Μπεσνίκ Μουσταφάι
Αυτοπροσωπογραφία με τηλεσκόπιο
Εκδόσεις Επίκεντρο
–
γράφει ο Αιμίλιος Σολωμού
–
Ο αναγνώστης του μυθιστορήματος του Μπεσνίκ Μουσταφάι ενδεχομένως να έχει την ψευδαίσθηση πως διαβάζει μιαν αυτοβιογραφία. Άλλωστε, πρωταγωνιστής-αφηγητής του βιβλίου είναι ο (πρώην) υπουργός εξωτερικών και συγγραφέας Μπεσνίκ Μουσταφάι. Σχολιάζοντας στο βιβλίο αυτή την «παρανόηση», ο αφηγητής θα δηλώσει: «Αδυνατούσα να γράψω αυτή την παράγραφο ακόμη κι αν επέλεγα την πιο ουδέτερη γλώσσα, την εξόχως απογυμνωμένη από προσωπικά βιώματα και έδινα στο πρόσωπο ένα όνομα χωρίς την παραμικρή ομοιότητα με το δικό μου. Δεν θα μπορούσα με τίποτα να απαλλαγώ απ’ την σκέψη πως οι αναγνώστες οπωσδήποτε και θα γνώριζαν πως εκεί ήμουν εγώ ο ίδιος και όχι κάποιο αποκύημα του πυρακτωμένου πνεύματος του συγγραφέα Μπεσνίκ Μουσταφάι». Στην αρχή του βιβλίου «Ο συγγραφέας προειδοποιεί τους πολύτιμους αναγνώστες του ότι δεν πρόκειται για αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, άσχετα αν ένας απ’ τους ήρωές του φέρει το όνομα Μπεσνίκ Μουσταφάι». Ωστόσο, στη συνέχεια υπονομεύει τη διαβεβαίωση αυτή, καθώς πολλά στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο έχουν άμεση σχέση με τη δική του πραγματικότητα. Πρόκειται, ασφαλώς, για μια σύμβαση που αφορά το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, τα ρευστά όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα, και τη ρευστότητα στην πλοκή, στους χαρακτήρες, την κατασκευή του εαυτού, την εμπλοκή του αναγνώστη. Μια ιδιαίτερα γνωστή προγενέστερη περίπτωση ανάλογη με το εγχείρημα του Μπεσνίκ Μουσταφάι είναι αυτή του Αμερικάνου συγγραφέα Φίλιπ Ροθ. Σε ένα από αυτά τα μεταμοντέρνα μυθιστορήματά του, στα Γεγονότα που φέρει τον υπότιτλο Η αυτοβιογραφία ενός μυθιστοριογράφου, ο Ζούκερμαν, το alter ego του Ροθ, σε αρκετά έργα του, σχολιάζει σε επιστολή του προς τον συγγραφέα πως πολλά βιβλία του δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επανεφεύρεση του εαυτού του και συμπληρώνει: «Έχεις γράψει για τις μεταμορφώσεις του εαυτού σου τόσες πολλές φορές που τώρα πια δεν γνωρίζεις καν ποιος είσαι ή ποιος ήσουν ποτέ. Αυτό που είσαι είναι ένα κείμενο εν κινήσει».
Ο συγγραφέας Μπεσνίκ Μουσταφάι γεννήθηκε το 1958. Είναι ποιητής και μυθιστοριογράφος και απολαμβάνει ιδιαίτερης αναγνώρισης στο εξωτερικό, καθώς το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Τo 1999 βραβεύτηκε με το σημαντικό βραβείο Medicis στη Γαλλία για το μυθιστόρημά του Το κενό. Διατέλεσε πρέσβης στη Γαλλία (1992-1997), μέλος του κοινοβουλίου της Αλβανίας και υπουργός εξωτερικών (2005-2007) επί διακυβέρνησης Μπερίσα.
Αυτές οι δύο ιδιότητες, του συγγραφέα και του πολιτικού, είναι βασική παραμέτρος του μυθιστορήματος Αυτοπροσωπογραφία με τηλεσκόπιο. Το βιβλίο αρχίζει με τον Μπεσνίκ Μουσταφάι να συμμετέχει ως υπουργός εξωτερικών της Αλβανίας σε διάσκεψη των μεσογειακών κρατών. Στο ξενοδοχείο στο Μονακό, πριν την πτήση για τη Νίκαια, τον προσεγγίζει η Άννα Β., σύμβουλος του προέδρου της Σλοβενίας. Παρά τις παρεξηγήσεις, οι δυο τους θα αναπτύξουν ερωτική σχέση. Ωστόσο, η Άννα Β. δεν είναι άλλη από την πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος του Μουσταφάι Το κενό (στη σ. 104 παρατίθεται απόσπασμα από Το κενό˙ η ερωτική σκηνή με τον Αρτούρ). Έτσι οι δύο ιδιότητες, του πολιτικού και του συγγραφέα, πρωταγωνιστούν με έναν συγκρουσιακό τρόπο. Διαρκώς ο πολιτικός Μουσταφάι έρχεται σε αντιπαράθεση με τον συγγραφέα Μουσταφάι, ο οποίος εγκαλεί τον πολιτικό για στέρηση της ελευθερίας του. Ακόμα και η «γνωριμία» του με την Άννα Β. προκύπτει από την άρνηση του υπουργού εξωτερικών να δεχτεί την πρόταση του Σλοβένου προέδρου για έναν καφέ, γιατί ο συγγραφέας Μουσταφάι προτίμησε να διαβάσει μια ποιητική συλλογή του Όμηρου Αρίτζη.
Ο ίδιος ο Μουσταφάι φαίνεται πως στην πραγματικότητα διχάζεται ανάμεσα στις δύο ιδιότητές του. Λέγεται μάλιστα πως το 2007 παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού εξωτερικών προκειμένου να αφιερωθεί στη συγγραφή. Σε μια παλαιότερη συνέντευξή του στον Φίλιππο Δρακονταειδή (Το Βήμα, 28 Νοεμβρίου 2008) είχε δηλώσει: «[…] παραμένω ένας συγγραφέας που κάνει και πολιτική, όχι ένας πολιτικός που γράφει και βιβλία. Η λογοτεχνία, συνεπώς, έχει προτεραιότητα, αφού μου επιτρέπει να διατηρώ την εσωτερική μου ελευθερία και με προστατεύει από τη μόλυνση της πολιτικής». Αναφερόταν με θλίψη στην κατάσταση που επικρατούσε στην πολιτική σκηνή της Αλβανίας, επισημαίνοντας πως «η εξουσία έχει περάσει στα χέρια της παλαιάς νομενκλατούρας, στα χέρια ανθρώπων που σχετίζονται με μαφίες».
Ο Μουσταφάι, ορισμένες φορές, εισάγει ακόμα, πέρα από αυτόν του συγγραφέα και του πολιτικού, και έναν τρίτο διακριτό εαυτό στον αφηγητή του. Αυτός ο αφηγητής παρατηρεί τη σύγκρουση ανάμεσα στον υπουργό εξωτερικών και τον συγγραφέα: «γιατί έπρεπε να ήμουν μάρτυρας σε αυτόν τον καβγά δύο αγνώστων που πιθανόν ήταν δίδυμοι, τόσο πολύ έμοιαζαν οι φάτσες τους» (σ. 437)-«εμείς οι τρεις»-. Ακολούθως, σημειώνει: «Ο συγγραφέας είχε εξαγριωθεί περισσότερο. Ο πολιτικός, ωστόσο, είχε γίνει μια γροθιά και άκουγε σιωπηρός με την κεφαλή του χωμένη ανάμεσα στους δύο ώμους» (σ. 438). Έτσι, το βιβλίο εξελίσσεται σε ένα μυθιστόρημα για τη «σύγκρουση» ανάμεσα στον πολιτικό και τον συγγραφέα. Η ρευστότητα αυτή επιτείνεται με την εναλλαγή της χρήσης ανάμεσα στο πρώτο και τρίτο αποστασιοποιημένο πρόσωπο ενικού (αν και το τελευταίο αξιοποιείται ιδιαίτερα στις συχνές εγκιβωτισμένες ιστορίες του).
Η αφήγηση μετατοπίζεται από το παρόν ή πρόσφατο παρελθόν (τα κεφάλαια στη Νίκαια και στις Βρυξέλλες) προς τα πίσω, στην εποχή του κομμουνιστικού καθεστώτος του Ενβέρ Χότζα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέχρι την κατάρρευσή του. Παρατίθενται ακόμα αναφορές σε παλαιότερες εποχές της αλβανικής ιστορίας. Στις Βρυξέλλες ο Μουσταφάι θα συναντήσει, σε ένα ανεπίσημο δείπνο με Αλβανούς μετανάστες, παλαιούς γνώριμους, συμμαθητές και φίλους. Έτσι η μνήμη θα ενεργοποιηθεί, για να θυμηθεί τα χρόνια στο κομμουνιστικό καθεστώς. Τα επιμέρους θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα είναι η διασύνδεση της πολιτικής με το έγκλημα, το οργανωμένο έγκλημα Αλβανών μεταναστών, το προσφυγικό πρόβλημα στην Ευρώπη, αλλά κυρίως το κομμουνιστικό παρελθόν της Αλβανίας: ο φόβος, η Sigurimi (μυστική αστυνομία), το κυνήγι φαντασμάτων για να εντοπιστούν οι «εχθροί του λαού», οι ανυπόστατες κατηγορίες σε βάρος πολιτών, οι καταδόσεις από χαφιέδες, ο κλονισμός της εμπιστοσύνης, ακόμα και ανάμεσα σε φίλους, οι εκτοπισμοί, οι φυλακίσεις, η καταστροφή ζωών. Ο Μουσταφάι αναδεικνύει τις αντιθέσεις στην Αλβανία του παρόντος και του παρελθόντος. Επικρίνει π.χ. πρώην αξιωματούχους του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι οποίοι στερούσαν την ελευθερία στους πολίτες, αλλά σήμερα γράφουν και δημοσιεύουν τα απομνημονεύματά τους υπερασπιζόμενοι το δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης.
Ένα μέρος του βιβλίου έχει τον χαρακτήρα μυθιστορήματος ενηλικίωσης. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως το μυθιστόρημα διατρέχει η περιπέτεια της συγγραφής. Αξιοποιώντας τις μοντερνιστικές τεχνικές, ο συγγραφέας μας εισάγει στο εργαστήρι του, παραθέτοντας διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας του, επαναλαμβάνοντας παρόμοιες σκηνές, ελάχιστα διαφοροποιημένες μεταξύ τους, αλλά με έτερες οπτικές γωνίες, υιοθετώντας διπλότητες, ξεδιπλώνοντας σχέδια και προθέσεις για τη συγγραφή, γενικά αναπτύσσοντας το μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα και αποκαλύπτοντας μπροστά στα μάτια του αναγνώστη τη γέννηση ενός βιβλίου.
Ο συγγραφέας υιοθετεί ποικίλες τεχνικές, όπως ο εγκιβωτισμός, οι παρεκβάσεις, οι προλήψεις, οι σκόπιμες επαναλήψεις, οι παράδοξες ιστορίες που, σ’ έναν βαθμό, φτάνουν στα όρια του μαγικού ρεαλισμού και δίνονται συνήθως με γερές δόσεις χιούμορ, γεγονός που συντελεί στην περεταίρω αναγνωστική απόλαυση του κειμένου (π.χ. ο κόκορας που γέννησε αβγό, τα ψέματα και η υπερφυσική δύναμη του Σελαμί Μπεσίρι, η παρέμβαση της Αλβανίας στις αμερικάνικες εκλογές για να μην εκλεγεί ο Ομπάμα). Τα σχόλια του αφηγητή, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, κινείται με άνεση ανάμεσα στην πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη αφήγηση, είναι συχνά, ενώ καμιά φορά απευθύνεται στον ίδιο τον αναγνώστη. Ο Μουσταφάι διακρίνεται για την αφηγηματική του δεινότητα και τις ανεξάντλητες αφηγηματικές του τεχνικές. Κι έτσι η ανάγνωση του μυθιστορήματός του καθίσταται μια μοναδική αναγνωστική περιπέτεια.
0 Σχόλια