Του άρεσε να κάθεται στα κλαδιά των δέντρων, να τρυπώνει μες τα φυλλώματα, να κρύβεται. Εκτός, αν ήθελε να φανερωθεί με το περήφανο επιβλητικό του τραγούδι. Πάντως, μες τη δροσιά και τον ίσκιο του δέντρου, μπορούσε να παρακολουθήσει το μεγάλο θαύμα του λαμπερού καλοκαιριού που απλωνόταν σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της φύσης και της εφήμερης ύπαρξής του. Και να το στολίσει με το επίμονο ρυθμικό του τραγούδι.
Από εκεί ψηλά μπορούσε να δει για παράδειγμα την απέραντη θάλασσα που έγλειφε τα σώματα των λουομένων απ’ τη μεριά της στεριάς ενώ στο βάθος της γλιστρούσε και μάκραινε πολύ μέχρι που συναντούσε τον γαλήνιο ορίζοντα και άγγιζε έστω και λίγο από ουρανό. Οι πολύχρωμες ομπρέλες της παραλίας προσέλκυαν κι άλλους επισκέπτες να μυηθούν στη ξεγνοιασιά της εποχής. Ανάμεσα στο πλήθος είδε ένα μικρό αγόρι να φέρνει κοντά στο αυτί του ένα ξανθό κογχύλι και να προσπαθεί ν’ ακούσει μέσα του τον αχό της θάλασσας, όπως του είχε πει ο γερο-παππούς του. Κι άκουσε αμέσως τον αχό κι έμαθε ότι όλα τα περασμένα καλοκαίρια ζουν μες τα ξεχασμένα κογχύλια της αμμουδιάς και πως, για να τ’ ακούσεις πρέπει να νιώσεις μικρό παιδί, όπως ο παππούς που έκρυβε ντουζίνες κογχύλια στη βιβλιοθήκη του. Και, όταν την άνοιγε για να πάρει κανένα βιβλίο, έπεφταν και σωριάζονταν μια στοίβα μπρος τα πόδια του και τα άφηνε έτσι πεσμένα μέχρι που εξατμίζονταν το επόμενο καλοκαίρι.
Έπειτα, έβλεπε κι άλλα από κει ψηλά που στεκόταν και τραγουδούσε. Έβλεπε και τις νύχτες. Είδε τη μεγάλη πανσέληνο που χρύσιζε τη ράχη της θάλασσας και τις όψεις των ερωτευμένων που την κοιτούσαν και ανέπνεαν το μαγικό της φως. Είδε τις γαλάζιες της φλέβες πάνω στο χλωμό δέρμα της που φούσκωναν περήφανα μες τη σιγαλιά της νύχτας. Άρχισε κι εκείνος τότε το τραγούδι του χρησιμοποιώντας την ίδια νότα και το ίδιο τέμπο «Τζι, τζι, τζι», ο πιο παλιός τραγουδιστής, ο θαμώνας του δέντρου, ο αθέατος θεατής.
Είδε στην ακροθαλασσιά να κάθεται ένα μικρό κορίτσι μόνο του. Κλοτσούσε με το γυμνό της πόδι το ελαφρό κυματάκι που την έβρεχε. Είχε ακούσει πως στο φως του φεγγαριού όλα τα θαύματα γίνονται πραγματικότητα. Και ήρθε να σκεφτεί ποιο είναι το δικό της θαύμα που θα ήθελε όταν μεγαλώσει. Και το ολοστρόγγυλο φεγγάρι το κατάλαβε αμέσως κι έσκυψε και τίναξε πάνω της λίγη χρυσή φεγγαρίσια σκόνη και ύστερα της είπε να μην ξεχάσει ποτέ το δρόμο που έγραψε το φως του μες τη θάλασσα. Και όπου πηγαίνει να μην ξεχνά να γυρνά πάντα εδώ. Είπε και κάτι άλλο αλλά το τζιτζίκι δεν το άκουσε γιατί είχε δυναμώσει το τραγούδι του και πάσχιζε απόψε να το τραγουδήσει ολόκληρο, να το τελειώσει όλο το «Τζι, τζι, τζι», την ίδια νότα, τον ίδιο σκοπό.
Ήξερε πως η ζωή του θα ήταν σύντομη. Το ένιωθε γι’ αυτό και τραγουδούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του, μ’ όλο το βάθος της φωνής του. Η ζωή του ήταν σύντομη. Έπρεπε μες το επίμονο τραγούδι του να χωρέσει όλο το φωτεινό καλοκαίρι. Έτσι -το ήξερε καλά από ένστικτο- θα κέρδιζε ολόδική του μια γεύση αθανασίας.
_
γράφει η Μαίρη Μαργαρίτη
Η Μαίρη Μαργαρίτη γεννήθηκε στη Μυτιλήνη όπου και κατοικεί. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Διηγήματά της έχουν τυπωθεί σε συλλογικά έργα (Ιστορίες για την Ελλάδα, Μεταβιομηχανικοί Τόποι). Άλλα κείμενά της έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα www.eyelands.gr και στην ηλεκτρονική εφημερίδα www.lesvosnews.net
Διαβάζοντας, ο καθένας μας δίνει στα λεχθέντα, την δική του ερμηνεία..
Μεταφορικά βλέπω από το σκαλοπάτι που ανεβαίνω, τις στιγμές που δίσταζα να αφεθώ στο τραγούδι του …τζι τζι τζι.
Η κα Μαργαρίτη με ένα καλογραμμένο κείμενο, μου είπε πόσο λάθος ήμουν, κοιτώντας το καθήκον του μέρμηγκα!
Δεν ήταν η διαστροφική σύναξη αγαθών, μα όλα τα “πρέπει”.