Οι εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ και τοβιβλίο.net προτείνουν βιβλία για να διαβάσετε τον Ιούλιο!
1944 Ρώμη. Οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής μαζεύουν από την ιταλική πρωτεύουσα και φορτώνουν στα φορτηγά τους τελευταίους Εβραίους. Ανάμεσά τους είναι και η οικογένεια Λέβι. Η μάνα στον πανικό της πετάει σχεδόν τον εφτάχρονο γιο της Ντανιέλε στην αγκαλιά μιας άγνωστης κοπέλας, που παρακολουθεί έντρομη τη σκηνή. Η Κιάρα Ραβέλο θα σώσει το παιδί. Θα το αγαπήσει. Θα το μεγαλώσει. Και θα το χάσει.
Η Κιάρα είναι η μία από τις δυο αφηγήτριες της ιστορίας. Η δεύτερη, η Μαρία, θα πάρει το νήμα στα χέρια της τριάντα χρόνια αργότερα και θα το ξετυλίξει ταξιδεύοντας από την Ουαλία στη Ρώμη της δεκαετίας του ’70.
Η ιστορία της Κιάρα και του Ντανιέλε, που ξετυλίγεται στο θέατρο του Πολέμου, ξεπερνάει τη βία, τον τρόμο και τον πόνο που σφράγισαν εκείνη την περίοδο και κοιτάζει με θάρρος, μεγαλοψυχία και ειλικρίνεια τις πιο προσωπικές, τις πιο αληθινές και δύσκολες στιγμές των κύριων χαρακτήρων της.
Η Μπέιλι κατορθώνει στο Ένα πρωί, νωρίς κάτι σπάνιο, να αφηγηθεί την ιστορία απλά χωρίς ωστόσο να θυσιάσει τίποτα από το βάθος και την ομορφιά της.
«Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή μας, που ό,τι κι αν μας έχει συμβεί, ό,τι κι αν έχουμε πάθει ή υποφέρει, πρέπει να τα χώσουμε όλα στον σάκο, να τον σηκώσουμε και να τον κουβαλήσουμε στην πλάτη μας. Να συνεχίσουμε τον δρόμο μας».
–
Το βιβλίο ξεκινά με ένα σεισμό, ιδωμένο μέσα από τα μάτια ενός ανώνυμου εννιάχρονου αγοριού που ζει σε ένα μεσοαστικό συγκρότημα κατοικιών στο Maipu, της Χιλής. Στο δεύτερο μέρος, πρωταγωνιστής είναι ο συγγραφέας του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος. Ο πατέρας του είναι ένας λιγομίλητος άνθρωπος, ο οποίος ενώ ισχυρίζεται ότι δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, σιωπηλά συντάσσεται με το καθεστώς Πινοσέτ.
Η αφήγηση εναλλάσσεται ανάμεσα στον συγγραφέα και τον πρωταγωνιστή, το παρελθόν και το παρόν, προβάλλοντας με μελαγχολία και οργή την ιστορία ενός έθνους, και μιας γενιάς -που όπως λέει ο συγγραφέας έμαθε να διαβάζει και να γράφει ενόσω οι γονείς τους έγιναν συνεργοί ή θύματα της Δικτατορίας.
Πρόκειται για το πιο προσωπικό μυθιστόρημα του Alejandro Zambra (συγγραφέα του «Μπονσάι»), που είναι ίσως ο σημαντικότερος Χιλιανός συγγραφέας μετά τον Roberto Bolaño.
«…Μια φορά, χάθηκα. Θα ’μουν έξι ή επτά χρονών. Είχα αφαιρεθεί και, ξαφνικά, δεν έβλεπα πια τους γονείς μου. Φοβήθηκα, αλλά βρήκα αμέσως το δρόμο κι έφτασα πρώτος στο σπίτι – εκείνοι μ’ έψαχναν συνέχεια, απεγνωσμένα, αλλά εγώ νόμισα ότι είχαν χαθεί· ότι εγώ ήξερα να γυρίζω σπίτι κι εκείνοι όχι. «Ήρθες από άλλο δρόμο» είπε η μητέρα μου αργότερα, με τα μάτια της ακόμα κλαμμένα. «Εσείς ήρθατε από άλλο δρόμο» σκέφτηκα, αλλά δεν το είπα…» γράφει ο Zambra στο βιβλίο και ο μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης σημειώνει:
Το είπε, αργότερα, ο Αlejandro Zambra, γράφοντας αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα αναπόλησης της παιδικής ηλικίας, της χαμένης αθωότητας και των ενοχών για την απώλεια της αθωότητας. Η έννοια της απώλειας κυριαρχεί στην αφήγηση, την αφήγηση της περιπέτειας μιας αέναης, νοερής επιστροφής, όπου τα ψίχουλα του Κοντορεβυθούλη έχουν φαγωθεί προ πολλού…
–
Μια χιονισμένη νύχτα, ο Άρθουρ Λιάντερ, διάσημος ηθοποιός του Χόλιγουντ, παθαίνει καρδιακή προσβολή πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιας παράστασης του Βασιλιά Ληρ. Ο Τζιβαν Σόντρι, ένας νεαρός παπαράτσι που σπουδάζει νοσηλευτική, βρίσκεται στο κοινό και σπεύδει να βοηθήσει, υπό το βλέμμα μιας οχτάχρονης ηθοποιού, της Κίρστεν Ρεϊμόντ. Όμως παρά τις προσπάθειές του, ο Άρθουρ καταλήγει νεκρός. Καθώς ο Τζίβαν γυρίζει σπίτι διασχίζοντας το χιονισμένο Τορόντο, πληροφορείται ότι έχει ξεσπάσει μια θανατηφόρα γρίπη που εξαπλώνεται ραγδαία. Αποφασίζει να οχυρωθεί στο διαμέρισμα του αδερφού του, σε ένα ουρανοξύστη, απ’ όπου παρατηρεί τον κόσμο, όπως τον ήξερε, να καταρρέει.
Είκοσι χρόνια αργότερα, η Κίρστεν είναι ηθοποιός στην Περιπλανώμενη Συμφωνία, μια ομάδα ηθοποιών και μουσικών που ταξιδεύει στους οικισμούς του αλλαγμένου πια κόσμου, ανεβάζοντας Σαίξπηρ και παίζοντας μουσική. Η ζωή τους είναι ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης, καθώς οι αναμνήσεις τους μπλέκονται επώδυνα με τη νέα τους πραγματικότητα, ενώ το κακό μπορεί να καραδοκεί παντού.
«[…]Πήγαμε κάποτε σε ένα μέρος όπου τα παιδιά δεν ήξεραν ότι ο κόσμος ήταν κάποτε διαφορετικός, αν και θα περίμενες ότι θα το καταλάβαιναν από τα σκουριασμένα αυτοκίνητα και τα τηλεφωνικά σύρματα.[…]»
«Η επιβίωση δεν είναι αρκετή».
–
Ένας πενηντάχρονος πατέρας , ο Μπρένο Αλτσχάιμερ, παρατηρεί, προβληματίζεται και σχολιάζει με κωμικό τρόπο την απάθεια τού δεκαοκτάχρονου γιου του και εν γένει των σημερινών νέων, χωρίς ωστόσο να γίνεται επικριτικός ή δογματικός.
Όταν οι άλλοι είναι ξύπνιοι, εκείνοι κοιμούνται, κι όταν οι άλλοι δουλεύουν, εκείνοι ζουν και αναπνέουν μέσα από το κινητό ή το τάμπλετ. Είναι οι αραχτοί, οι έφηβοι του σήμερα, αυτή η «φυλή» που αντικρίζει τον κόσμο οριζοντιωμένη. Ο Michele Serra καταδύεται στον μυστηριώδη, άγνωστο κόσμο των νέων με αφορμή τη φαινομενικά αδρανή στάση ζωής του δεκαοκτάχρονου γιου του, και με τον διεισδυτικό, δυναμικό του λόγο σκιαγραφεί μοναδικά το πορτρέτο μιας ολόκληρης γενιάς.
Ένα κωμικό μυθιστόρημα, μια ιστορία οργής, αγάπης και μελαγχολίας, ένα βιβλίο τρυφερό, βαθύτατα λυρικό και νοσταλγικό, μα και ένας ειλικρινής φόρος τιμής σε μια γενιά που ακόμη κι από αυτή την οριζόντια θέση κατορθώνει και βλέπει τη ζωή μέσα από το δικό της βλέμμα, έτσι όπως οι άλλοι, οι «όρθιοι», έχουν πάψει να βλέπουν εδώ και καιρό ή ίσως και να μην έχουν δει ποτέ.
Πολλοί γονείς θα ταυτιστούν με τις σκέψεις και τη στάση του συγγραφέα, θα προβληματιστούν αλλά στο τέλος είναι βέβαιο πως θα αντλήσουν αισιοδοξία από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Με την ίδια ευκολία που διαβάζεται από τους γονείς, μπορεί να διαβαστεί και από εφήβους, οι οποίοι θα μπουν στο μυαλό των γονιών τους.
–
Ο Luis Harss στο βιβλίο του Los Nuestros (Οι δικοί μας), όπου παρουσιάζει τη γέννηση του κινήματος του γνωστού ως το Λατινοαμερικανικό Μπουμ, περιγράφει τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ως «έναν άνθρωπο που μπορεί να ναυαγήσει χωρίς να πνιγεί».
Αυτό το βιβλίο θέλει να φέρει τον αναγνώστη πιο κοντά στη ζωή και το έργο του Γκαρσία Μάρκες με τη μορφή ενός μυθιστορήματος με εικόνες και να παρακολουθήσει την εποποιία που μετέτρεψε τον νεαρό από την Αρακατάκα σε μύθο της λογοτεχνίας.
–
Επί τριάντα εννιά χρόνια ο Μπαρθόλομιου Νηλ έχει ζήσει προστατευμένος από τη μητέρα του. Όταν εκείνη πεθαίνει, ο Μπαρθόλομιου καλείται να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Πώς όμως ένας άντρας που όλη του η πορεία έχει καθοριστεί από τη μητέρα του, την Εκκλησία και τις επισκέψεις του στη βιβλιοθήκη θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια του;
Προσπαθώντας να αντλήσει κουράγιο και αυτοεκτίμηση, ο Μπαρθόλομιου αρχίζει να παίζει ένα παιχνίδι με τον εαυτό του προσποιούμενος ότι είναι ο Ρίτσαρντ Γκιρ, ο σταρ τον οποίο λάτρευε η μητέρα του, και να μοιράζεται αυτή την εμπειρία με τον ηθοποιό μέσω μιας μονόπλευρης αλληλογραφίας μαζί του, με τις επιστολές του να εξελίσσονται σε ημερολόγιο αποκαλυπτικό της συγκινητικής προσπάθειας ενός ανθρώπου να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο.
Ένας έκπτωτος αλκοολικός ιερέας, μια νεαρή βιβλιοθηκάριος και ο αθυρόστομος αδερφός της θα συνθέσουν μια ασυνήθιστη παρέα που θα βοηθήσει τον Μπαρθόλομιου στο ταξίδι της πραγματικής ενηλικίωσής του.
0 Σχόλια