(Εμφανίζεται στην σκηνή η γιαγιά Αφρούλα,κουρασμένη, κουτσαίνοντας και πλέκοντας)
Ωχ Παναγιά μου... Όχιιι, που θα έλειπα εγώ από δω. Εγώ είμαι η γιαγιά Αφρούλα. Είμαι εδώ, για να παρακολουθήσω τον εγγονό μου, τον Γιαννάκη.
Όπως καταλάβατε, είμαι πάντα δίπλα του, χωρίς να γίνομαι αντιληπτή. Όπως ο φύλακας άγγελος. Ποιο πουλάκι καλέ και χαζομάρες. Κανένας δε μου τα λέει. Μεγάλη γυναίκα τώρα να τρέχω, πίσω απ΄ τον μαντράχαλο, τον εγγονό μου; Τι να κάνω; Πείτε μου. Ας ήταν δικό σας εγγόνι και θα σας έλεγα εγώ. Είχατε να τρέχατεεε... Ολημερίς, χιλιόμετρα θα κόβατε. Αφήστε που έχω και το πόδι μου. Ωχ Παναγιά μου... βοήθαμε.
Ο Γιαννάκης μου έρχεται εδώ για επίσκεψη μια φορά τον χρόνο. Αυτή η μία φορά είναι ικανή να φέρει τα πάνω κάτω. Η συμπεθέρα μου είναι διαόλου κάλτσα. Την ξέρετε; Αααχααα... μάλιστααα... ώστε ήταν εδώ, ε; Τί του ετοιμάζει πάλι, ένας Θεός ξέρει.
Είναι άβγαλτο και ζαβό το έρμο... πάει... πάει... θα μου τον χαλάσουν αυτές εδώ. Ποιος να ξέρει τι θα του ξεφουρνίσουν. Κάθε χρόνο τον προξενεύουν όπου βρουν. Πέρσι ωχ Παναγιά μου το θυμάμαι και κοντεύει να μου έρθει κόλπος του ένα προξενιό, τι να σας λέω; Του προξένεψαν την Αντιγόνη, την κόρη του εισαγωγέα αυτοκινήτων, να εδώ, λίγο πιο κάτω. Πλούσια, δε λέω, αλλά δε βλεπόταν. Από τα είκοσί της την προξενεύουν, έφτασε τα τριάντα δυο, αλλά κανένας δεν την παίρνει. Και βγήκε αυτή η συμπεθέρα μου, που όλα τα ξέρει και βάλθηκε να τη φορτώσει στον εγγονό μου. Αμ δεεε... Ο εισαγωγέας την έβαλε μέχρι και στη βιτρίνα με τ΄ αυτοκίνητα μπας και την ξεφορτωθεί, αλλά τίποτα. Όλη η μάντρα άδειασε κι αυτή; Εκεί. Απούλητη. Γι΄αυτό ήρθα εδώ, μπας και προλάβω κανένα νέο κακό.
Μπορεί ο Γιαννάκης μου να είναι λίγο ιδιόρυθμος, αλλά δεν τον έχω και για πέταμα. Μετράει κι αυτός... έχει το κατιτίς του.
Αυτές εδώ, τον άντρα τον έχουν για δώσιμο. Τον θεωρούν εμπόρευμα και μάλιστα,αναλώσιμο. Δεν είναι τυχαίο που καμιά τους δεν σταύρωσε άντρα. Εμένα μου τον πήρε ο Θεός, σχετικά νωρίς. (κάνει τον σταυρό της). Θεός σχωρέστον. Από τροχαίο τον έχασα. Ήταν η κακιά η ώρα. Εγώ στη θέση του δεν έβαλα γαρδένια, παρά μόνο μιά κορνίζα με την φωτογραφία του. Τιμώ τη μνήμη του με το παραπάνω. Του κάνω ένα κόλλυβο να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Βάζω ολόκληρο καβουρντισμένο αμύγδαλο και τριμμένο καρύδι.
Δε λέω... Η συμπεθέρα μου είναι νοικοκυρά, αλλά και πολύ καλή μαγείρισσα. Στο μαγείρεμα δε την πιάνει κανείς (ΕΙΡΩΝΙΚΑ)
Γενικά μαγειρεύει τους πάντες και τα πάντα. Ησυχία δεν έχει. Έτσι μαγείρεψε και το γιό μου και τον χώρισε από την προκομένη τη νύφη μου, την Όλγα.
Τέσσερις είναι οι άντρες της ζωής μου. Ο άντρας μου, που μου τον πήρε ο Θεός, τον πατέρα του Γιαννάκη, που τον πήρε ο διάολος, τον γιό μου τον Παναγιώτη, που σαπίζει στη φυλακή και τον τέταρτο και τελευταίο, τον Γιαννάκη μου, που τον κρατάω με νύχια και με δόντια. Αυτόν τον έχω τακτοποιήσει και δεν το ξέρει. Μεταξύ μας... τού έχω βρει γυναίκα. Μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά. Είναι η κόρη του επιτρόπου της εκκλησίας, του Αγίου Θεράποντα. Ααα... όλα κι όλα, εκεί εκκλησιάζομαι, κάθε Κυριακή.
Μ΄εκείνον τον γιό μου, τον πατέρα του Γιαννάκη, τι θα κάνω; Κάθε τρεις και δυο, μ΄ άλλη γυναίκα γυρίζει. Είναι τελείως αναποφάσιστος. Από μικρός, έτσι ήταν. Τη μια έλεγε, πάω να παίξω κι απ΄ την άλλη, δε θα παίξω. Όλα τα παιδιά της γειτονιάς μας είχαν λαλήσει με την περίπτωσή του. Στο τέλος πια ούτε που τον ρωτούσαν αν ήθελε να παίξει. Προφανώς δε θα έπαιξε και το παιχνίδι της πρώην νύφης μου, της στρίνγκως ντε, γι΄ αυτό και του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι. Δε βαριέσαι... Ας είναι καλά. Ας του δίνει φώτιση και υγεία ο Θεός. (ΣΤΑΥΡΟΚΟΠΙΕΤΑΙ)
Την στρίνγκω έχω να την δω από τότε που μαλώσαμε, όταν γέννησε τον Γιαννάκη μας. Μωρό τώρα και να το βάζει να κοιμάται μόνο σ΄άλλο δωμάτιο; Εμείς οι παλιές αυτά δεν τα θέλουμε. Τι πράγματα είναι αυτά; Μια ψυχούλα μόνη κι έρμη; Μια ζωή τέτοια ήταν, σκληρή και σκατόψυχη. Δε βαριέσαι. Περασμένα, αλλά ξεχασμένα όχι.
Μπροστά στο χρήμα δε λογαριάζει τίποτα. Παραδόπιστη. Πίστη στο Θεό; Ούτε που τη νοιάζει. Θεός της; Το χρήμα. Θα με ρωτήσετε τώρα γιατί μεγάλωσα εγώ τον Γιαννάκη, ενώ ζούμε στην ίδια πόλη; Ωχ, Παναγιά μου, βοήθα μας.
Ακούστε λοιπόν. Όταν χώρισε με το γιό μου, η προκομένη, χώρισε και τ΄αδέρφια. Αν έχει το Θεό της, που δεν τον έχει, έριξε κορώνα γράμματα για το πιο απ΄τα δύο παιδιά της θα κρατήσει. Ο κλήρος τής χάρισε την κόρη και το γιό της, τον Γιαννάκη, τού έβγαλε κόκκινη κάρτα. Ήταν τόσο κόκκινη που πάθαινε το μάτι σου. Μια κάρτα που τον απέβαλε, δια παντός, μέσα απ΄ το αγωνιστικό οικογενειακό γήπεδο. Το φάουλ πάντως δεν ήταν του Γιαννάκη. Τον έδωσε λοιπόν σουβενίρ στον γιο μου. 'Ετσι ο Γιαννάκης έφτασε στα χέρια μου. Και μετά σου λένε ότι η πιο γλυκιά λέξη στον κόσμο είναι η ΜΑΝΑ. Σκατάαα... η πιο γλυκιά λέξη είναι το μέλι... Πιστέψτε με. (γλείφει τα χείλη της)
Μα που πήγαν όλοι τους; (ΚΟΙΤΑΕΙ, ΔΕΞΙΑ-ΑΡΙΣΤΕΡΑ)
Πρέπει να πάω για την παρακολούθηση που σας έλεγα.
_
γράφει ο Χρήστος Βαλκάνης
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Είναι υπέροχοι όλοι οι μονόλογοι σας κ, Χρήστο, άξια πήραν το βραβείο!!! Συγχαρητήρια!!!
σας ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σας….