Οι Βελουδένιες αποτελούν το συγγραφικό ντεμπούτο του Μιχάλη Χορευτάκη και μας μεταφέρουν σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης, το Έλος, όπου διαδραματίζεται ένα σύγχρονο δράμα.
Η μικρή κόρη της οικογένειας Μαθιουδάκη, η Νίκη, εξαφανίζεται μυστηριωδώς ένα βράδυ Τετάρτης. Η μητέρα της και η μεγαλύτερη αδελφή της, η Άννα, ανήσυχες για την τύχη της, ειδοποιούν την αστυνομία. Η αστυνόμος Μάρθα Λυκούδη και ο βοηθός της, αστυφύλακας Μάκης Καρτάκης, μεταβαίνουν εκεί από τα Χανιά προκειμένου να ερευνήσουν την υπόθεση. Η αστυνόμος αρχικά θεωρεί πως η νεαρή το έσκασε από το σπίτι της, σε μια επιπόλαιη και αυθόρμητη κίνηση, δεν αργεί όμως να αναθεωρήσει και να συνειδητοποιήσει πως τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά απ’ ό,τι δείχνουν. Και πως στο μικρό χωριό διαπράχθηκε ένα έγκλημα, το οποίο η ίδια ορκίζεται στον εαυτό της να εξιχνιάσει το συντομότερο δυνατόν.
Όπως σε κάθε μικρή κοινωνία, τα στόματα των κατοίκων του χωριού παραμένουν σφραγισμένα και οι πάντες είναι επιφυλακτικοί – ειδικά με τους ξένους αστυνομικούς που καταφτάνουν στον τόπο τους. Κάποιοι θεωρούν πως η κοπέλα έφυγε με τη θέλησή της από το σπίτι της, κάποιοι άλλοι αδυνατούν να πιστέψουν πως ανάμεσά τους ζει και κυκλοφορεί κάποιος που έκανε κακό σε ένα ντόπιο, δικό τους κορίτσι. Όλοι όμως φαίνεται πως έχουν σχηματίσει την προσωπική τους άποψη για την υπόθεση και έχουν καταλήξει στα δικά τους συμπεράσματα. Και είναι η αστυνόμος Λυκούδη αυτή που θα πρέπει να εκμαιεύσει τα πραγματικά στοιχεία μέσα από έναν χείμαρρο υποψιών, κατηγοριών, επιφυλακτικότητας και δυσπιστίας, ώστε να ενώσει σωστά τα κομμάτια, ώστε να σχηματίσει την ολοκληρωμένη εικόνα του εγκλήματος και να αποκαλύψει την ταυτότητα του ενόχου…
Ο Μιχάλης Χορευτάκης έχει δημιουργήσει έναν μικρόκοσμο τόσο χαρακτηριστικό, αφού το χωριό Έλος θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε χωριό της ελληνικής επαρχίας, και τον έχει γεμίσει με εξίσου χαρακτηριστικές, τυπικές ελληνικές φιγούρες, με χαρακτήρες που μας θυμίζουν έναν γείτονα, έναν συγχωριανό, έναν φίλο, έναν συγγενή, εμάς τους ίδιους. Συνεπώς, ο αναγνώστης ταυτίζεται και με τον τόπο και με τους ανθρώπους του, τους κατανοεί, ανοίγει τα μάτια και το μυαλό και την καρδιά του σ’ εκείνους, ενδιαφέρεται για τα παθήματά τους και αγωνιά για την τύχη του εξαφανισμένου κοριτσιού και την εξέλιξη της υπόθεσης. Κρητικός κι ο ίδιος, ο συγγραφέας «εκμεταλλεύεται» άψογα τις προσωπικές του εμπειρίες, θύμησες και γνώσεις σχετικά με την καθημερινότητα, τις συμπεριφορές μιας μικρής και κλειστής κοινωνίας απέναντι σε κάτι τόσο σοβαρό και ανοίκειο για εκείνους, που διαταράσσει για τα καλά την ήρεμη ρουτίνα τους, ακόμα και την κρητική ντοπιολαλιά.
Είναι σχεδόν αδύνατο να διαβάζει κανείς μια ιστορία για ένα άτομο που εξαφανίστηκε και να μην μπει αυτόματα στη θέση εκείνων που μένουν πίσω, κυρίως της οικογένειας. Ειδικά στην αστυνομική λογοτεχνία, το συγκεκριμένο μοτίβο συναντάται αρκετά συχνά και έχει κάθε φορά ξεχωριστό ενδιαφέρον τόσο το πώς το χειρίζεται ο συγγραφέας, όσο και ο τρόπος που ο αναγνώστης «βυθίζεται» μέσα στις αντιδράσεις των οικείων του θύματος, τους ξεψαχνίζει, ψάχνει ανάμεσα στα λόγια και τη συμπεριφορά τους για κρυφά νοήματα, συμπάσχει κι αγωνιά μαζί τους. Στις Βελουδένιες, ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει έντονα τα συναισθήματα των εμπλεκομένων, ασχέτως αν αυτά ήταν θετικά ή αρνητικά προς την εξαφανισμένη Νίκη και την οικογένειά της. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τα πολύ μικρά κεφάλαια, όπου κάθε ήρωας παίρνει τη σκυτάλη και αφηγείται ένα μέρος της ιστορίας μέσα από τα δικά του μάτια, δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα όχι μόνο να «βρίσκεται» ταυτόχρονα σε αρκετά μέρη, αλλά και να καταδύεται στο μυαλό του εκάστοτε ήρωα, να ανακαλύπτει από πρώτο χέρι τον ψυχισμό του και να γίνεται ακούσιος μάρτυρας των σκέψεων και των πράξεών του. Προσωπικά, θεωρώ τη μητέρα των κοριτσιών ως την πιο τραγική φιγούρα του βιβλίου, με διαφορά και για διάφορους λόγους.
Από την άλλη, η ιστορία σίγουρα δεν αποφεύγει τη χρήση ορισμένων κλισέ. Μια υπόθεση που έχουμε ξαναδεί άπειρες φορές, τυπικές συμπεριφορές που θα ανέμενε κανείς από τους ήρωες, ένας προβλέψιμος -για πολλούς- ένοχος και ένα αναμενόμενο -για πολλούς, και πάλι- τέλος. Όμως, όπως συνηθίζω να λέω πάντα, σημασία δεν έχει να γράψεις απαραιτήτως κάτι που δεν έχει ξαναειπωθεί ποτέ. Με τόσα εκατομμύρια βιβλία εκεί έξω, κάτι τέτοιο είναι αρκούντως δύσκολο. Για μένα, το σημαντικό είναι να έχεις μια βάση που ναι μεν έχει υπάρξει ξανά και να χτίσεις εκεί κάτι που κάπως, με κάποιον τρόπο, θα καταφέρει να ξεχωρίσει και να αφήσει το δικό του στίγμα. Το πώς θα διαχειριστείς την εξέλιξη της ιστορίας. Το αν θα καταφέρεις να κρατήσεις το ενδιαφέρον τον αναγνώστη μέχρι το τέλος, έτσι ώστε, ακόμα κι αν κατά βάθος μέσα του ξέρει τι έχει συμβεί, να αγωνιά να μάθει αν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις του. Τότε ναι, το βιβλίο έχει εκπληρώσει τον σκοπό του. Και οι Βελουδένιες του Μιχάλη Χορευτάκη, κατά την άποψή μου, είναι ένα τέτοιο βιβλίο.
0 Σχόλια