Πολλοί το διάβασαν, περισσότεροι το σχολίασαν και ακόμη πιο πολλοί το λάτρεψαν ή το μίσησαν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το συγκεκριμένο βιβλίο δεν πέρασε απαρατήρητο από το αναγνωστικό κοινό, το οποίο εν τέλει, όπως φάνηκε και εκ του αποτελέσματος (-το έργο έχει περάσει ήδη την πέμπτη έκδοσή του, ενώ η πρώτη του έκδοση ήταν μόλις πριν έναν χρόνο-) αν μη τι άλλο το εκτίμησε υπέρ του δέοντος.
Πρόκειται για το βιβλίο που έγραψε ο γνωστός σε όλους μας Αντώνης Κανάκης. Το έργο είναι αφιερωμένο στον πατέρα του, ο οποίος έφυγε ξαφνικά από την ζωή πέρσι τον Μάρτιο και περιγράφει ακριβώς, τις δύσκολες αυτές μέρες από την μέρα που νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο μέχρι και την ημέρα που εκείνος έφυγε από την ζωή…
Η αλήθεια είναι πως σκόπιμα αποφάσισα να δημοσιεύσω το συγκεκριμένο μου άρθρο μετά από ένα ολόκληρο έτος, καθώς ο σάλος που δημιουργήθηκε από την μέρα τις ανακοίνωσης της έκδοσης του βιβλίου από τον κ. Κανάκη, μέχρι και πριν λίγο καιρό ήταν μεγάλος, ενώ παράλληλα υπήρξε μια «φρενίτιδα» κριτικών, σχολιαστών, δημοσιογράφων και κάθε λογής ανθρώπων, οι οποίοι έσπευσαν να μιλήσουν, πολλές φορές χωρίς καν να έχουν διαβάσει το βιβλίο.
Εκτονώθηκε, λοιπόν, όλο αυτό και ήρθε η ώρα να μιλήσω σαν μια απλή αναγνώστρια και τίποτα παραπάνω.
Το βιβλίο είναι καλό. Είναι πολύ καλό. Είναι εξαιρετικά καλό. Είναι ένα από τα καλύτερα που έχω διαβάσει στο είδος του. Και ξέρετε γιατί; Όχι γιατί χρησιμοποιεί άπταιστα τον λόγο με περίτεχνες λέξεις και ευφάνταστα σχόλια, ούτε γιατί εκφράζεται χρησιμοποιώντας πρωτοποριακές εικόνες που εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη. Αλλά γιατί είναι πέρα για πέρα αληθινό. Και όταν χρησιμοποιώ την λέξη αληθινό, δεν εννοώ σε καμία περίπτωση αυτό που πολλοί λένε απλώς: «βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα». Πρόκειται για τα ίδια τα πραγματικά γεγονότα, τοποθετημένα άριστα επάνω στο χαρτί με έναν μοναδικό τρόπο, ανεπιτήδευτο και καθόλου «στημένο».
Η δομή του είναι ξεκάθαρη και δεν νομίζω να ενδιέφερε τον συγγραφέα κάτι πιο περίπλοκο. Αυτό που στην συγκεκριμένη περίπτωση έχει ουσία είναι το περιεχόμενο. Έντονες περιγραφές, γρήγορος λόγος, αυθορμητισμός και ανεπιτήδευτο ύφος είναι μερικές μόνο λέξεις που μου έρχονται στο μυαλό μετά από πέντε τουλάχιστον αναγνώσεις του.
Παράλληλα με την εξιστόρηση των γεγονότων, ο συγγραφέας επέλεξε να παραθέσει μερικές φωτογραφίες τόσο από κοινές στιγμές του με την οικογένεια του, όσο και από τον ίδιο στην παιδική του ηλικία, πράγμα που μέσα στο όλο κόνσεπτ δεν είναι διόλου παράταιρο. Ο ίδιος ο κ. Κανάκης δείχνει ολοφάνερα και εξ’ αρχής πως έχει την εσωτερική ανάγκη να εκφραστεί ελεύθερα επάνω στο χαρτί και ακόμα και αυτή του η κίνηση με την παράθεση προσωπικού υλικού, δηλώνει το θάρρος του να το κάνει παρ’ ότι ξέρει ότι θα σχολιαστεί.
Το βιβλίο σε έκταση είναι -τόσο, όσο- , περιγράφοντας τα γεγονότα όπως πραγματικά βιώθηκαν, με μεγάλη συναισθηματική φόρτιση και λογική ταυτόχρονα. Το σπουδαίο είναι πως αυτός ο συνδυασμός συναισθηματισμού-λογικής, δεν αγγίζει μονάχα όσους έχασαν τον δικό τους πατέρα, αλλά και τους άλλους που δεν τους έχει συμβεί κάτι παρόμοιο. Και αυτό γιατί το έργο «μιλάει» κατευθείαν στην καρδιά και εκφράζει πράγματα που ο καθένας θα εξέφραζε εάν βρισκόταν στην θέση του συγγραφέα.
Κλείνοντας θα ήθελα να σχολιάσω το ξεκίνημα από το έργο του κ. Κανάκη, το οποίο δεν μου πέρασε, δεν γίνεται να περάσει απαρατήρητο: «Αυτό δεν είναι ένα λογοτεχνικό βιβλίο». Προφανώς και είναι ξεκάθαρη για ακόμη μια φορά η διάθεση του να δείξει πως δεν τον ενδιαφέρει ο τίτλος «συγγραφεύς» και επομένως ο αντίστοιχος τίτλος του έργου του. Ωστόσο, εντελώς αντικειμενικά θα έλεγα πως το «Μπαμπά (μια κανονική μέρα)», είναι ένα λογοτεχνικό έργο. Και αυτό γιατί η τέχνη του λόγου, όπως και κάθε είδους τέχνη, είναι βγαλμένη από κάποια ψυχή. Ειδικότερα στις μέρες μας που οι κάθε λογής τέχνες περνάνε μεγάλη κρίση, όπως και πολλά άλλα πράγματα στην Ελλάδα, η παραμικρή κίνηση παραγωγής είναι σημαντική, πόσο μάλλον εάν γίνεται με αφοσίωση και με αγνές προθέσεις (αξίζει να σημειωθεί πως τα έσοδα του βιβλίου διατίθενται για την οικονομική ενίσχυση του Ορφανοτροφείου «Άγιος Στυλιανός»). Αξίζει, λοιπόν για πολλούς λόγους να το διαβάσετε…
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
Πολύ ωραίο το άρθρο σου, δεν αμφιβάλλω γιά τα συναισθήματα του Αντώνη, άλλωστε όσοι έχουμε βιώσει απώλειες τον καταλαβαίνουμε! Εκείνο που ενόχλησε εμένα είναι πως τόσο ο ίδιος όσο και ορισμένοι δημοσιογράφοι το παρουσίασαν λες και μόνο ο Αντώνης πόνεσε χάνοντας τον μπαμπά του. Ισως θα μπορούσε να το παρουσιάζει λέγοντας αυτά που γράφεις εσύ, λέγοντας πως μοιράζεται τον πόνο του μαζί μας και όχι τόσο “εγωκεντρικά “δηλαδή “πονεσα τόσο πολύ που έγραψα βιβλίο “.Αυτό εισεπραξα εγώ ακούγοντας τον στην εκπομπή του!