Όταν γεννήθηκα, ήμουν τόσο άσχημη, που ούτε και η μάνα μου δεν με ήθελε. Αυτά, μου τα 'πε η γιαγιά μου η Κωστούλα, όταν πήγαινα πια στο γυμνάσιο. Είναι πολύ καλή η γιαγιά μου, αλλά ο λόγος της μπαλτάς. Όπου έπεφτε, έκοβε. Όχι ότι δεν είχε δίκιο, αλλά... δεν είχε τρόπο. Θυμάμαι, μια μέρα, την στείλαν να ειδοποιήσει τη γειτόνισσά μας, την κυρά-Κατίνα, γιατί ο άντρας της έπεσε ξαφνικά κατάχαμα στο καφενείο. Πάει ο άνθρωπος στα εβδομήντα του από καρδιά. Σαν έφτασε η γιαγιά μου στην κυρά-Κατίνα, τί της λέει, για φανταστείτε... Κατίνααα..., πέθανε ο άντρας σου καλέεε... βγες έξωωω... Το αποτέλεσμα; Έπεσε η κυρά-Κατίνα, αλλά ευτυχώς, αυτή έζησε. Έτσι λοιπόν κι εμένα μ΄ έκοψε στα δυο. Κι αναρωτιόμουνα και μονολογούσα, "είναι δυνατόν η μάνα να μην παίρνει αγκαλιά το νεογέννητο μωρό της;". Για ποιο μητρικό φίλτρο ή για ποια μητρική αγάπη κι ένστικτα μάς μιλάνε; Ψέματααα... Κι εγώ τι έφταιγα που ήρθα σ΄αυτόν τον κόσμο, με κείνη τη σκατόφατσα; Μου λέτε; Λες και πριν έρθω, μου είπαν να διαλέξω φάτσα, να την φορέσω και να σας έρθω. Τζααα... Έκπληξηηη... βρε δε με παρατάτε λέω 'γω; Άμα ξανάρθω, να σας έχω στο μυαλό μου, να διαλέξω κανένα καλύτερο μοντέλο. Με τον καιρό η μάνα μου με συνηθίζει. Ούτως ή άλλως, δεν είχε κι άλλη επιλογή. Ευτυχώς που ήταν και η γιαγιά μου. Αυτή της άλλαξε τη γνώμη, με τη γνωστή παροιμία, αυτή με την κουκουβάγια και τα μικρά της. Εγώ ήμουνα το μικρό και η μάνα μου η κουκουβάγια. Αααχχχ... πολύ το φχαριστήθηκα. Δεν έχω όμως παράπονο... στην πορεία, μ΄αγάπησε πολύ. Αλλά κι εγώ, δεν έμεινα με σταυρωμένα τα χέρια. Από μια μικρή και σιχαμερή κάμπια, μεταλλάχθηκα σε πολύχρωμη πεταλούδα. Αλλά και η ομορφιά έχει το τίμημά της. Χα, χα, χα...
Από τότε όμως που έγινα πεταλούδα, δεν είχα ησυχία. Απόχη από δω, απόχη από κει, απόχη παραπέρα. Εκατομμύρια απόχες. Ευτυχώς στάθηκα τυχερή. Άν κι έπεσα μέσα σε πολλές, κατάφερα να ξεγλιστρήσω και να ΄μαι εδώ. Εδώ, για να σας πω την ιστορία μου, τη ζωή μου.
Ο μπαμπάς; Τι με ρωτάτε τώρα; Ίσα ίσα που θυμάμαι τη φάτσα του. Ψηλός, όμορφος, λεπτός, αλλά όπως λέει κι η μαμά, στοκ εμπόρευμα. Κι εμείς το στοκ το δίνουμε όσο όσο. Έτσι λοιπόν, δώσαμε τον μπαμπά μας σε μια άλλη κυρία... Η μαμά μου είναι πολύ εκλεκτική. Όλα τα θέλει ποιότητα 3Α. Τόση ποιότητα, που χάθηκε η ουσία, αλλά και το νόημα της ζωής. Η μαμά μου έμεινε μόνη τελικά, γιατί δεν είχε λεφτά για να αγοράσει έναν καινούριο. Ευτυχώς που εκείνη την εποχή η θεία μου η Αλέκα είχε δύο άντρες. Έναν με στεφάνι κι έναν σαν σχέση. Της είπε της μαμά μου να της δώσει έναν απ΄τους δυο. Αλλά η μαμά μου γενικότερα δεν θέλει να δημιουργεί υποχρεώσεις. Προτίμησε να είμαστε οι δυο μας. Ακόμη και τώρα οι δυο μας μείναμε. Και το "μόνος" έχει την αξία του, αλλά ώρες ώρες σε πιάνει μια φρίκη. Λέτε να είχε κανέναν κρυφό; Μπααα... Άνθρωπος που μιλάει πολύ, όπως η μαμά μου, κάτι θα της είχε ξεφύγει. Όχι, όχι... Μια ζωή ήταν και είναι μόνη της. Εγώ πάλι διαφωνώ. Ποτέ δεν ήμουνα μόνη. Απ΄την μία η μαμά, σταθερή αξία κι απ΄την άλλη σχέσεις, πολλές σχέσεις. Σχολικές, φοιτητικές, γειτονίας, αισθηματικές, επαγγελματικές κι ότι άλλο βάζει ο νους σας. Όλες αυτές οι σχέσεις αναπτύχθηκαν αφότου βγήκα απ΄το κουκούλι μου. Στο νηπιαγωγείο είχα τρεις δασκάλες.Τη διευθύντρια, την κυρία Μερόπη, την κυρία Μαίρη και την κυρία Ελένη. Με την κυρία Μερόπη ποτέ δεν είχα σχέση, ενώ με τις άλλες δύο αναπτύξαμε σχέση μάνας-παιδιού. Η κυρία Μερόπη ποτέ δεν χαμογελούσε. Ήταν λες και είχε πάθει ψύξη. Κρίμα. Αυτή έχασε μια σχέση μαζί μου. Πάντα αναρωτιόμουνα μήπως χαμογελάει μόνο όταν πάει στο σπίτι της... Μήπως μας έβλεπε κάθε μέρα και θύμωνε... Μήπως την εκνεύριζε το γέλιο και οι φωνές μας... Ποιος να ξέρει άραγε; Ευτυχώς οι σπουδές μου στο νηπιαγωγείο, ήταν μικρές κι έτσι βρέθηκα στο δημοτικό. Εκεί τα πράγματα με τα μάτια μου μού φαίνονταν όλα μεγάλα, τεράστια και δύσκολα. Όμως η δασκάλα μου, η κυρία Ευτυχία, μ΄έφερε στην πραγματικότητα. Μ΄έκανε να βλέπω τα πράγματα στο κανονικό τους μέγεθος. Είχε τον τρόπο της. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο, που σου άνοιγε την καρδιά σου και μια τεράστια αγκαλιά, που χωρούσε όλον τον κόσμο. Πολύ θα ήθελα να της μοιάσω, αλλά δεν τα κατάφερα. Όλοι μου λένε ότι μοιάζω της μαμάς μου. Καλό θα είναι, αφού είναι η μαμά μου. Ευτυχώς που δεν έμοιασα του παππού μου, του Γρηγόρη. Χα, χα, χα. Θα είχα μια μουστάκα, νααα... και θα έπινα πολύ ούζο. Ευτυχώς. Κάθε μέρα μ΄έστελνε στον μπακάλη για να αγοράσω ένα μπουκάλι ούζο. Ααα... αγόραζα και καραμέλες. Τώρα όμως δεν έχω παππού και δεν τρώω καραμέλες. Έχω μια μαμά που της μοιάζω πολύ και μια γιαγιά που ζει στο διπλανό διαμέρισμα. Ακόμη μυρίζει το σπίτι της γιαγιά μου ούζο, αλλά όχι καραμέλες. Στην πέμπτη δημοτικού, όλα τα παιδάκια με κορόιδευαν, γιατί είχαν χαλάσει τα δόντια μου. Στην έκτη τάξη, όμως, σταμάτησαν μόλις ο διευθυντής ανακοίνωσε ότι θα είμαι η σημαιοφόρος στην παρέλαση. Το έκανα, αλλά ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτή η συγκεκριμένη σημαία έβγαινε έξω από το σχολείο μόνο δύο φορές τον χρόνο. Φοβόντουσαν μήπως χαθεί ή μήπως γιατί ήταν πολύ ακριβή. Ποτέ κανένας δεν μου το εξήγησε. Εγώ όμως την πήγα μία βόλτα. Έχω κι άλλες απορίες. Μήπως να μου τις λύσει η γιαγιά μου η Κωστούλα; Ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί στο σχολείο έπρεπε να φοράω μπλε ποδιά μ΄άσπρο γιακαδάκι,που είχε πλέξει τα μοτίφ η γιαγιά μου. Όταν ήμουν στην πρώτη δημοτικού, είχα ρωτήσει τη μαμά μου κι εκείνη μου είπε έτσι. Δεν το κατάλαβα, αλλά για να το λέει η μαμά και για να πλέκει η γιαγιά έτσι θα είναι. Είχα πολλά άσπρα γιακαδάκια. Όλα ήταν με μοτίφ. Αν τα έβαζα το ΄να δίπλα στ΄άλλο, θα γινόταν ίσα μ΄ένα τραπεζομάντηλο. Μια μέρα ρώτησα του μπαμπά μου, εκείνον που διώξαμε, πώς γεννιούνται τα παιδιά. Θα ΄μουνα δε θα ΄μουνα τεσσάρων. Μου είπε ότι τα φέρνει η νοσοκόμα. Καλά έκανε η μαμά μου που τον έδωσε σ΄άλλη γυναίκα. Ήταν τώρα απάντηση αυτή; Ρώτησα την μαμά μου το ίδιο πράγμα και μου είπε ο πελαργός. Γέλασα, αλλά δεν την πίστεψα και αυτήν. Ρώτησα την γιαγιά Κωστούλα και τι μου λέει: "όλα είναι θέμα χημείας, μικρή μου". Δεν το κατάλαβα, αλλά μ΄έπεισε. Άσε που η γιαγιά μου έλεγε πάντα την αλήθεια. Άρα, εμένα, μ΄έφερε η χημεία. Γιατί όμως δεν μ΄έφερε η γλώσσα ή τα μαθηματικά, σκεφτόμουν τότε. Μάλλον θα πηγαίνουν μωρά σ΄άλλες πόλεις. Τον παππού μου δεν τον ρώτησα ποτέ. Δεν ήθελα άλλη γνώμη. Όταν πήγα στο γυμνάσιο είχα πολλούς δασκάλους, που τους έλεγαν καθηγητές. Αυτό πάλι ποτέ δεν το κατάλαβα. Αφού κάναν την ίδια δουλειά, γιατί είχαν άλλο όνομα; Γιατί κάθε ώρα έπρεπε να έχω και διαφορετικό δάσκαλο-καθηγητή; Μήπως οι καθηγητές δεν ήταν τόσο έξυπνοι, όσο οι δάσκαλοι; Κανένας καθηγητής δεν έκανε όλα τα μαθήματα, όπως η κυρία Ευτυχία στο δημοτικό σχολείο. Να θυμηθώ να ρωτήσω την γιαγιά μου την Κωστούλα. Αυτή όλα τα ξέρει. Άργησα πολύ να συνηθίσω αυτό με τους καθηγητές. Κουράστηκα μέχρι να να καταλάβω ποιος ήταν καλός και ποιος όχι. Ζαλιζόμουν. Αλήθεια. Αυτή η αλλαγή με πείραξε πολύ. Αφού μια μέρα μού είπε η μαμά μου ότι ποτέ δεν πρόκειται να ξαναπάρω την σημαία, παρά μόνο το κοντάρι. Εγώ γέλασα και της είπα ότι αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ. Η σημαία πάει πάντα βόλτα με το κοντάρι. Είναι αχώριστοι φίλοι. Εκείνη απλά κούνησε το κεφάλι της. Μάλλον θα την έπιασε πάλι το αυχενικό της,είπα. Ουφφφφ... πάλι θα με βάζει να της κάνω μασάζ στον αυχένα της. Μετά όμως το σκέφτηκα λίγο πιο έξυπνα. Θα την τρίβω μόνο με χρήματα. Εκείνη συμφώνησε αμέσως. Σε μία βδομάδα έγινα πλούσια. Μάζεψα χρήματα απ ΄τη δουλειά και αγόρασα ένα δίσκο βινύλιο με τραγούδια των Μπιτλς. Χάρηκα πολύ, τόσο πολύ, που ευχόμουν να πάθει αυχενικό όλη η πολυκατοικία. Όλη η γειτονιά, εκτός από την γιαγιά μου την Κωστούλα. Εκείνη είχε πίεση. Η πίεση, μου έλεγε, δεν θέλει μασάζ, αλλά χάπια. Στο γυμνάσιο είδα έναν συμμαθητή μου στην τουαλέτα να κάνει πιπί του. Τρόμαξα γιατί ήταν... (δείχνει πόσο). Παλιά είχα δει και τον μπαμπά μου να κάνει πιπί του, αλλά δεν τρόμαξα. Καλά έκανε η μαμά μου που τον χάρισε σε άλλη γυναίκα. Χάρισμά της. Η μαμά θυμάμαι του έλεγε "σιγά το πουλί, σιγά τ΄αυγά". Εγώ πουλί είδα σε μία αφίσα μ΄έναν φαντάρο, αλλά αυγά δεν είχε. Και καλύτερα, γιατί από μικρή τ΄αυγά μ΄ανακάτευαν. Η γιαγιά μου η Κωστούλα πάντα μου έλεγε "ρούφα τ΄αυγό σου καλό μου, ν΄ανοίξει η φωνούλα σου". Πετούσα τ΄αυγό στον κάδο και τσίριζα, για να μ΄ακούσει. Εκείνη όμως δεν νευρίαζε και κάθε πρωί μού ετοίμαζε αυγό σε φλυτζάνι. Στα δεκατέσσερα μου έκανα περμανάντ για να μοιάσω της Νταϊάνα Ρος. Ο Μάικλ Τζάκσον όμως έγινε άσπρος σαν κι εμένα. Μπερδεύτηκα. Δεν ξανάκανα ποτέ μου περμανάντ. Έκανα όμως φράντζα με αφέλειες. Η μαμά μου μού είπε ότι οι αφέλειες πάνε με τον τύπο μου. Αφού το΄πε η μαμά, δίκιο θα ΄χει. Αργότερα ήθελα να γίνω σαν τη Σαμάνθα Φοξ, αλλά τα μεμέ μου ήταν πολύ μικρά. Αλλά δεν με πείραξε γιατί πήγα κι έκανα τα μαλλιά μου ξανθά. Ίδιο νούμερο βαφής με της μαμάς. Η γιαγιά Κωστούλα είπε ότι είμαστε κι οι δυο μας το ίδιο νούμερο. Η γιαγιά μου ήταν μπαλτάς, δίκιο θα είχε. Η γιαγιά μου έχει άσπρα μαλλιά. Με τι νούμερο τα βάφει δεν μου λέει. Μου φαίνεται πως φοβάται μην τα βάψουμε κι εμείς το ίδιο. Η γιαγιά μου είναι εκτός μόδας. Δεν διαβάζει περιοδικά και ούτε παρακολουθεί το τι είναι στη μόδα φέτος. Και γιατί να δει; Το άσπρο μαλλί πάει μ΄όλα τα χρώματα. Στην πρώτη λυκείου αγόρασα, με χρήματα απ΄το μασάζ, τα πρώτα μου καλλυντικά. Όταν με είδε η γιαγιά μου μακιγιαρισμένη, μου είπε ότι είμαι για τα Λαδάδικα. Δεν το κατάλαβα, αλλά δεν πειράζει. Όταν μετά από χρόνια άκουσα έναν κύριο,να τραγουδάει "στα Λαδάδικα θα ωρείς αυτό που θες", πήγα στα Λαδάδικα. Έψαξα, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Απορώ πώς η γιαγιά μου η Κωστούλα έκανε λάθος. Πρώτη φορά συνέβη αυτό. Στην πρώτη λυκείου, ο συμμαθητής μου, ο Μενέλαος με κοιτούσε κάπως περίεργα. Μου άρεσε, αλλά χοροπηδούσε το στομάχι μου. Μόλις χτυπούσε το κουδούνι για διάλειμμα έτρεχα στο κυλικείο τής κυρίας Τασίας. Μια τυρόπιτα παρακαλώ... Μόλις με κοιτούσε ο Μενέλαος, πάλι χοροπηδούσε το στομάχι μου. Έξι διαλείμματα, έξι τυρόπιτες, αλλά το στομάχι συνέχισε να χοροπηδάει. Η μαμά μου με πήγε στον γιατρό. Τυροπιτίαση διαπίστωσε αυτός. Δεν μου έκανε ένεση, ούτε μου έδωσε χάπια. Η γιαγιά μου δεν ανησύχησε καθόλου... Η μαμά μου τρόμαξε πολύ. Ο Μενέλαος ήρθε στην τουαλέτα κι έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου. Χοροπηδούσε το στομάχι μου και έτρεμαν τα πόδια μου. Εγώ όμως έτρεξα και πήγα στο σπίτι. Η μαμά μου με ξαναπήγε στον γιατρό. Ούτε ένεση, ούτε χάπι. Η γιαγιά μου η Κωστούλα είπε ότι αυτό είναι χημεία. Εγώ με την χημεία, καμία σχέση. Δεν την ήθελα, δεν την καταλάβαινα, πώς το λένε; Η γιαγιά μου όμως επέμενε ότι φταίει η χημεία. Πάλι λάθος έκανε, είπα. Η μαμά μου με πήγαινε συνέχεια στον γιατρό. Μετά από καιρό κατάλαβα τι εννοούσε η γιαγιά. Η μαμά μου δεν το εννόησε ποτέ. Από εκείνη την μέρα αγάπησα τη χημεία. Διάβαζα μόνο χημεία, παρέα με τον Μενέλαο. Αυτός ήξερε πολύ χημεία. Με πολύ χημεία, έφτασα στην τρίτη λυκείου. Η μαμά μου έλεγε ότι θα περάσω στην ιατρική και ότι θα πιάσω πολλά μόρια. Η γιαγιά μου έλεγε ότι θα πιάσω μόνο ένα μόριο, αυτό του Μενέλαου. Ο Μενέλαος έπιασε πολλά μόρια και πέρασε και πέρασε στην ιατρική. Εγώ πάλι μια μέρα που πήγαινα στη θεία μου την Ελένη πέρασα έξω από την ιατρική.
Η γιαγιά μου είπε "έχασες την ιατρική, έχασες και το μοναδικό σου μόριο". Τα λόγια της γιαγιάς τα κατάλαβα και μάλιστα πολύ καλά. Ήμουν πια πολύ μεγάλη. Ποτέ ξανά δεν διάβασα χημεία και μάλιστα με τον Μενέλαο παρέα. Η μαμά μου με ρώτησε τι θα γίνω τώρα που μεγάλωσα. Της είπα, γυναίκα. Η γιαγιά μου μού είπε σιγά την δουλειά. Η μαμά μου νευρίασε. Εγώ πάλι, όχι. Τελικά έγινα μασέρ. Μ΄έστειλαν στο Λονδίνο για φυσιοθεραπεύτρια και μάλιστα χωρίς μόρια. Εκεί,δεν είχαν μόρια. Η γιαγιά μου έλεγε "μια πολυκατοικία έφαγες στα Λονδίνα".
Γιαγιάαα... ένα είναι το Λονδίνο, της έλεγα. Η μαμά μου κρέμασε το πτυχίο μου στο σαλόνι και κάλεσε τις φίλες της για επίδειξη τάπερ. Όλες ζήλεψαν, λέει η μαμά. Η γιαγιά μου πάλι έλεγε ότι είμαστε νούμερα. Δίκιο θα είχε, δεν μπορεί. Χθες ήρθε επίσκεψη το αυχενικό και στην γιαγιά μου. Το καλοδέχτηκε, το κέρασε και το κράτησε για συντροφιά. Δούλευα σκληρά. Μασάζ στη μαμά και στη γιαγιά. Διπλά χρήματα και το πτυχίο στο σαλόνι. Έλεγε η γιαγιά "δυο αυχενικά,μια πολυκατοικία". Η φίλη μου, η Νάντια, σπούδασε πολιτικός μηχανικός. Κρέμασε το πτυχίο της στο σαλόνι της, αλλά η μαμά της δεν έκανε ποτέ επίδειξη τάπερ. Είμαι περήφανη για την μαμά μου. Μια μέρα ήρθε και ο μπαμπάς μου. Η μαμά μου τον έδιωχνε κι εκείνος έκλαιγε. Η γιαγιά μου γελούσε. Η γυναίκα του τον έδιωξε και δεν τον έδωσε σ΄άλλη κυρία, όπως του έκανε η μαμά μου. Ο μπαμπάς μου σταμάτησε να κλαίει κι έφυγε. Η μαμά μου νευρίασε πολύ και του φώναζε: "απατεώνα,θεατρίνε". Ο μπαμπάς μου δεν είχε θέατρο. Η γιαγιά Κωστούλα συνέχισε να γελάει. Είχα να διαβάσω χημεία πολλά χρόνια. Όσα είχα διαβάσει με τον Μενέλαο τα θυμόμουνα πολύ καλά. Δεν τα ξεχνούσα με τίποτα. Τον μπαμπά μου τον αγόρασε μια τρίτη γυναίκα. Η μαμά μου ούτε που ήθελε ν΄ ακούει γι΄ αυτόν. Πως το λένε βρε παιδάκι μου, δεν ήθελε ν΄ακούει για χημεία. Η δε γιαγιά μου είχε να διαβάσει χημεία τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Εγώ όμως ήθελα να ξαναδιαβάσω, την είχα πεθυμήσει. Αλλά μόνη μου; Όχι, όχι, δεν γίνεται. Η γιαγιά μου συνέχισε να πλέκει μοτίφ. Η μαμά μου έλεγε να μάθω να πλέκω μοτίφ, όπως η γιαγιά μου και να μάθω να δένω κρόσσια. Τα μόνα κρόσσια που έκανα ήταν τα νεύρα μου. Για τα μοτίφ δεν το συζητώ καν. Τα χρόνια περνούσαν και η μαμά μου με πίεζε να παντρευτώ, να κάνω παιδιά. Η γιαγιά μου κάθε μέρα ξεσκόνιζε τα ράφια στο σκρίνιο μας. Αυτό είναι το δικό σου και το πιο κάτω του αδερφού σου. Ααα, ξέχασα να σας πω, πως έχω κι έναν αδερφό, τον Γιαννάκη. Καλό παιδί, αλλά μοιάζει του μπαμπά μου. Η μαμά μου ψάχνει να του βρει γυναίκα, να τον πουλήσει. Η μαμά μου είναι πολύ καλή πωλήτρια. Δουλεύει σε κατάστημα εσωρούχων, εκεί στο κέντρο. Άρα της είναι εύκολο. Η γιαγιά όμως συνεχίζει να ξεσκονίζει το σκρίνιο. Ο αδερφός μου είναι μικρότερος μου κατά τρία χρόνια. Όταν γεννήθηκε ήταν πολύ όμορφος, αλλά δεν είχε μαλλιά. Ο μπαμπάς μου είναι φαλακρός. Ο Γιαννάκης όμως έβγαλε μαλλιά, ενώ ο μπαμπάς μου όχι. Με τον Γιαννάκη αγαπιόμαστε πολύ, αλλά εκείνος μένει αλλού. Στην άλλη τη γιαγιά μου, που εγώ δεν την χωνεύω. Η άλλη γιαγιά, η Αφρούλα, δεν είναι μπαλτάς, όπως η γιαγιά Κωστούλα, γι΄αυτό δεν τη θέλω. Ο Γιαννάκης, πάντως, το αντίθετο. Σήμερα είναι να έρθει για να μας δει, μετά από ένα χρόνο περίπου. Θα τον δείτε και θα καταλάβετε πόσο αγαπημένοι είμαστε. Η γιαγιά μου μαγείρεψε φακές. Ο Γιαννάκης σιχαίνεται τις φακές. Από μικρός φοβόταν μη βγάλει φακίδες. Τελικά δεν έβγαλε. Η γιαγιά σήμερα κολλάρισε όλα τα σεμέν με τα μοτίφ. Είναι γιορτή, έρχεται ο Γιαννάκης. Η μαμά μου θα έρθει απ΄ τη δουλειά, κουρασμένη. Θα πούλησε πολλά στρινγκ. Η γιαγιά μου η Κωστούλα τα στρινγκ τα λέει σφεντόνες, χα, χα, χα. Πάω να κάνω μπάνιο, γιατί σε λίγο έρχεται ο Γιαννάκης.
_
γράφει ο Χρήστος Βαλκάνης
__
*2ο βραβείο εταιρείας τεχνών - επιστημών και πολιτισμού δήμου Κερατσινίου 2015
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Δεν πήρε τυχαία το βραβείο!!! Αυτός είναι μονόλογος … μόνο που θα ήθελα να έχει και συνέχεια. Συγχαρητήρια!!! Ο λόγος σας κυλάει σαρκαστικός, τρυφερός με ασυγκράτητο χιούμορ!!!
Υπέροχο!Συγχαρητήρια!
Υπεροχο!!!!!!!!!
Χείμαρρος! 🙂
Σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλιά σας…..είναι ο ένας από τους τέσσερις μονολόγους του θεατρικού μου έργου,΄΄οικογένεια Σαντρέ΄΄.Ακολουθούν σύντομα και οι επόμενοι….