Μόνο ένα θαύμα
Γιώργος Πολυμενάκος
Εκδόσεις Γραφή 2024
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Οι εκδόσεις Γραφή παρουσιάζουν το τρίτο μέρος της τριλογίας των Φάρων του Γιώργου Πολυμενάκου (το πρώτο μέρος είναι το «Σημείο Εξόδου» και το δεύτερο το «Σκοτεινό Φως»), που ωστόσο μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα, όπως αναφέρεται ενδεικτικά στο εξώφυλλο του έργου.
Ένας κατάλευκος και άνυδρος κόσμος ξετυλίγεται στο εξώφυλλο αλλά και στο σώμα του έργου. Σε έναν φουτουριστικό κόσμο, ο άνθρωπος έχει οδηγηθεί στην σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του περιβάλλοντος, επομένως και στον δικό του όλεθρο. Δέντρα, βλάστηση κάθε μορφής, νερά (ποταμοί, θάλασσα, βροχή) και καλλιέργειες ή ακόμα και τα άστρα είναι πλέον αστικοί μύθοι. Οι επιζήσαντες επιβιώνουν σε αυτή την κατάσταση ερημοποίησης, κάτω από υψηλές θερμοκρασίες και ελάχιστους πόρους χωρίς καμιά εναλλαγή ή προφανή διέξοδο. Μαζί τους έχουν καταφέρει να επιβιώσουν ελάχιστα ζώα, όπως τα φίδια, ανθεκτικά σε κλίμα ανάλογο. Το νερό είναι δυσεύρετο και οι τροφές ξηρές και συνθετικές, τις οποίες κερδίζουν ως επιβράβευση – και όχι πάντα- μέσω της εξόρυξης του «σόματος», ένα «ελιξίριο» αθανασίας.
Ακόμα και σε αυτήν την κοινωνία που παρακμάζει μετά από έναν μεγάλο καταστροφικό πόλεμο, οι ανισότητες καλά κρατούν. Υπάρχουν οι Προνομιούχοι (τι ειρωνεία!) που ζουν στην υπόγεια Πρωτεύουσα με κύριο μέλημά τους την απόκτηση του «σόματος» για να ζήσουν αιώνια σαν ανθρώπινοι αρουραίοι. Στον αντίποδα, οι Περιττοί διαβιώνουν σε καταυλισμούς που θυμίζουν πρωτόγονες εποχές, φορούν λευκές στολές για την ακτινοβολία και στηρίζουν την επιβίωσή τους στο «σόμα» που προσφέρουν σε μια μηχανή με ανταλλαγή ξηρά τροφή. Μια απάνθρωπη κατασκευή που αλέθει τα πάντα, ακόμα και την ανθρώπινη σάρκα.
Μέσα στο απόλυτο λευκό του θανάτου με τον ανελέητο ήλιο στους σαράντα πέντε βαθμούς κινούνται οι άνθρωποι σαν σκιές του εαυτού τους. Κάποιοι εξερευνούν την ερειπωμένη πόλη που θεωρείται «στοιχειωμένη», μια και η διαβίωση μέσα σε κανονικό σπίτι ή τα απομεινάρια ενός άλλου πολιτισμού ( μια εικόνα της θάλασσας) είναι κάτι αδιανόητο.
Δύο είναι οι βασικοί ήρωες του έργου που αντιπαρατίθενται σε διαδοχικά αφηγηματικά κομμάτια ώσπου να ενωθούν: ο άντρας που ζει εξόριστος σε έναν υπόγειο «φάρο» (χωρίς θάλασσα φυσικά) και η Περιττή, μια γυναίκα που ζει κοντά του σε έναν καταυλισμό με το σκυλί της. Δύο αντίθετοι κόσμοι φαινομενικά, αλλά στην ουσία τόσο όμοιοι, ερημικοί και κλειστοφοβικοί. Ο άντρας ζει μόνος σε ένα τεχνητό περιβάλλον χωρίς μέρα και νύχτα και αναπολεί την νεκρή αγαπημένη του με τα «χρυσά μάτια» καταλήγοντας να μιλά στο φάντασμά της σε μια ύστατη προσπάθεια επικοινωνίας με κάποιο άλλο πλάσμα. Η Περιττή πάλι – που είναι κι αυτή μια γυναίκα με «χρυσά μάτια»- δίνει καθημερινό σκληρό αγώνα επιβίωσης πολύ κοντά του. Όμως και οι δύο έχουν την ανάγκη να σπάσουν τα δεσμά τους να βγουν από το αδιέξοδο. Η γυναίκα περιπλανιέται στην ερειπωμένη πολιτεία, ο άντρας μέσω του συστήματος παρακολούθησης την ανακαλύπτει έκπληκτος. Η συγκυρία αυτή θα τους φέρει κοντά και θα ενωθούν για να αναζητήσουν μια διέξοδο σε έναν άγνωστο κόσμο που ωστόσο τους προσφέρει ελπίδα πως θα είναι περισσότερος ανθρώπινος.
Το έργο χωρίζεται σε τέσσερις πράξεις, τέσσερα χρονικά άλματα στο παρελθόν (όπου επεξηγείται η αρχή της καταστροφής) και την έξοδο, το κομμάτι του επιλόγου που θυμίζει την Κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας. Τα πρόσωπα του έργου κινούνται στις σκιές, πέρα από τους δύο ήρωες και ενσαρκώνονται μέσα από το ημερολόγιο του φαροφύλακα (που ζει αδρανής) και στον διαρκή αγώνα της Περιττής. Ωστόσο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι το περιβάλλον, που αποτελεί μια επίγεια κόλαση για όλους, καθώς δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι. Ο πόλεμος που προηγήθηκε- αν και δεν έγινε με πυρηνικά όπλα- κατάφερε να επιφέρει τον όλεθρο, παρά τους ελάχιστους επιζήσαντες, που είναι αναπόδραστα καταδικασμένοι σε θάνατο.
Ο φρικιαστικός κόσμος του συγγραφέα, εκτυφλωτικά άσπρος και καυτός, μοιάζει με καθαρτήριο και εγείρει προβληματισμούς για το μέλλον της ανθρωπότητας, μια και ένα τέτοιο σενάριο είναι τρομαχτικά προβλεπόμενο και εκκολάπτει τον σπόρο ενός πιθανού μέλλοντος. Ο αναγνώστης ασθμαίνει, ασφυκτιά μέσα σε αυτό, όπως ακριβώς η κοφτή γραφή του συγγραφέα με μικρές περιόδους και κεφάλαια. Όμοια με την πνοή ενός ετοιμοθάνατου. Καθώς όμως ρέει η ιστορία ο αφηγηματικός ρυθμός παίρνει ζωή και επιταχύνεται.
Γιατί μέσα σε αυτή την Κόλαση της μη αναστρέψιμης καταστροφής υπάρχει κάτι εξίσου ισχυρό με το ένστικτο επιβίωσης: η ελπίδα. Οι ήρωες καταφέρνουν να έρθουν κοντά και παλεύουν να βρουν έναν καλύτερο τόπο, πιστεύουν σε αυτό. Όσο προχωρά η αφήγηση αφυπνίζονται και οδηγούνται στην αναζήτηση διεξόδου σπάζοντας τα δεσμά τους.
Ο συγγραφέας πιστεύει στον Άνθρωπο, παρά τον ζοφερό κόσμο που αναπαριστά. Θεωρεί πως υπάρχει ελπίδα επιβίωσης αρκεί να αφυπνιστούμε. Για τον λόγο αυτό άλλωστε χρησιμοποιεί την αλληγορία της δυστοπίας προκειμένου να θίξει θέματα παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η κλιματική αλλαγή, η κοινωνική ανισότητα, η εκμετάλλευση, η αυτοκαταστροφική πορείας του τεχνοκρατικού πολιτισμού μας, η απώλεια, το πένθος, η απόγνωση, η ελπίδα.
Άραγε πόσο μακριά είναι από εμάς ένας τέτοιος κόσμος με ανελέητο λιοπύρι, ανυπολόγιστες περιβαλλοντικές καταστροφές και πολέμους να μαίνονται διάσπαρτα στον πλανήτη; Πόσο μοιάζει η σύγχρονη κοινωνία με αυτή των Προνομιούχων και των Περιττών; Μήπως αισθανόμαστε ήδη την καυτή ανάσα του ολέθρου στα πρόσωπά μας, μήπως ζούμε ήδη σαν εγκλωβισμένοι αρουραίοι; Η απάντηση είναι τρομαχτικά προφανής, όπως και το βασικό ερώτημα: μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό τώρα προτού να είναι αργά; Μπορούμε και οφείλουμε, ισχυρίζεται ο συγγραφέας κι ας μοιάζει με θαύμα. Άλλωστε, μόνο ένα θαύμα μπορεί να είναι η σωτηρία μας.
0 Σχόλια