Στα δεκαεφτά της διεγνώσθη με σχιζοφρένεια. Οι γιατροί είπαν ότι ήταν θέμα κληρονομικότητας και ρυθμού ζωής. Είχε αρχίσει να παρουσιάζει συμπτώματα ένα χρόνο πριν λόγω των αμφιθυμιών της, η κατάσταση όμως χειροτέρεψε αργότερα με την αυτοαναδίπλωση της σε ένα φανταστικό εσωτερικό κόσμο. «Οι λέξεις… οι λέξεις» ψέλλιζε και σιχτίριζε συνεχώς.
Αν δε τη γνώριζες, αν δεν της μιλούσες, σου φαινόταν κανονική, υπερβολικά κανονική θα έλεγα. Τίποτα το σημαντικό ή το διαφορετικό μήτε στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, μήτε στο ντύσιμο της – dépassé σχεδόν- μήτε στο περπάτημα της. Όλα συνηγορούσαν υπέρ της κανονικότητας της. Και άμα της μιλούσες, οι πρώτες δυο – τρεις κουβέντες που θα αντάλλαζες μαζί της και αυτές κανονικές, τυπικές. Μα σαν γινόταν και πιανόσουν μαζί της σε κάνα θέμα, «Ωιμέ!» αίφνης και το παραλήρημα, και άντε να γλιτώσεις μετά.
Έτσι την πάτησα κι εγώ. Μίλησα μαζί της τυπικά στην αρχή και μετά πιαστήκαμε για το Κυπριακό – μπορεί να ’ταν και το Ερωτικό δεν θυμούμαι καλά-. Αυτό ήταν, δεν μπορούσα να ξεφύγω μετά. Δυο ώρες και πέντε λεπτά την περίμενα να τελειώσει. Κι αν δεν άρχιζε να βρέχει δε θα σταματούσε, στο σταυρό που σου κάνω!
Από τότε κάθε φορά που τη βλέπω στο δρόμο –και τη βλέπω συχνά- την αποφεύγω. Άλλες φορές αλλάζω πεζοδρόμιο, άλλες φορές κάνω πως τάχα μιλώ στο τηλέφωνο ή ότι ψαχουλεύω τη τσάντα μου. Έτσι την αποφεύγω μήνες τώρα. Αλλά χθες δεν μπόρεσα.
Δε μπόρεσα παρόλο που και άλλαξα πεζοδρόμιο και έκανα πως μιλούσα στο τηλέφωνο με το θείο μου τον Τάκη από την Αμερική –είπαν πως θα ’ρθουν το Σεπτέμβρη Ελλάδα- και παρόλο που ψαχούλευα τη τσάντα μου επί 3 λεπτά, συνεχόμενα. Περίμενε εκεί, στην γωνία που σχηματίζει ο δρόμος απέναντι από το πάρκο της γειτονιάς. Την έβλεπα με την άκρη του ματιού μου, στεκόταν εκεί και περίμενε∙ για την ακρίβεια εμένα περίμενε. Έτρωγε μηχανικά τα νύχια της, ότι είχε απομείνει τουλάχιστον και με περίμενε να διαβώ από το σημείο και να τη χαιρετήσω.
Αφού είδα και απόειδα, μάζεψα όση υπομονή είχα -1/4 περίπου- και κατευθύνθηκα προς το μέρος της δήθεν ξαφνιασμένη που την έβλεπα. Από μέσα μου; Έβριζα την ώρα και τη στιγμή που την πέτυχα στο διάβα μου. Την κοίταξα και μ ’ένα χαμόγελο επιτηδευμένο τη ρώτησα:
– «Καλώς την-α! Πως και από ’δω; Τι κάνεις;»
Εκείνη αντί να ανταποδώσει το χαμόγελο, ξίνισε, κατέβασε τα μούτρα της και μου είπε αυστηρά:
– «Τι καλώς την-α; Τι νομίζεις, δεν έχω καταλάβει τι κάνεις μήνες τώρα; Τυφλή είμαι; Δεν βλέπω;» Σιώπησε λίγο και ύστερα συνέχισε με ήρεμο τόνο «Και συ μ’ αποφεύγεις όπως και η μάνα μου ε; Νομίζεις κι εσύ πως είμαι τρελή; Μη μου τ’ αρνηθείς! Το βλέπω στα μάτια σου: το ένα γράφει είσαι και τ’ άλλο τρελή.»
Τι να της έλεγα τώρα εγώ; Ότι κάνει λάθος μ’ αυτά που λέει; Αφού όντως τρελή ήταν… επιστημονικά επιβεβαιωμένο εδώ και 4 χρόνια. Άσε που δεν ήθελα να δώσω και έκταση… ήθελα να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αφού δεν μπόρεσα να την από-φύγω, τουλάχιστον να φύγω.
– «Δεν νομίζω πως η μάνα σου σ’ αποφεύγει. Την πέτυχα τις προάλλες στο μπακάλη∙ μου ’πε πως είναι όλα καλά στην οικογένεια. Και πως εσύ τα πας καλύτερα με τις λέξεις.»
– «Ω ναι, καλά να ’σαι!» απήντησε και κούνησε κοφτά το χέρι της στον αέρα. «Δεν μπορώ να καταλάβω το πρόβλημα της μάνας μου με τις λέξεις. Λες και την ενοχλούν κάνει. Μυγιάγγιχτη∙ μη λέμε πάλι τα ίδια.»
Το ’βλεπα. Δε γλίτωνα. Θ’ άρχιζε πάλι. Τι ήθελα και ανέφερα τις λέξεις; Σάμπως δεν ήξερα ότι αυτές ήταν το πρόβλημα; Αποφάσισα ν’ αλλάξω γρήγορα θέμα, να ξεχαστεί:
– «Από πού έρχεσαι; Βλέπω κρατάς σακούλες.»
– «Ναι. Έχουμε τη μηνιαία συγκέντρωση μας σήμερα και πρέπει να συγυρίσω το χώρο, να ετοιμάσω και τίποτα» είπε και ανασήκωσε τις σακούλες με τα χέρια της.
– «Μηνιαία συγκέντρωση;» ρώτησα εγώ, τάχα απορημένη. «Ποια μηνιαία συγκέντρωση;»
– «Η μηνιαία συγκέντρωση με τις λέξεις» απήντησε αυτή και με κοίταξε υποτιμητικά, σα να χα ξεχάσει πως δυο και δυο μας κάνουν τέσσερα. «Κάθε μήνα, μαζευόμαστε και κάνουμε απολογισμό∙ ξέρεις τώρα: ποια χιλιοειπώθηκε, ποια παραμερίστηκε, ποια αποδιοργανώθηκε, ποια ενώθηκε με κάποια άλλη, ποια παντρεύτηκε, ποια χώρισε…»
Έμεινα εκεί να τη κοιτάω σαστισμένη. Δεν ήξερα αν έπρεπε να αρχίσω να γελάω δυνατά ή να δείξω ενδιαφέρον για τις ασυναρτησίες που έλεγε. Αποφάσισα εν τέλει να σιωπήσω και περιορίστηκα σ’ ένα νεύμα, για να συνεχίσει.
– «Ναι, λοιπόν, σήμερα έχουμε τη μηνιαία συγκέντρωση. Ανυπομονώ να συζητήσω με τις λέξεις. Θα έρθουν, βέβαια, και μερικές που δε συμπαθώ αλλά δεν πειράζει∙ εγώ και «το Ταλάντευμα» θα χαχανίζουμε κρυφά πίσω από την πλάτη τους.
Μάλιστα, μερικές έρχονται από πολύ μακριά, χιλιόμετρα μακριά. Αυτές σκέφτομαι να τις φιλοξενήσω. Μπορεί, βέβαια, το κρεβάτι μου να ναι μονό, αλλά πώς να γίνει για; Θα κουλουριαστώ στην άκρη για να χωρέσουν. Δε μπορώ να τις αφήσω μόνες, νυχτιάτικα μες το κρύο. Δε μου πάει η καρδιά. Θα στριμωχτούμε, δεν πειράζει.»
Δεν μπορούσα πια να πω τί-πο-τα. Είχα μείνει αποσβολωμένη. Δεν ήξερα τι να πρωτοσχολιάσω. Κι εκείνη, να τα λέει όλα αυτά με τέτοια σοβαρότητα σαν να είχε αναλάβει κάποια ιεροτελεστία στην Αρχαία Αίγυπτο. Την κοιτούσα βαθιά μέσα στα μάτια∙ κι εκείνη το ίδιο. Κοιταζόμασταν και οι δυο μέσα στα μάτια, κοιταζόμασταν μέσα από τα μάτια και καμιά δε μιλούσε.
– «Σου φαίνονται περίεργα όλα αυτά, το ξέρω» είπε σιγανά. «Δεν καταλαβαίνεις όμως. Όχι επειδή δεν μπορείς αλλά επειδή δε θέλεις. Νομίζεις πως όλα αυτά είναι ασυναρτησίες μιας τρελής, αγνοείς όμως κάτι: τη σημασία του λόγου, τη σημασία των λέξεων.
Χωρίς αυτές, τίποτε δε θα υπήρχε. Τ’ ακούς; ΤΙ – ΠΟ – ΤΑ.
Χάρη σ’ αυτές επικοινωνούμε, δημιουργούμε. Χάρη σ’ αυτές ανταλλάζουμε ιδέες. Χωρίς αυτές, δε θα μπορούσαμε μήτε να γεννηθούμε, μήτε να σπουδάσουμε, μήτε να εργαστούμε, μήτε να παντρευτούμε, μήτε να κάνουμε παιδιά, μήτε να πεθάνουμε! Όλα απ’ αυτές ξεκινάνε και όλα σ’ αυτές καταλήγουνε. Είναι το πιο μεγάλο και ακριβό δώρο του Θεού.
Κι είναι τόσες πολλές… Για την ακρίβεια άπειρες! Μπορείς για το ίδιο θέμα να εκφραστείς με πέντε ή και έξι ακόμα διαφορετικές λέξεις. Να κοιτάξεις πάνω από το κεφάλι σου τις διαθέσιμες -για το θέμα σου- λέξεις που αιωρούνται και να επιλέξεις αυτές που σ’ εκφράζουν πιο πολύ τη συγκεκριμένη εκείνη ώρα, στο συγκεκριμένο εκείνο μέρος. Τι ευχέρεια Θεέ μου!
Πόσα ουσιαστικά, ρήματα, επίθετα, αντωνυμίες; Πόσα επιρρήματα, πόσοι σύνδεσμοι, πόσα σύνθετα, συνώνυμα και αντίθετα; Όλα τιθέμενα στα πόδια σου, έτοιμα να υπηρετήσουν το στόμα σου, αρκεί να τα επιλέξεις. Και τι βαθιά νοήματα, τι ωραίες εικόνες, τι υψηλές συζητήσεις, τι όμορφα, φτιαγμένα από φθόγγους επιτεύγματα δημιουργούν οι άνθρωποι όταν ξέρουν πώς να χρησιμοποιούν σωστά τις λέξεις.
Κι αν κοιτάξεις προσεχτικά γύρω σου και επεξεργαστείς τον κάθε συνάνθρωπο σου, θα δεις λέξεις να σχηματίζουν κυκλικά γύρω από το σώμα του ένα φωτοστέφανο. Διάφορες λέξεις: Λέξεις μεγάλες και μικρές, λέξεις που προκαλούν χαρά, που προκαλούν πόνο, λέξεις που είναι αδιάφορες κι άλλες που γεννήθηκαν μόνο για να προκαλούν. Κι είναι εκεί, δεμένες άρρηκτα με τον κάθε άνθρωπο για να τον προσδιορίζουν. Γιατί εν τέλει όλοι για να προσδιοριζόμαστε χρειαζόμαστε τις λέξεις.
Κατάλαβες τώρα γιατί έχω αδυναμία στις λέξεις; Δεν μπορώ παρά να είμαι ευγνώμων απέναντι τους. Όχι, βέβαια σ’ όλες. Αλλά στις «Ταλάντευμα», «Κάθαρση», «Ευδαιμονία», «Ύδωρ», «Υπερένταση» και «Τελειότητα» είμαι και σε μεγάλο βαθμό μάλιστα» είπε, απαριθμώντας τις με τα δάχτυλα της. «Μακάριοι οι γνωρίζοντες την τέχνην του λόγου.»
– «Και για τη σιωπή, ποια είναι η γνώμη σου;» τη ρώτησα εγώ, που το μόνο που έκανα εδώ και πέντε λεπτά ήταν να σωπαίνω.
– «Η σιωπή…» απεκρίθη εκείνη σιγανά. «Η σιωπή είναι σιωπή» είπε επιτακτικά. «Η σιωπή είναι ένα στάδιο πάνω από το λόγο. Γιατί ξέχασα να σου πω πως όσο οι λέξεις αιωρούνται απλά από πάνω σου ανενόχλητες, είναι ασφαλείς. Όταν όμως τις επιλέξεις, σηκώνοντας το ένα σου χέρι πάνω από το κεφάλι σου, αρπάζοντας τες και κλείνοντας τες μέσα σ’ αυτό, πώς να σου το εξηγήσω, πιέζονται κάπως. Δε χωράν κι εύκολα σε μια κλειστή παλάμη. Ιδρώνουν μέσα σ’ αυτή και διαλύονται. Βέβαια, αυτό είναι το χρέος τους, οπότε μη στενοχωριέσαι. Απλά, όσο μπορείς, φρόντιζε να μην τις ενοχλείς άσκοπα. Φρόντιζε να τις αποχωρίζεις από την ανάλαφρη αιώρηση τους, όταν είναι απαραίτητο. Και φρόντιζε να αποχωρίζεις εκείνες που πρέπει, όχι τις παρεμφερείς. Είναι σπατάλη. Ειδάλλως, επέλεγε τη σιωπή.»
Προσπαθούσα να καταλάβω τα όσα μου είπε γιατί ένιωθα πως είχαν κάποιο νόημα, αλλά το κεφάλι μου πραγματικά είχε γίνει σαν αναβράζον καζάνι. Τα βλέφαρα μου είχαν κουραστεί. Είχε αρχίσει και να ψιλόβρέχει. Ετοιμαζόμουν να της πω πως φεύγω γιατί η ώρα είχε πια περάσει, αλλά με πρόλαβε πρώτη:
– «Α να!» φώναξε και μου έδειξε με το δάχτυλο της το σημείο πίσω μου. «Ήρθαν η «Επιτυχία» και η «Αποτυχία»∙ πάντα μαζί έρχονται» είπε χαχανίζοντας. «Μισούν η μία την άλλη, αλλά χώρια δε μπορούν. Να δεις που πάλι θα μαλώσουν σήμερα και απ’ εκεί που θα κάθονται δίπλα – δίπλα, θα χωριστούν η πρώτη στη μία μεριά του δωματίου μου και η δεύτερη στην άλλη. Πάλι ο «Έρωτας» θα κλέψει την παράσταση με τις νυχτωμένες ιστορίες του και η «Λογική» θα τσαντιστεί λέγοντας πως όλα είναι αερολογίες.
Φεύγω! Χάρηκα που σε είδα! Θα σου έλεγα να ’ρθεις και εσύ κάτω από την ομπρέλα μου, αλλά δε χωράμε και οι τέσσερις: εγώ, εσύ, η «Επιτυχία» και η «Αποτυχία». Άσε που και η κατεύθυνση μας είναι διαφορετική: η δική σου κατηφορική και η δική μας ανοδική. Συγγνώμη.»
Αυτά μου είπε, ακριβώς. Ίσως με ελάχιστες, ασήμαντες παραλλαγές. Δεν πρόλαβα να τη χαιρετήσω. Έτρεξε να μαζέψει τις φίλες της για να μη βρέχονται. Εγώ, όντως, πήρα το κατηφορικό δρομάκι για το σπίτι μου. Στο δρόμο, ένα χέρι με σκούντηξε στον ώμο. Γύρισα και την είδα για πρώτη φορά, να στέκεται πίσω μου βρεγμένη. Μου αυτοσυστήθηκε ως «Περιέργεια» και με ρώτησε αν ξέρω καμιά «Γνώση» που να μένει εδώ κοντά!
γράφει η Μαρία Κορομηλά
Μαρία Κορομηλά, πίστεψέ με (συγγνώμη για την οικειότητα) πως ζήλεψα πολύ για την τόσο πρωτότυπη ιδέα με την οποία έχτισες το θαυμάσιο σου διήγημα. Από την αρχή μέχρι την οριστική τελεία δεν σταμάτησα να θαυμάζω την λογική που είχε η διαγνωσμένη με σχιζοφρένεια, ηρωίδα του διηγήματος που οργάνωνε την μηνιαία συγκέντρωση με τις λέξεις.
Και τι να πω για το τέλος! ΕΞΑΙΣΙΟ ! (προσθέτω μια λέξη για το μίτινγκ!)
Σας ευχαριστω πολυ για τα καλα σας λόγια! Σκοπός μου ηταν να συνθέσω εναν Ύμνο στο Λογο, ξεπερνώντας τα φαινόμενα όπως τα ξέρουμε. Χαίρομαι ιδιαίτερα που το βρήκατε ενδιαφέρον.
Δεν βρίσκω λόγια!!!
– «Η σιωπή…» απεκρίθη εκείνη σιγανά. «Η σιωπή είναι σιωπή» είπε επιτακτικά. «Η σιωπή είναι ένα στάδιο πάνω από το λόγο. Γιατί ξέχασα να σου πω πως όσο οι λέξεις αιωρούνται απλά από πάνω σου ανενόχλητες, είναι ασφαλείς. Όταν όμως τις επιλέξεις, σηκώνοντας το ένα σου χέρι πάνω από το κεφάλι σου, αρπάζοντας τες και κλείνοντας τες μέσα σ’ αυτό, πώς να σου το εξηγήσω, πιέζονται κάπως. Δε χωράν κι εύκολα σε μια κλειστή παλάμη. Ιδρώνουν μέσα σ’ αυτή και διαλύονται. Βέβαια, αυτό είναι το χρέος τους, οπότε μη στενοχωριέσαι. Απλά, όσο μπορείς, φρόντιζε να μην τις ενοχλείς άσκοπα. Φρόντιζε να τις αποχωρίζεις από την ανάλαφρη αιώρηση τους, όταν είναι απαραίτητο. Και φρόντιζε να αποχωρίζεις εκείνες που πρέπει, όχι τις παρεμφερείς. Είναι σπατάλη. Ειδάλλως, επέλεγε τη σιωπή.»
Σας ευχαριστώ πολυ!
“…τη σημασία των λέξεων…///…Όλα απ’ αυτές ξεκινάνε και όλα σ’ αυτές καταλήγουνε. Είναι το πιο μεγάλο και ακριβό δώρο του Θεού.”
Σαν λάτρις του Λόγου και ταπεινή θεραπαινίδα των Λέξεων δεν θα μπορούσα να μην εντυπωσιαστώ και να μη συμφωνήσω απόλυτα, φίλη μου Μαρία Κορομηλά!
Τα συγχαρητήριά μου για το εξαιρετικό σου κείμενο και τηνν ιδιαίτερα πρωτότυπη έμπνευση και προσέγγιση!
Σας ευχαριστώ πολύ κα. Αποστολοπούλου – Αναστασίου! Όπως προανέφερα σκοπός μου ήταν ακριβώς να υμνήσω το Λόγο!