Μέσα στο πατάρι, δίπλα στον αλουμινένιο θερμοσίφωνα, κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο μινιατούρα με τα ξύλινα στολίδια, πάνω από ένα ζευγάρι φθαρμένες ρακέτες, ανάμεσα σε δυο στοίβες με κόμικς και τρεις τόμους μιας παλιάς εγκυκλοπαίδειας για τα ζώα της θάλασσας, κρύβω μια μικρή καρό βαλίτσα. Είναι τόσο μικρή που δεν κατάλαβα ποτέ τη χρησιμότητά της. Χωράει μόνο ένα ζευγάρι παιδικά παπούτσια ή ένα χοντρό πουλόβερ ή έξι μεγάλες κουβαρίστρες απ’ αυτές που έχουν στα ραφτάδικα ή τέσσερα κουτιά από ‘κεινα τα τετράγωνα μπισκότα που έτρωγες στα ταξίδια για να μην ζαλίζεσαι. Την είχες βρει το περασμένο φθινόπωρο στα σκουπίδια και μου την έφερες χαρούμενος. Μου ‘πες πως ήταν από ιταλικό δέρμα, φτιαγμένη σίγουρα στο χέρι και πως δεν έπρεπε να πάει χαμένη. Ύστερα έκοψες ένα κομμάτι από μια βαμβακερή φανέλα, το βούτηξες σε κερί μέλισσας κι άρχισες να την τρίβεις απαλά. Ξεκίνησες απ’ τη ράχη, μετά προχώρησες στον πάτο, ύστερα έκανες τα πλάγια, έπειτα πέρασες τα λουριά και στο τέλος έπιασες να γυαλίζεις τη χειρολαβή. «Για ν’ αντέχει τις βροχές που θα φάμε» είπες κι εγώ άνοιξα τα χέρια μου και την πήρα αγκαλιά σαν να ‘ταν ζωντανό.
Από τότε που έφυγες, κάποια βράδια δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αυτά τα βράδια, ανεβαίνω στη λεκάνη της τουαλέτας, ανοίγω το πατάρι, παραμερίζω το δέντρο, τα κόμικς και τις εγκυκλοπαίδειες, και τραβάω έξω την καρό βαλίτσα. Κάθομαι ήσυχα στο κρεβάτι και βγάζω από μέσα της μια μισοκαμένη γόπα, ένα κίτρινο χαρτάκι που γράφει «Σ», την πράσινη μπλούζα που φόραγες όταν κοιμόμασταν, ένα γυάλινο ποτήρι και μια τσατσάρα με σπασμένα δόντια.
Σήμερα πιάνω πρώτα τη γόπα. Τη στριφογυρίζω στα χέρια μου. Την κοιτάω καλά. Το σχήμα της μοιάζει με ανάποδο πέταλο. Πάντα σε ρώταγα πως καταφέρνεις και σβήνεις έτσι τα τσιγάρα. Εσύ μου ‘λεγες «έλα, πες μου ποιο γράμμα θες να κάνω» κι εγώ τότε γέλαγα γιατί ήξερα πως μόνο το τελικό σίγμα πετύχαινες, άντε και το αποκεφαλισμένο φίδι ή το αγγλικό ερωτηματικό χωρίς την τελεία. Κοντά στην κάφτρα, η γόπα έχει σπάσει σε δυο κομμάτια. Ένας κόκκος καπνού είναι κολλημένος πάνω στο χαρτί. Τον φυσάω μακριά, ύστερα ενώνω τα κομμάτια και τα τυλίγω με μια λεπτή λωρίδα ζελατίνας. Δένω τη ζελατίνα αργά και σχολαστικά, λες και μπαντάρω σπασμένο γόνατο. Ύστερα βάζω τη γόπα στο στόμα. Σβηστή.
Έπειτα παίρνω στα χέρια μου το ποτήρι. Το φέρνω στο φως. Το στριφογυρίζω. Δεν το ‘χω πλύνει. Σε μια άκρη βλέπω το αποτύπωμα απ’ το στόμα σου. Είναι σχεδόν διάφανο. Πηγαίνω στον μεγάλο καθρέφτη του μπάνιου. Σταμπάρω τη θέση των χειλιών και πλησιάζω. Βάζω στόχο τη μεγάλη χαρακιά στη δεξιά άκρη. Τη θυμάμαι καλά αυτή τη χαρακιά. Το στόμα μου τη θυμάται. Εκείνο το βράδυ, σ’ εκείνο το μπαρ, την κοίταγα συνέχεια. «Εκ γενετής» είπες σιγανά και μου ‘πιασες την κουβέντα. Κολλάω τα χείλη μου πάνω της. Η γεύση είναι ξινή. Δεν ξέρω αν οι γραμμές απ’ το στόμα μου πέφτουν πάνω στις δικές σου.
Τη μέρα που έφυγες, τα πήρες όλα. Ρούχα, παπούτσια, δίσκους, βιβλία. Ακόμα κι εκείνο το σερβίτσιο τσαγιού με τα παγώνια και την κοιμώμενη γκέισα. Το ‘χαμε αγοράσει στο Μοναστηράκι πριν από δυο καλοκαίρια. Έβραζε ο τόπος κι εμείς πήραμε το μετρό για να κατέβουμε στην αγορά. Ψάχναμε για ψάθινα καπέλα. Εσύ ήθελες να βρεις ένα παναμά με λινή κορδέλα κι εγώ ένα αχυρένιο με ροζ περίγραμμα. Αντί για καπέλα, πήραμε το κινέζικο σερβίτσιο. Δεν το χρησιμοποιήσαμε ποτέ. Πότε πρόλαβες και τα μάζεψες όλα σ’ ένα απόγευμα; Άφησες μόνο εκείνη την τσατσάρα με τα σπασμένα δόντια. Έχει ακόμα πάνω της τα μαλλιά σου. Βρέχω το κεφάλι μου στον νιπτήρα. Ύστερα παίρνω την τσατσάρα και χτενίζομαι. Αυτή γλιστράει απαλά, κατεβαίνει χωρίς βιάση, μου θυμίζει το χέρι σου. Την καθαρίζω και πετάω τις τρίχες στο άσπρο μάρμαρο. Μερικές κολλάνε μεταξύ τους. Βλέπω αλλού δυο δικές μου, αλλού πέντε δικές σου, αλλού μία μόνη της. Κοντά στο σιφόνι, μια μαύρη τυλίγεται γύρω από μια καστανή. Ακουμπάω τη μαύρη. Προσπαθώ να τη χωρίσω απ’ την καστανή. Δεν χωρίζουν. Ανοίγω το νερό. Οι τρίχες φεύγουν για κάπου μακριά. Τις αφήνω.
Γυρνάω πάλι στο δωμάτιο. Το κίτρινο χαρτάκι με τις τσαλακωμένες άκρες έχει κολλήσει δίπλα στο λουρί της βαλίτσας. Μοιάζει με ‘κεινα τα post-it μεσαίου μεγέθους που είχαμε στο πάνω ράφι. Αυτά που γράφαμε τις λίστες για τα ψώνια, τα μην αργήσεις, τα καλημέρα, τα φεύγω θα τα πούμε το βράδυ, τα μου έλειψες, τα σε θέλω, πιο παλιά. Κρατάω το post-it στο αριστερό χέρι. Σαν να κρατάω φωλιά πουλιού. Κλείνω τα μάτια κι ακουμπάω το μεγάλο «Σ». Τα δάχτυλά μου ανεβοκατεβαίνουν τρεις φορές. Στη βάση η γραμμή είναι πιο έντονη κι όσο προχωράω τη νοιώθω να λεπταίνει. Αναρωτιέμαι τί θα ‘γραφες. Πιάνω το ίδιο μπλε στυλό. Έχει κυλήσει στο πάτωμα. Ακουμπάει το πόδι της βιβλιοθήκης. Ισιώνω το χαρτάκι, τεντώνω τις τσαλακωμένες άκρες και γράφω κολλητά στο «Σ». «Σε ξεχνάω».
Η ώρα πήγε τρεις. Τώρα χαζεύω την πράσινη μπλούζα σου. Κάτω δεξιά υπάρχει μια μικρή τρύπα από τσιγάρο. Σου ‘λεγα παλιά πως η μπλούζα έχει το ίδιο χρώμα με τα μάτια σου. Τη φόραγες παντού, θυμάμαι. Στις συναυλίες, στα πάρτι, στις βόλτες με τη μηχανή, στα ταξίδια. Καμιά φορά τη φόραγες κι όταν το κάναμε. Πέντε χρόνια τώρα, το πράσινο ξάσπρισε. Από πέρσι την είχες μόνο για τον ύπνο. Στη βάση του λαιμού έχει σκιστεί η ραφή. Εγώ στην έσκισα στον τελευταίο μας καυγά. Δεν την έραψα από τότε. Μέχρι να φύγεις απ’ το σπίτι, κοιμόσουν με τη σκισμένη πράσινη μπλούζα. Κι εκείνο το σκίσιμο μεγάλωνε κι είχε φτάσει μέχρι το μανίκι. Την τινάζω και την απλώνω στο κρεβάτι. Ύστερα σκύβω και χώνω τη μύτη μου στο ύφασμα. Δεν μυρίζω τίποτα.
Σήμερα, θα κλείσω τη μικρή καρό βαλίτσα, θα σφίξω τα λουριά και θα την ανεβάσω πάλι στο πατάρι. Θα τη φυλάξω κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο μινιατούρα με τα ξύλινα στολίδια, πάνω από τις φθαρμένες ρακέτες, ανάμεσα στις στοίβες με τα κόμικς και τους τόμους της παλιάς εγκυκλοπαίδειας για τα ζώα της θάλασσας. Μετά, θα πάρω βελόνα και μια γερή πράσινη κλωστή και θα ράψω την μπλούζα σου. Στο υπόσχομαι.
_
γράφει η Βάσω Χόντου
0 Σχόλια