα άδειο το διπλανό τραπεζάκι για εκείνη. Όταν την έβλεπε να έρχεται, έκανε τον αδιάφορο. Έξι μήνες και δεν είχε αντλήσει από αυτήν ούτε ένα χαμόγελο, ούτε μια κουβέντα της.
Του ίδιου, η φαντασία του οργίαζε. Θα ήταν όμορφη από μικρή, σκεφτόταν, αφού και τώρα που μεγάλωσε έχει μια γοητεία με μια ευγένεια συνάμα. Το ότι δεν ήξερε τίποτα για αυτήν είχε ως αποτέλεσμα να μπλέκει με το μυαλό του, το “αρρωστημένο” μυαλό του, ιστορίες, να σκέφτεται και να φαντάζεται ελεύθερα ό,τι ήθελε. Ούτε τη φωνή της δεν είχε ακούσει. Τη φανταζόταν όμως γλυκιά, όπως του αηδονιού ή της πέρδικας. Του ίδιου του έφτανε μόνο και μόνο να την παρακολουθεί. Παράγγελναν και το ίδιο ποτό, έναν καπουτσίνο, με τη μόνη διαφορά ότι αυτή προτιμούσε τη σοκολάτα ενώ αυτός την κανέλα. Όσο για το μπισκότο που συνόδευε τον καπουτσίνο, το έτρωγαν και οι δυο. Στις 9:30 το πρωί ερχόταν, στις 10:30 έφευγε. Την ίδια ώρα έφευγε και αυτός, και οι δυο σιωπηλοί προς αντίθετες όμως κατευθύνσεις. Εκείνος προς την δύση του ήλιου και αυτή προς την ανατολή.
Εκείνη άλλαζε συχνά το άρωμά της όπως και τα παπούτσια της. Κάποτε φορούσε γόβες, κάποτε στιλέτα και κάποτε φορούσε αθλητικά. Άρωμα φορούσε κάποτε ελαφρύ και κάποτε έντονο, μια να μυρίζει τριαντάφυλλο και μια γιασεμί. Ο ίδιος πίστευε από το άρωμά της ότι θα την φώναζαν είτε τριανταφυλλένια είτε γιασεμούλα. Τα ρούχα της πάντα συγυρισμένα και κομψά, σε διάφορες έντονες αποχρώσεις που της ταίριαζαν αφάνταστα. Μόνο το χρώμα των μαλλιών της έμενε το ίδιο εδώ και 6 μήνες, ξανθό, χωρίς ούτε να μικραίνει αλλά ούτε να μακραίνει. Η λαχτάρα του ίδιου μεγάλωνε περισσότερο.
Έξι μήνες και δεν ήξερε τίποτα για τη γυναίκα-μυστήριο που ήταν πάντα κοντά του, στο διπλανό τραπέζι, να πίνουν τον ίδιο καφέ με μόνη διαφορά την κανέλα και τη σοκολάτα. Μα τώρα ναι! Μπορούσε να της μιλήσει. Είχε την ευκαιρία που έψαχνε εδώ και 6 μήνες. Την τελευταία φορά που την είδε είχε ξεχάσει στο τραπέζι ένα βιβλίο. Αυτό τον είχε παραξενέψει πολύ. Εδώ και έξι μήνες δεν είχε φέρει πότε μαζί της κάτι, πώς είχε φέρει βιβλίο και το ξέχασε κιόλας; Λες να είναι κανένα συνθηματικό για εμένα; σκέφτηκε.
Η ώρα περνούσε και σήμερα και δεν έλεγε να φανεί. Ο ίδιος την περίμενε με το βιβλίο στο χέρι. Του ήταν και η πρώτη φορά που είχε αντιληφθεί ότι του ήταν απαραίτητη, γιατί ίσως να μη μπορούσε να αντέξει την απουσία της. Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει. Στις 10:30 ακριβώς έφυγε, ούτε την άλλη μέρα ήρθε, ούτε την παράλλη. Το μυαλό του ολοένα και σκοτείνιαζε, οι σκέψεις του ολοένα και τον κυρίευαν. Ήταν σίγουρος ότι δεν θα ερχόταν ξανά ότι την είχε χάσει για πάντα.
Σήμερα οδηγήθηκε από τους γονείς του στον γιατρό, στον ψυχίατρο. Εδώ και 6 μήνες, δηλαδή από τότε που «ερωτεύτηκε» αυτή την γυναίκα, είχε αρχίσει να μειώνει σταδιακά από μόνος του την φαρμακευτική του αγωγή. Τις τελευταίες μέρες δεν την έπαιρνε καθόλου και ως αποτέλεσμα η ψυχική του υγεία είχε υποτροπιάσει αρκετά. Ο ίδιος μάταια προσπαθούσε να εξηγήσει τόσο στην οικογένειά του όσο και στην ψυχίατρο και να τους κάνει να πιστέψουν την ιστορία του με την άγνωστη γυναίκα που έβλεπε στο καφέ εδώ και 6 μήνες και ήταν τρέλα ερωτευμένος μαζί της. Ο ίδιος, ως απόδειξη, έφερε μαζί του το βιβλίο που είχε ξεχάσει σκόπιμα η άγνωστη γυναίκα στο καφέ με πρόφαση να γνωριστούν. Η ψυχίατρος το παίρνει στα χέρια της με ευγένεια, καθησυχάζοντας τον, ενώ με το άλλο της χέρι δίνει τη συνταγή φαρμάκων στους γονείς του καθώς και κάποιες οδηγίες. Αφού την χαιρετούν, αποχωρούν. Τότε η ψυχίατρος, εντελώς μηχανικά, παίρνει το βιβλίο που είχε φέρει μαζί του ο πελάτης της, ενώ με έκπληξη διαβάζει τον τίτλο του βιβλίου: «Η ιστορία της τρέλας». Η ίδια παγώνει, το χέρι της αρχίζει να τρέμει και ένας κρύος ιδρώτας αρχίζει να την λούζει. Ανοίγει σαστισμένη την πρώτη σελίδα και αντικρίζει μια αφιέρωση με τα δικά της γράμματα. Αμέσως θυμήθηκε, ήταν ένα βιβλίο που είχε κάνει δώρο σε έναν συμφοιτητή της μιας άλλης σχολής που είχε γνωρίσει. Θυμήθηκε επίσης και τον χώρο που του το είχε δώσει, στο καφέ της γειτονιάς που ήταν στο πανεπιστήμιο. Η αφιέρωση τελείωνε με το όνομά της, Τριανταφυλλένια Γιασεμιδού. Με την μόνη διαφορά ότι σήμερα πριν έρθει στο γραφείο της για δουλειά, πέρασε από το διπλανό κομμωτήριο της γειτονιάς και μετά από 20 ολόκληρα χρόνια έκοψε τελείως κοντά τα κατάξανθα μαλλιά της και τα έβαψε ταυτόχρονα μαύρα. Ακριβώς δίπλα από το βιβλίο στο γραφείο της, υπήρχε ένα άδειο ποτήρι με καφέ καπουτσίνο με γεύση σοκολάτα που είχε καταναλώσει λίγο νωρίτερα καθώς και λίγα ψυχούλα από το μπισκότο που το συνόδευε.
Ξαφνικά το βιβλίο γλίστρησε από τα χέρια της και έπεσε στο έδαφος, ενώ τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα ήδη υγρά της μάτια. Το μόνο που κατάφερε να αρθρώσει μέσα από τους λυγμούς της ήταν ένα μεγάλο Γιατί…
–
γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου
0 Σχόλια