Ο Μάρτης ήταν στις κακές του τις τελευταίες μέρες. Μάρτης γδάρτης, που λέει και η παροιμία. Εκείνο το πρωί έριχνε χοντρές ψιχάλες, συνεχίζοντας τη βραδινή καταιγίδα. Γκρίζα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο και το κρύο θύμιζε Δεκέμβρη. Ήμασταν μελαγχολικοί και κατσουφιασμένοι χωρίς λόγο.
Το ραδιόφωνο έπαιζε ένα από εκείνα τα τραγούδια της δεκαετίας του ’80 που μιλάνε για τη βροχή. Ο μπαμπάς οδηγούσε χωρίς να μιλάει. Ο παππούς, στη θέση του συνοδηγού, είχε γείρει και ακουμπούσε το κεφάλι του στο τζάμι. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν. Η αδερφή μου δίπλα μου έπαιζε ένα παιχνίδι στο κινητό και έτρωγε τα τυροπιτάκια της γιαγιάς. Εγώ έπαιζα με μια ξηλωμένη κλωστή από τη ζακέτα μου.
Είχαμε πολλή ώρα στο αυτοκίνητο. Είχα πιαστεί. Ήθελα να γκρινιάξω γι’ αυτό αλλά δε θα έβγαζε πουθενά. Δεν μπορούσα να κατέβω στη βροχή να ξεπιαστώ. Αντί να μιλήσω, ψαχούλεψα την τσάντα μου. Ήθελα τα ακουστικά μου, τα βαρέθηκα τα τραγούδια των 80’s.
Ένιωσα το αυτοκίνητο να κόβει ταχύτητα. Σκέφτηκα πως σταματούσαμε σε κάποιο φανάρι. Δε σήκωσα το βλέμμα μου. Τότε άκουσα τη φωνή του μπαμπά.
«Εδώ τους έχουν τους πρόσφυγες, στ’ αριστερά».
Τέσσερα ζευγάρια μάτια κοίταξαν αριστερά. Τέσσερις καρδιές ράγισαν, μα το «κρακ» χάθηκε κάτω από τον ήχο του ραδιοφώνου. Δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ο χώρος ήταν περιφραγμένος και γύρω υπήρχαν περιπολικά. Σκηνές άσπρες στημένες η μία δίπλα στην άλλη στον χώρο ενός παλιού εργοστασίου, ρούχα απλωμένα σε σύρματα που βρέχονταν απ’ τη βροχή, άνθρωποι που έμοιαζαν χαμένοι. Άντρες, γυναίκες και κυρίως παιδιά. Πολλά παιδιά. Ποιος θεός το επέτρεπε αυτό;
Πολλά αυτοκίνητα ήταν σταματημένα εκεί. Ένα απ’ αυτά είχε ανοιχτό το πορτ παγκάζ και είδαμε ότι ήταν γεμάτο ρούχα. Ίσως ήταν κάποια βιοτεχνία. Ίσως κάποιος άνθρωπος με οικογένεια σαν εμάς, που τα είχε περίσσευμα. Δεν μάθαμε.
Εκείνη τη στιγμή ήθελα να έχω μια μεγάλη αγκαλιά. Ναι, αυτό ήθελα. Να έχω μια τεράστια αγκαλιά και να μπορέσω να τους χωρέσω όλους μέσα. Να τους προστατεύσω. Να τους πω ότι όλα θα πάνε καλά. Μακάρι να μπορούσα.
Ο μπαμπάς πάτησε τα αλάρμ σταματώντας στην άκρη και με την αδερφή μου κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο. Θέλαμε να μάθουμε αν μπορούσαμε να βοηθήσουμε εκεί. Είχαμε ήδη δώσει τρόφιμα τις προηγούμενες μέρες σε ένα σημείο της πόλης που τα μάζευαν. Μα εμείς θέλαμε να βοηθήσουμε κι εκεί, τους ίδιους τους ανθρώπους.
Μιλήσαμε με μια κοπέλα του Ερυθρού Σταυρού. Μας είπε ότι εκεί γινόταν ένας πανικός. Σε λίγες μέρες θα τους μετέφεραν σε ένα στρατόπεδο. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι. Μόνο να τους πάμε ρούχα, τρόφιμα, είδη υγιεινής και φάρμακα.
Μια κυρία με ένα μαντήλι μαύρο στο κεφάλι πέρασε από δίπλα μας. Της χαμογελάσαμε. Μας χαμογέλασε κι εκείνη. Στιγμιαία πέρασαν απ’ το μυαλό μου όλα όσα θα πέρασε αυτή η γυναίκα. Όλη η ταλαιπωρία, όλη η στεναχώρια. Τη θαύμασα που είχε τη δύναμη να μας χαμογελάσει, αλήθεια.
Γυρίσαμε στο αυτοκίνητο. Ενημερώσαμε τον μπαμπά και τον παππού για το τι μας είπε η κοπέλα. Αποφασίσαμε την επομένη κιόλας να γυρίσουμε με όσα χρειάζονταν, με όσα περισσότερα θα μπορούσαμε να αγοράσουμε.
«Μπαμπά; Γιατί; Πες μου, γιατί;» ρώτησε η αδερφή μου.
«Ο πόλεμος, μάτια μου, δεν έχει λογική, δεν εξηγείται με λογικά κριτήρια, τη δική σου λογική και τη δική μου. Είναι παράλογος. Μην προσπαθείς να βρεις απάντηση. Ας κάνουμε μόνο ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας να βοηθήσουμε».
«Πάντως δε χρειάζεται να πάρουμε μόνο τρόφιμα» είπε ο παππούς που δεν είχε μιλήσει μέχρι εκείνη την ώρα. «Έχουμε χώρο στο σπίτι. Θα μπορούσαμε να πάρουμε μια οικογένεια, να τους δώσουμε φαγητό κι ένα μέρος ζεστό να κοιμηθούν».
Χαμογέλασα. Παρ’ ότι ήξερα ότι κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να γίνει, μιας και δεν τους αφήνουν να φύγουν από το μέρος που τους έχουν ορίσει, χαμογέλασα. Γιατί πιστεύω πως αν ήταν όλοι οι άνθρωποι σαν τον παππού μου ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος.
Αληθινό και ανθρώπινο μαζί. Για ένα θέμα που πονάει… Και με μηνύματα!
Κορίτσι μου όμορφο, στο είπα και προσωπικά, στο λέω και επισήμως…γουστάρω να βλέπω νέους ανθρώπους με την καρδιά με ένα Κ τεράστιο..και παππούδες μη κολλημένους… Να σαι καλά! Σε ευχαριστούμε….για τη συγκίνηση και το μήνυμα
Σε ευχαριστούμε Ελένη-Χριστίνα…να είσαι καλά!
Ένα θέμα που θα μας πονά ….πολύ καιρό ακόμα…δοσμένο με ισχυρή δόση αλήθειας!ΜΠΡΑΒΟ!