Ήμασταν στο σπίτι του Άλλου. Τρία ζευγάρια, οι γνωστοί, βράδυ Σαββάτου. Όλα εξελίσσονταν απλά, μικροαστικά, βαρετά, υπέροχα. Τα κορίτσια μιλάγαν γι’ αυτά που μιλάνε συνήθως τα κορίτσια. Τα αγόρια σαχλαμαρίζαμε, ρουφάγαμε τις μπύρες μας, καπνίζαμε και περιμέναμε να έρθουν οι πίτσες. Μουσική έβαζε ο Άλλος, ως οικοδεσπότης. Καλή μουσική, συνήθως ακατάλληλη για την περίσταση. Μουσική που έκανε τα κορίτσια, όποτε την πρόσεχαν, να γκρινιάζουν. Ο Άλλος παρεξηγιόταν στην αρχή και επέμενε στην επιλογή του, όμως μετά από λίγο την άλλαζε με κάτι εξίσου ακατάλληλο.

Ήταν καλοκαίρι και όλοι ήμασταν κουρασμένοι μετά από μια μέρα με καύσωνα. Τα ανοιχτά παράθυρα δεν βοηθούσαν γιατί ο Άλλος είχε κλειστές τις κουρτίνες ισχυριζόμενος ότι έτσι δεν μπαίνουν κουνούπια. Άντε βρες άκρη. Με λίγα λόγια διασκεδάζαμε, χαλαρώναμε, όλα έδειχναν ότι θα είναι άλλη μια εξαιρετική βραδιά. Μια απ’ αυτές τις βραδιές που γυρίζεις σπίτι σχεδόν μεθυσμένος, τελείως σκασμένος απ’ το φαγητό, μούσκεμα στον ιδρώτα. Σε παίρνει ο ύπνος πριν καλά – καλά προλάβεις να ακουμπήσεις το μαξιλάρι με την σκέψη ότι δεν σκέφτεσαι τίποτα. Όλα καλά. Εκείνη την φορά δεν ήταν έτσι.

Καθώς ανέλυα, μεταξύ σοβαρού και γελοίου, κάποιο αντίστοιχο της ανάλυσης μου θέμα, πρόσεξα ότι το πόδι του Άλλου ήταν νεκρό. Το ένα. Τελείως. Εδώ και τρεις μέρες τουλάχιστον. Ήταν μωβ, ήταν πεντακάθαρο, ήταν νεκρό. Έχασα τον ειρμό μου, πήγα να πάρω μια μπύρα απ’ το ψυγείο για να μπορέσω να πάρω μια ανάσα. Γυρίζοντας στο σαλόνι κοίταξα αμέσως το πόδι του, ελπίζοντας να ήταν μια ψευδαίσθηση οφειλόμενη στο αλκοόλ και τη ζέστη. Όχι. Ήταν νεκρό σίγουρα, παγωμένο και νεκρό. Έψαξα στο βλέμμα των άλλων να δω αν το είχαν δει. Τίποτα. Σκέφτηκα, μα είναι μπροστά τους, ένα νεκρό πόδι, μια παραφωνία. Ένα νεκρό πόδι σε μια παρέα ζωντανών και αυτοί δεν το βλέπουν.

Κοίταξα τον Άλλον. Γέλαγε, έλεγε για ένα περιστατικό που του είχε τύχει εκείνο το πρωί στη δουλειά. Συνέχισα να τον κοιτάω σιωπηλός και μάλλον το ύφος μου, αν και προσπαθούσα να συγκρατηθώ, πρόδιδε τρόμο. Τι έχεις ρε, μου είπε, να σου βάλω ένα ουίσκι; Ώστε το ξέρει σκέφτηκα αμέσως. Είμαστε εδώ τόση ώρα και μιλάμε και γελάμε και, ω θεέ μου, τρώμε, ενώ αυτός ο καριόλης ξέρει ότι το πόδι του είναι νεκρό και προσπαθεί, μόλις μυρίστηκε ότι το κατάλαβα, να με μεθύσει κι άλλο; Με ουίσκι; Για να μην πω, να μην φωνάξω, να μην ουρλιάξω μάλλον, για τον τρόμο που μόνο εγώ έβλεπα; Ναι βάλε μου ένα, του απάντησα. Και σηκώθηκε, στηριζόμενος σε αυτό, και περπάτησε, με αυτό, και μου έβαλε ένα τριπλό ουίσκι. Το πήρα και του έκλεισα το μάτι με νόημα αλλά αυτός απλά μου χαμογέλασε φιλικά, και ξαναέκατσε. Θα τρελαινόμουν. Έπινα το ουίσκι μου με μεγάλες γουλιές και προσπαθούσα ανεπιτυχώς να μην κοιτάω αυτό. Αυτό που εδώ και μέρες δεν ήταν πια. Οι άλλοι μίλαγαν και διαφωνούσαν για κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω. Ο Άλλος με ύφος δήθεν αδιάφορο συμμετείχε στην κουβέντα, έπινε την μπύρα του, άλλαζε δίσκους.

Απ’ τα ηχεία ακούγονταν Can. Ο ρυθμός βγαλμένος απ’ την ζούγκλα, η μελωδία απ’ τα αρρωστημένα μυαλά των παιδιών των ναζί συν έναν τρελό Ιάπωνα να φωνάζει. Έψαχνα με το βλέμμα μου τα μάτια του κοριτσιού μου για να την κάνω να δει αυτό που ήταν τόσο προφανές αλλά κανείς δεν έβλεπε. Όταν τα μάτια μας συναντήθηκαν, στην αρχή με κοίταξε απορημένη, μετά θυμωμένη και τέλος μου έκανε νόημα να σταματήσω να πίνω. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα. Απότομα, σαν να ήταν συνεννοημένοι, σταμάτησαν όλοι να μιλάνε. Σήκωσα το κεφάλι που ήταν πλέον σταθερά στραμμένο προς το νεκρό πόδι. Το είδαν επιτέλους, ήταν η πρώτη μου σκέψη, και θα αρχίσουμε να ουρλιάζουμε όλοι μαζί. Αλλά όχι, αυτοί κοίταγαν εμένα. Τι έχεις, με ρώτησαν. Τίποτα, είπα. Εσείς; Όλα καλά; σιγά μην έπεφτα στην παγίδα τους. Ξαφνικά κατάλαβα το προφανές. Όλοι το ήξεραν, όλοι το είχαν δει, ίσως όλοι να είχαν κάποιο νεκρό μέλος που δεν το έβλεπα εγώ και ‘θελαν να το κρύψουν, ‘θελαν να το προσπεράσουν, ‘θελαν να συνεχίσουν την απλή, ήσυχη βραδιά τους παρά το φρικτό γεγονός ότι κάτι απάνω τους είχε πεθάνει. Καθώς τα σκεφτόμουν αυτά, χαμογελούσα, ή έτσι νόμιζα, συγκαταβατικά. Μου είχε γίνει πια πεποίθηση ότι δεν έπρεπε να καταλάβουν ότι ξέρω. Σηκώθηκα. Πάω λίγο στην τουαλέτα, είπα και με ασταθές, απ’ το ουίσκι, βήμα πήγα. Κατούρησα πολύ, έκανα εμετό. Καθαρίστηκα βιαστικά. Όπως έπλενα τα χέρια μου, ο καθρέφτης μου τράβηξε την προσοχή. Αυτό που είδα, αρχικά, μου έκοψε τα γόνατα. Το πρόσωπο μου ήταν νεκρό, προσφάτως νεκρό αλλά νεκρό. Στην αρχή όπως είπα φοβήθηκα, μετά όμως ένοιωσα ανακούφιση. Αν μπορούσα να κάνω το νεκρό μου πρόσωπο να χαμογελάσει θα έβγαινα απ’ το μπάνιο με ένα πλατύ χαμόγελο.

Θα έλεγα φωναχτά, χαρούμενα, πριν φτάσω στο σαλόνι, στους άλλους: Είμαι και εγώ λίγο νεκρός παιδιά, ας συνεχίσουμε τη διασκέδαση, όλα καλά. Όμως βγήκα, κάθισα στον καναπέ και κοιμήθηκα λιπόθυμος. Λίγο πριν κλείσω τα μάτια είδα το ύφος της. Στεναχωρημένη. Σκέφτηκα: Άραγε τι έχει πεθάνει επάνω σου μωρό μου; Ελπίζω όχι εγώ. Μύρισα εμετό.

_

γράφει ο Κωνσταντίνος Καστραντάς

Μην ξεχνάτε ότι το σχόλιο σας είναι πολύτιμο!

Ακολουθήστε μας

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

3 σχόλια

3 Σχόλια

  1. O.T. Gena

    Όμορφο, βρώμικο, γλυκό.
    Ευχαριστώ

    Απάντηση
    • Κωστής

      Σε ευχαριστώ.

      Απάντηση
  2. D.

    Συντροφιά:

    Κάνει κρύο και παγώνω

    Εγώ ασάλευτος, χλομός

    Η πόρτα κλείνει…

    Περίμενε, είμαι ακόμα ζωντανός!

    Φωνάζω γοερά μες απ’ το φέρετρο

    Κάνεις δεν ακούει

    Σιωπή

    Απέραντη σιωπή

    Φοβάμαι

    Ξάφνου ένα σκουληκάκι εμφανίζεται από το πουθενά

    – Ε, γεια σου τι κάνεις, θες να γίνουμε φίλοι;

    Με ρωτά – τρώγοντας ένα κομματάκι το πόδι μου!

    -Ναι γιατί όχι;

    Του απαντώ.

    Δεν είναι τώρα ώρα, να μένει κανείς μόνος.

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου