-Σου είπα μη!
-Γιατί μας βλέπουν;
-Βλέπω εγώ και αυτό αρκεί.
-Και από πότε παρακαλώ έγινες εσύ σεμνότυφη και «μη μου άπτου;»
-Από χθες. Αν ήσουνα εδώ, θα το γνώριζες. Αν δεν γύριζες στα μπαράκια στα Εξάρχεια και στους έρωτες της μιας νύκτας.
Άναψε τσιγάρο.
-Μη σου λέω! Πάρε το χέρι σου από εκεί.
-Άντε πάλι… Τόσο πολύ σε ενοχλεί;
-Όχι, αλλά… μας βλέπουν.
-Άφησέ τους. Να μας δουν. Πρέπει να βλέπουν. Μήπως και ξυπνήσουν.
-Είμαστε σε δημόσιο χώρο.
-Είμαστε ελεύθεροι. Ενήλικες.
-Δυο περαστικοί…
-Και;
-Kοιτάζουν προς τα εδώ… Μην κάνεις πολύ θόρυβο…»
Σε λίγο τελειώνοντας ανάβει και αυτός τσιγάρο. Εκείνη σηκώνεται από το πεζοδρόμιο. Ισιώνει τη τζιν φούστα και πατάει το αποτσίγαρο με τη μύτη του παπουτσιού της. Μπροστά της στον τοίχο, η νωπή μαύρη μπογιά από το χέρι του στάζει ακόμα.
ΟΙ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΑΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
ΕΜΕΙΣ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ;
Το δεκαενιάχρονο κορίτσι χαμογελά. Τελικά το αγόρι της έχει δίκιο. Πρέπει να βλέπουν. Μήπως και ξυπνήσουν.
_
γράφει η Ελένη Λύρα
Ένα λιτό κείμενο κυρίως σε διαλογική μορφή που απηχεί ιστορικές ,πικρές αλήθειες του Ελληνισμού και που δεν δικαιολογούν καμμιας μορφής ρατσισμό.Ή ουσιαστική ομορφιά της λιτότητας του λόγου.
Χαριτωμένο κειμενάκι όλο ουσία….
Ελένη υπέροχος ο διάλογος σου!!
Περιέχει την μικρή μας κοινωνία, μέσα απ’ την θλιβερή της εξέλιξη!
Καλό σου απόγευμα!!
Εύγε!!!!!!!
Έτσι να βλεπουν….μήπως και….
Ευχαριστώ όλους για τα σχόλιά σας!!!