Δύσκολοι οι αποχωρισμοί και οι αποχαιρετισμοί. Στενάχωρη εκείνη η στιγμή που πρέπει να κουνήσεις το μαντήλι σε ό,τι σου πρόσφερε γενναιόδωρα στιγμές χαράς και ανεμελιάς, αφού πρώτα βρεις το κουράγιο να φτιάξεις τη βαλίτσα του με όλα τα ενθύμια που κουβαλάει πάντα μαζί του. Ένα σφίξιμο στο στήθος συνοδεύει τούτη την ιεροτελεστία και ένα τσάκισμα στη φωνή, που θέλει να φωνάξει για μια αναβολή, μα σωπαίνει βλέποντας το επικυρωμένο εισιτήριο.
Ούτε και η ίδια ξέρω τι με ενοχλεί πιο πολύ. Που φεύγει το καλοκαίρι ή που έρχεται το φθινόπωρο κάνοντας, αυτάρεσκα, τη θριαμβευτική του είσοδο; Ξέρει ότι λατρεύω τη δροσερή του παρουσία, τα ζεστά του χρώματα και το αισθαντικό του σφύριγμα, τις ώρες των μοναχικών περιπάτων μας. Θυμώνω όμως, που με την αδιακρισία του ξετρυπώνει αυτά που είναι κρυμμένα στον φάκελο των υποχρεώσεών μου, θυμίζοντάς μου ότι πρέπει άμεσα να τακτοποιηθούν. Τα βάζω με την αναλγησία του να σφυρίζει μες στο αυτί μου τη λήξη του διαλείμματος στην αυλή του χρόνου και με την υποκρισία του να υπόσχεται ανέμελες στιγμές, κρατώντας ένα δοσομετρητή στο χέρι.
Όλα αυτά, την ώρα που φεύγει το καλοκαίρι, παίρνοντας μαζί του τα μικρά και τα όμορφα, τα απλά και τα ανέμελα. Η μορφή του συνδεδεμένη με μια παράταση χρόνου σε ό,τι έχει προγραμματιστεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί, έχει ρίξει άγκυρα μέσα μου κι άντε να τη σηκώσω. Θέλω να του φωνάξω να μείνει λίγο παραπάνω. Δεν τολμώ, γιατί όσο το είχα, το προσπερνούσα με κείνο το αδιάφορο ύφος, που έχουν όσοι θεωρούν κάτι δεδομένο. Ήξερα ότι θα είναι κοντά μου, να μου πραγματοποιεί κιμπάρικα όλες μου τις επιθυμίες. Καθόταν πάντα δίπλα μου γελαστό, με εκείνη την ανεμελιά του μικρού παιδιού που την έβλεπα παράταιρη με την ηλικία του, γι’ αυτό δεν το έπαιρνα στα σοβαρά κι ας το περίμενα, κι ας ξεκολλούσα όλο το χρόνο με λαχτάρα τα φύλλα του ημερολογίου, μετρώντας αντίστροφα, μέρες, μήνες, εποχές. Στο τέλος με κούραζε και πριν ακόμη φύγει, έστρεφα το βλέμμα στο γοητευτικό αλλά τσιγκούνικο φθινόπωρο.
Άδικο για κάτι να το έχεις δεδομένο. Να θεωρείς σίγουρα όσα σου προσφέρει, λες κι από βίτσιο πρέπει να αγωνίζεσαι και να ματώνεις για να διεκδικείς τα αυτονόητα. Το αδικούσα, μα εκείνο ποτέ δε μου κράτησε κακία.
“Τώρα το κατάλαβες;” θα με ρωτήσεις. Ναι, τώρα το κατάλαβα. Τώρα που φυλλομετρώ τα καλοκαίρια μου, που διαβάζω τις σημειώσεις μου και η μνήμη μου σταματά πάνω στις υπογραμμισμένες με κίτρινο χρώμα στιγμές. Τώρα που αποφάσισα να εκτιμώ ό,τι μου προσφέρεται απλόχερα, χωρίς να το ζητιανέψω.
Ποτέ δε ζήτησα πολλά από το καλοκαίρι κι εκείνο μου έδινε αυτά και πολλά περισσότερα. Ήθελα μόνο μια γωνιά σε μια αμμουδιά για να βρίσκουν αποκούμπι τα φτερά μου. Κι εκείνο, μου πρόσφερε κι έναν απέραντο ουρανό, για να σεργιανίζουν αλήτικα οι σκέψεις μου, να μη σκοντάφτουν πάνω σε φώτα, σε φωνές, σε περιττά στολίδια. Γενναία να αντιστέκονται στην εξουσία του χρόνου, που αυταρχικά επιβάλει τα «πότε» και τα «πρέπει», σθεναρά να ανθίστανται σε κώδικες ενδυματολογικούς και ελεύθερα να διεκδικούν μια όμορφη σχέση με τη φύση.
Ευχόμουν ηρεμία και μου έστελνε μια φύση απλή, να μου ψιθυρίζει ερωτόλογα στο αυτί. Πότε να με αποκοιμίζει πάνω στο κύμα με την ροκ μπαλάντα του φλοίσβου, πότε να με ξεσηκώνει με το σκληρό ροκ του μελτεμιού, αφήνοντας σκέψεις και συναισθήματα να ανεμίζουν ελεύθερα στο ρυθμό του.
Τις νύχτες μου τις γέμιζε με φίλους, που μαζί ανακαλύπταμε την ομορφιά της στιγμής, στις κουβέντες μας αστείες ή σοβαρές, πεζές ή ποιητικές, που μας κρατούσαν συντροφιά ως το ξημέρωμα. Πάνω σε μια ταράτσα, σε μια αυλή, σ’ ένα μπαλκόνι, μεθυσμένοι από γιασεμί κι αγιόκλημα, με το φεγγάρι να φωτίζει τις μικρές μας στιγμές για να φαίνονται μεγάλες και μ’ έναν γρύλλο να ντύνει μουσικά τα βράδια μας.
Κι ήρθε ένα πρωί που άκουσα το σφύριγμά του. Ήταν διαφορετικό, πιο σιγανό, πιο άτονο. Γύρισα και το κοίταξα. Ακουμπισμένο πάνω σε ένα αρμυρίκι, με το ένα πόδι σταυρωμένο πάνω στο άλλο, με κοίταζε χαμογελαστό. Μου θύμισε πως ήρθε η ώρα να με αποχαιρετήσει. Είχα ξεχάσει ρολόι και κινητό στο ντουλάπι της λήθης και ξαφνιάστηκα.
Ντράπηκα να του ζητήσω να ακυρώσει το εισιτήριο του φευγιού του. Ευχήθηκα μόνο να γίνω πουλί. Ένα πουλί αποδημητικό, για να το συντροφεύω στα αιώνια ταξίδια του. Γέλασε κι έσκυψε το κεφάλι. Φύσηξε μέσα στις παλάμες του και με τα χέρια του άγγιξε τα δικά μου. Μια ζεστασιά αλλιώτικη απλώθηκε στα ακροδάχτυλά μου. Σε μια μπουρού είχε κλείσει την πνοή του κι άφησε απ’ έξω έναν ήλιο φρουρό να την προσέχει.
“Για σένα” μου είπε. “Όταν νιώθεις παγωνιά, να με φωνάζεις. Σαν το τζίνι θα βγαίνω από μέσα και μαζί θα ξεγελάμε τους χειμώνες.”
Συνειδητοποίησα πως, ακόμη και αυτό, υπακούει σε νόμους χρονικούς. Έρχεται και φεύγει, όπως καθετί, φροντίζοντας να νοστιμίζει το παρόν του με μικρές όμορφες στιγμές. Με αλμύρα τις ραντίζει για να αντέχουν, με τον ήλιο τις πυρώνει για να κρατούν μέσα τους τη ζέστη, ακόμη κι όταν δε δίνει το παρόν.
Σήκωσα το χέρι και το χαιρέτησα. Μου έκανε μια βαθιά υπόκλιση και συνέχισε το δρόμο του, κάνοντας την τελευταία του ανέμελη φιγούρα. Έφυγε ωραία και μοιραία, στέλνοντας στα χείλη μου την αλμύρα του φιλιού του κι έναν ήλιο, ακόμη ζεστό, γλυκιά παρηγοριά στην απουσία του.
–
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
ένα ωραίο κείμενο αφιέρωμα στο καλοκαίρι που φεύγει. Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από μια φυσιολάτρισσα που για όλες τις εποχές έχει κάτι να εξυμνήσει. Καλό Φθινόπωρο Χριστίινα σε τρεις μέρες αρχίζει.Η αγαπημένη δική μου εποχή…
Και η δική μου Λένα, όπως γράφω παραπάνω. Αλλά ο ερχομός της σηματοδοτεί την έναρξη πολλών υποχρεώσεων κι αυτό θέλει λίγο χρόνο να το συνηθίσω. Σε ευχαριστώ πολύ! Καλή σου μέρα!
Αχ Χριστίνα μου τι όμορφο κείμενο … και η μπουρού ωραίο φυλακτό!Να είσαι καλά!!
Σε ευχαριστω πολυ Αννα μου! Καλο βραδυ!
Θα πορευτούμε με την ανάμνηση του καλοκαιριού και θα συμβιβαστούμε με το φθινόπωρο που μας έρχεται. Πολύ όμορφο και νοσταλγικό.
‘Ετσι είναι Βάσω, θα προσαρμοστούμε και μετά θα αφεθούμε στις ομορφιές του Φθινοπώρου. Καλό βράδυ!
Ένας μονόλογος που θα μπορούσε να είναι ποίημα!!!!! Τόσο όμορφα άγγιξες και ξετύλιξες τις χάρες του καλοκαιριού και τα συναισθήματα που αφήνει πίσω του!!! Κι ζεστασιά μες την μπουρού… μαγική!!!!!! Υπέροχος μονόλογος σαν να διάβασες την ψυχή μου… σήμερα που θα αποχαιρετώ την Κρήτη και μαζί της και την ξενοιασιά των διακοπών και του Καλοκαιριού!!!!Ευχαριστώ!!!!!!!!!!
Σε ευχαριστω πολυ Σοφια μου ας κραταμε καλα φυλαγμενα ο,τι ο καθενας μας φυλαξε στην ατομικη του μπουρου για να παιρνουμε ανασες οτα τις χρειαζομαστε. Καλο ταξιδι!
ένα πανέμορφο κείμενο κλεισμένο σε μια λογοτεχνική μπορού για να μας σφυρίζει το ταλέντο σου…
με παρέσυρες σε αυτό το κείμενο και νοστάλγησα μαζί σου…αλλά χάρηκα για τα φυλαχτά που μπορεί να κρατά ο καθένας μας από την κάθε στιγμή…
Σε ευχαριστω Μαχη. Με αυτα τα μικρα φυλαχτα ας πορευομαστε στους χειμωνες μας.