Το μυαλό μου επεξεργάστηκε σενάρια για κάθε πιθανή έκβαση των γεγονότων που θα ακολουθούσαν με την επιστροφή μου στο σπίτι, μετά από την αναστάτωση που προκάλεσα σε ολόκληρη τη γειτονιά. Σε όλα μου τα σενάρια, τρεις ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές. Ο πατέρας μου, η χείρα με τα πέντε ορφανά κι εγώ φυσικά.
Ο πατέρας μου… Αχ αυτός ο πατέρας μου! Και η χείρα του! Έτσι είχε βαφτίσει την παλάμη του φυσικά… Τα πέντε ορφανά ήταν τα δάχτυλά της. Η συνηθισμένη του φράση ήταν: «Θα πέσει η χείρα με τα πέντε ορφανά!» Ήταν βαριά εκείνη η χείρα! Πολύ βαριά! Θυμάμαι κάθε φορά που έπεφτε, το χαρακτηριστικό βούισμα στα αυτιά μου. Όσο για τον πόνο; Ο πόνος ήταν το τελευταίο πράγμα που με ανησυχούσε. Άλλωστε, με τον πόνο είχα εξοικειωθεί. Αυτό που δεν άντεχα, ήταν ο φόβος! Ο ανεξέλεγκτος φόβος που προσπαθούσα να μη με κυριεύσει και που σχεδόν πάντα με κυρίευε. Εκείνο το βουητό μετά από κάθε φορά… Εκείνο το βουητό που μου φυλάκιζε κάθε υγιή και όμορφη σκέψη, μου θόλωνε την κρίση και με γέμιζε απογοήτευση. Τελικά, καταλήγω στο συμπέρασμα πως το βουητό που δρούσε μέσα στο κεφάλι μου, ήταν εκείνο που με ενοχλούσε περισσότερο κάθε φορά που ο πατέρας μου ασκούσε επάνω μου σωματική βία.
Ευτυχώς, όλα μου τα σενάρια παρέμειναν κλειδωμένα σε κάποιο απ’ τα αμέτρητα συρτάρια της φαντασίας μου, αφού κανένας από τους γείτονες δε διανοήθηκε να φανερώσει στον πατέρα μου πως ο γιος του κατάφερε να αναστατώσει την πυροσβεστική και να σηκώσει όλη τη γειτονιά στο πόδι. Το γεγονός αποσιωπήθηκε, γιατί δε βρέθηκε ούτε ένας που να πίστευε πως το τουλούμιασμα στο ξύλο θα είχε το κατάλληλο σωφρονιστικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, ο πατέρας μου καμάρωνε κάθε φορά που κάποιος από τους γνωστούς, φίλους και γείτονες -από κείνους που δε με κάρφωσαν- του απέδιδε το χαρακτηρισμό του άξιου οικογενειάρχη, που μεγαλώνει σωστά παιδιά! Του Άντρα που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί του, που έχει σούζα τη γυναίκα του, μιας κι εκείνη δεν τολμάει να του φέρει αντίρρηση ποτέ και σε τίποτα και η μόνη διαδρομή που γνωρίζει είναι η διαδρομή, σπίτι – δουλειά και δουλειά – σπίτι. Του οικογενειάρχη που δε χρειάζεται να δώσει λόγο για τίποτα και λογαριασμό σε κανέναν μέσα στο σπίτι, αφού το ψυγείο είναι πάντα γεμάτο και κανένα μέλος της οικογένειας δεν είναι ξυπόλυτο και δε φοράει μπαλωμένα ρούχα!
Πολλές φορές είχα αναρωτηθεί… Άραγε, τι να ’ναι αυτό που συμβαίνει μέσα στο μυαλό του πατέρα μου, που τον κάνει να θέλει να ελέγχει και να εξουσιάζει όλα τα μέλη της οικογένειας; «Αν η ώρα δεν πάει έξι, δε θα σηκωθείς απ’ τα βιβλία σου!» θυμάμαι, έλεγε σ’ εμένα και στην αδερφή μου. Για εκείνον, το να κλειστείς στο δωμάτιο σου τρεις ώρες, σκυμμένος πάνω από βιβλία και τετράδια, ήταν η συνταγή που θα σου εξασφάλιζε τη μόρφωση. «Εγώ κατάφερα με δυσκολία να τελειώσω το δημοτικό! Και λέω με δυσκολία, όχι γιατί δεν τα έπαιρνα τα γράμματα, αλλά γιατί οδηγήθηκα με το ζόρι απ’ την οικογένεια μου στη σκληρή δουλειά του χωραφιού! Όταν κάποιες φορές ο μεγάλος μου αδερφός ανακάλυπτε κανένα βιβλίο από κείνα που κρυφά έπαιρνα μαζί μου στο χωράφι, μήπως και έβρισκα λίγο χρόνο για διάβασμα, εκτός του ότι το έκανε χίλια κομμάτια, με κοπάναγε και με το στειλιάρι της τσάπας από πάνω, για να χωνέψει το κούφιο μου κεφάλι, όπως έλεγε, πως μόνο με σκληρή δουλειά θα έβλεπε προκοπή η οικογένεια μας!»
Αυτά έλεγε ο πατέρας μου, για να αποδείξει στον εαυτό του και σ’ εμάς το πόσο δίκαιος ήταν μαζί μας. Και θα έπρεπε να είμαστε τουλάχιστον ευγνώμονες, για την υποχρεωτική τρίωρη μελέτη που μας επέβαλλε. Αναφέροντας ο πατέρας μου τα παιδικά του χρόνια, καταλάβαινα πως, τα μεγαλύτερα αδέρφια του, καθώς και η μητέρα του, δε χαλάρωναν ποτέ! Στην πραγματικότητα, ο μεγαλύτερος αδερφός είχε αναλάβει από πολύ νωρίς την ευθύνη του προστάτη μιας πολύτεκνης και ταλαιπωρημένης προσφυγικής οικογένειας, αφού η φυγή του πατέρα τους στην Πολωνία, στα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου, δεν του άφησαν άλλη επιλογή. Ο μόνος τρόπος που γνώριζε ο νεαρός τότε θείος μου, για να ασκεί έλεγχο και να επιβάλλει την εξουσία του στα υπόλοιπα αδέρφια -πάντα για το καλό της οικογένειας- ήταν η βία. Αυτός ήταν ο λόγος που ο πατέρας μου μεγαλώνοντας, δυστυχώς πίστεψε πως έπρεπε κι αυτός με τη σειρά του να αναλάβει τον έλεγχο και να εξουσιάζει τους άλλους με την ίδια ένταση! Κυρίως, γιατί ήταν ο μόνος τρόπος που γνώριζε για να κερδίζει τον αυτοσεβασμό του.
Αυτό το χαρακτηριστικό, είχε τυπωθεί βαθιά μέσα του και τον έκανε τόσο αυταρχικό, όσο ήταν στο παρελθόν ο αδερφός του. Ειδικά όταν βρίσκονταν απέναντι στα ευάλωτα παιδιά και τη φοβισμένη γυναίκα του που, ορφανή από πατέρα στα επτά της, θεωρούσε πως το να ζει εκείνη και τα παιδιά της σε μια άρτια οικογένεια, ήταν μια κατάσταση ιερή, που έπρεπε να διαφυλαχτεί με κάθε τίμημα!
Κάπως έτσι φαντάζομαι πως μεταβαίνει από γενιά σε γενιά η ψυχολογική βία πρωτίστως. Ήταν ένας φυσιολογικός μεγάλος αδερφός ο θείος μου τότε. Η δύσκολη αποστολή που είχε αναλάβει, περατώθηκε με τον καλύτερο τρόπο, για την αντίληψη της εποχής εκείνης. Ένας φυσιολογικός οικογενειάρχης ήταν κι ο πατέρας μου λίγα χρόνια αργότερα. Μεγάλωσε σωστά παιδιά, χωρίς να τους λείπει τίποτα και, προπάντων, χωρίς να χρειάζεται να σπάσει το στειλιάρι της τσάπας στο κεφάλι του γιου του, προκειμένου να τον αποτρέψει απ’ το να μορφωθεί και να τον οδηγήσει σε σκληρή δουλειά απ’ τα δώδεκα! Αντιθέτως μάλιστα, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, για να μορφώσει τα παιδιά του.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, αναρωτιέμαι… Πώς θα μας κρίνουν άραγε τα δικά μας παιδιά αύριο; Τα εγγόνια μας; Πώς θα μας κρίνουν τα εγγόνια μας; Τελικά, πιστεύω πως, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, προσπαθούμε να ελέγχουμε ο ένας τη ζωή του άλλου. Κάτι που επιτυγχάνεται μόνο με τη βία! Σωματική, ψυχολογική, λεκτική, ή όπως αλλιώς κι αν εκδηλώνεται. Ίσως τελικά πρέπει να επανεκτιμήσουμε τα κίνητρά μας και να βρούμε έναν άλλο τρόπο αλληλεπίδρασης μεταξύ μας. Έναν τρόπο, όπου η ενέργεια και ο αυτοσεβασμός που όλοι διεκδικούμε, δεν θα είναι απαραίτητο να κερδίζονται αφαιρώντας τα από άλλους ανθρώπους!
_
γράφει ο Κώστας Μεταλίδης
Κώστα με άγγιξε βαθιά το κείμενο σας!!
Κάθε οικογένεια έχει τις δυσκολίες της. Είναι δύσκολο πιστεύω να είσαι γονιός. Ο καθένας κουβαλάει από τους γονείς του διάφορες πληγές και τις μεταφέρει στα δικά του παιδιά. Το ζήτημα είναι πως όταν γνωρίζεις την πηγή της πληγής, μαθαίνεις να διαχειρίζεσαι καλύτερα τις καταστάσεις.
Ελένη, σ’ ευχαριστώ για την ανάγνωση του κειμένου και για το σχόλιο! Το ζήτημα είναι έτσι ακριβώς όπως το θέτεις!
Όταν αυτοί που έχουν αναλάβει να γιατρέψουν τις παγκόσμιες πληγές εστιάσουν στην πηγή της κάθε πληγής, τότε πολύ απλά θα τις διαχειριστούν καλύτερα!
Όμως αυτό δεν θα γίνει αν πρώτα ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, δεν γιατρέψει από μόνος του τις δικές του πληγές!