γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Ο Μετέωρος είναι ένας μορφωμένος άντρας στην σύγχρονη Ελλάδα, ρεαλιστής αλλά ταυτόχρονα και ιδεολόγος. Δουλεύει (γιατί μάλλον πρόκειται για δουλεία) ως υπάλληλος σε μια εταιρεία, αλλά πάντα παραμένει ο βιβλιοπώλης (το πρώτο του και πιο αγαπημένο επάγγελμα). Ζει με την αγωνία της επερχόμενης απόλυσης, κάτω από την πίεση της οικονομικής ανέχειας, όπως πολλοί στον κοινωνικό του περίγυρο. Μετέωρος λοιπόν – στην κυριολεξία- πασχίζει να διατηρήσει τις εσωτερικές του ισορροπίες και μια αξιοπρεπή διαβίωση, ενώ διατηρεί κοινωνικές σχέσεις που του δίνουν μια αίσθηση φυσιολογικής ζωής. Ανάμεσά τους κυρίαρχη είναι η ερωτική – αλλά παράλληλα ελεύθερη και εκτός κοινωνικών καλουπιών- σχέση του με την Ισμήνη. Όλα αυτά ωστόσο ανατρέπονται για άλλη μια φορά με την απόλυσή του. Η οικονομική ανέχεια τον ωθεί να συζήσει με την αγαπημένη του σε μια σχέση εξάρτησης, γεγονός που τον καταπιέζει ακόμα περισσότερο.
Ο Μετέωρος είναι ένας από τους πολίτες του σύγχρονου κόσμου, καθώς παρελαύνουν διάφοροι χαρακτήρες από το «Στέκι της φλύαρης σιωπής», έναν τόπο αναψυχής και συνάντησης των θαμώνων. Ανάμεσά τους υπάρχουν ο μηδενιστής, ο αναρχικός, ο επαίτης, ο βολεμένος νομικός, ο πλούσιος και εμπλεκόμενος σε πολλά ύποπτα κυκλώματα δημοσιογράφος (όλοι με συμβολικά ονόματα). Στο στέκι αυτό παρουσιάζεται ουσιαστικά η επιτομή της σύγχρονης Ελλάδας, μιας χώρας που νοσεί βαθιά, μια και έχει χαθεί το σημαντικότερο: η ουσία των αξιών. Μέσα από τις συζητήσεις των ηρώων θίγεται πληθώρα κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, όπως η κρίση του γάμου, της οικογένειας, η άβυσσος της πολιτικής και η πνευματική εξαχρείωση των σύγχρονων αναγνωστών και βέβαια το ανελέητο κυνηγητό του προσωπικού συμφέροντος που υπερβαίνει κάθε όριο. Στην ουσία όλοι αναζητούν μια αίσθηση αυτοπραγμάτωσης, αλλά σε λάθος μέρη που τους απομακρύνουν διαρκώς από αυτήν, παρέχοντας μόνο κάποιες φορές εφήμερη παρηγοριά.
Όταν ο Μετέωρος αποφασίζει να μετακομίσει στο άσυλο του πατέρα Παρήγορου (άλλο ένα συμβολικό όνομα) θα γνωρίσει τα ανθρώπινα «ναυάγια» στην πιο θλιβερή εκδοχή τους: άνθρωποι παρατημένοι από τις οικογένειές τους, άλλοι που έχασαν τα πάντα μαζί με την αξιοπρέπειά τους και ανάμεσά τους ο βασικός ήρωας που προσπαθεί να τους συνδράμει όσο μπορεί. Η νέα του επαγγελματική απασχόληση σε φροντιστήριο Μέσης Εκπαίδευσης ως φιλόλογος του δίνει μια οικονομική ανάσα, αλλά με το ανάλογο κόστος: είναι υποχρεωμένος να διδάσκει παρωχημένα και χαμηλού επιπέδου εγχειρίδια της εξεταστέας ύλης, πέρα από τις προσωπικές του ενστάσεις. Για άλλη μια φορά λοιπόν μετέωρος συμβιβάζεται σε μια λύση απελπισίας που τον διατηρεί στην ζωή μακριά όμως από τα ιδανικά του.
Η μετανάστευση, η οικονομική κατάρρευση, οι καταστροφικές σχέσεις με την παράλογη κτητικότητα, και – κυρίως- η αίσθηση του εγκλωβισμού είναι μόνο μερικές πτυχές της ζωής των Ναυαγών μιας χώρας που διαρκώς φθίνει. Οι άνθρωποι πάντα ονειρεύονται και οραματίζονται την ευτυχία και την ανεξαρτησία, αλλά μόνιμα οδηγούνται σε τέλμα και ντροπιαστικούς συμβιβασμούς. Άραγε ένας γάμος, η μετανάστευση, ακόμα και η αυτοχειρία μπορούν να τους εξιλεώσουν; Ή τελικά καταλήγουν παραδομένοι σε μια ξεθωριασμένη απομίμηση ζωής;
Ο συγγραφέας μέσω του άρτιου λόγου του, θίγει με καυστικό τρόπο τα προβλήματα αυτά πατώντας στέρεα στις βάσεις του νατουραλισμού, αλλά ταυτόχρονα ατενίζοντας νοσταλγικά τις διαχρονικές αξίες που δίνουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτές που την διασώζουν από την ηθική «κόπωση» και την αυτοκαταστροφή, το «σωσίβιό» σε έναν κυκεώνα που μαστίζει το παρόν και πιθανώς το μέλλον του σύγχρονου ανθρώπου.
Οι «Ναυαγοί χωρίς σωσίβιο» δεν είναι απλά μια νουβέλα, αλλά ένα μυθοδοκίμιο – όπως υποστηρίζει ο δημιουργός της, που επιχειρεί να αφυπνίσει τον σύγχρονο αναγνώστη από την παθητικότητα και το τέλμα στο οποίο έχει περιέλθει. Όλοι οι συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται, καθώς και οι διάλογοι αποτελούν μια διαμαρτυρία στην κοινωνική παθογένεια της εποχής και επιχειρούν να δώσουν ένα «σωσίβιο», τον μόνο τρόπο σωτηρίας στον αναγνώστη, που δεν είναι άλλος από την ριζική αναγέννηση, εάν βέβαια είναι τελικά εφικτή . Ωστόσο, νομοτελειακά θα προηγείται πάντα ο θάνατος, ο πνιγμός σε μια απέραντη σκοτεινή θάλασσα, όπου οι ναυαγοί καλούνται να παλέψουν μέχρι το τέλος προκειμένου να υπάρξει έστω ένας επιζών.
0 Σχόλια