Έσυρε τ’ αδράχτι μέσα βαθιά
στης αλμύρας τη δροσιά
και γέμισε το μαλλί με ναυτικούς και γλαροπούλια.
Ύστερα με τα χείλη της ιστορούσε
σε μας τα παραμύθια.
Μίλαγε εκστατικά, στυγνά βλέποντας
της οροφής τη μνήμη.
Πότε, πότε που κουραζόταν
χαμήλωνε το βλέμμα
με μάτια θαμπά σε μας.
Έλεγε για τους καιρούς
και για της θάλασσας τα στήθια
ήταν λες, να βλέπαμε με μια
τους έρωτες, τους διωγμούς
αλλά εκείνα τα συντρίμμια.
Κι όλα αυτά από μια βουτιά
που ‘χει πνιγεί το νήμα…
Άνεμοι, άστρα και θεοί
καθώς περνούν της σπαταλούν
με ευχές το πρόσχαρο της βήμα.
Όπως τον έμψυχο σάλιο πισωδρομεί
απ’ τα γερασμένα της φιλιά
οι ιστορίες που μας έμαθε
φορτίο, βουή μας έμεινε
όμοιο μεταναστευτικά πουλιά.
Κι αν πέρασαν από τότε
των χρόνων στιγμές π’ έγιναν ρυτίδες
ακόμα σε λαβύρινθους μέσα μου
ακούγονται της γιαγιάς
εκείνες οι ιστορίες.
_
γράφει ο Τσαμπίκος Σπάθας
0 Σχόλια