Βρέθηκαν τυχαία, πριν καιρό. Για την ακρίβεια, στην προηγούμενή τους προσπάθεια να σταματήσουν το αλκοόλ. Στο πρόγραμμα αποτοξίνωσης. Ο Λευτέρης τους είπε «Δεν είναι ότι το θέλω, αλλά με πιέζει η γυναίκα μου», είπε ο Λευτέρης. «Εμένα, με πιέζουν τα δικαστήρια», αποκρίθηκε ο Κώστας χαμογελώντας ειρωνικά και με ύφος δεικτικό. Ο τρίτος, ο Χρήστος, κουνώντας το κεφάλι του, ανέφερε ότι αφού η γυναίκα του τον χώρισε, εδώ και καιρό εξαιτίας του ποτού, κι είχε διάφορα προβλήματα με δικαστήρια. Πρόσφατα έχασε και τη δουλειά του. Το κυριότερο ήταν ότι έχασαν τη θέληση τους ν’ αγωνίζονται για έναν καινούργιο τρόπο ζωής, μακριά απ’ την εξάρτηση τους. Όπως ήταν αναμενόμενο, δεν είχαν και δεν ήθελαν πραγματικά να σταματήσουν το αλκοόλ, που αγάπησαν πραγματικά περισσότερο από την οικογένεια, τη δουλειά και την ίδια τη ζωή τους. Αφού κάθισαν στο πρόγραμμα για 15 μέρες, πίστεψαν πως είχαν νικήσει την εξάρτησή τους και ζήτησαν να φύγουν. Οι νοσηλευτές, έμπειροι και γνώστες των καταστάσεων, τους υπενθύμισαν πως τα πράγματα δεν είναι έτσι απλά. Αυτοί που ν’ ακούσουν. Φρόντισαν, πριν φύγουν, ν’ ανταλλάξουν και τηλέφωνα για να επικοινωνούν μεταξύ τους.
Έχει περάσει είδη μια εβδομάδα απ’ τη μέρα που πίστευαν ότι δεν είχαν πρόβλημα. Ο Κώστας, απ’ τη δεύτερη κιόλας μέρα, ξανάρχισε το αλκοόλ. Η μητέρα του σήκωσε τα χέρια της ψηλά στον ουρανό και με δάκρυα στα μάτια ζήτησε τη βοήθεια τού Θεού. Την επόμενη μέρα, πήγε και τον βρήκε ο Λευτέρης κι άρχισαν να πίνουν μαζί. Όλη αυτή η κατάσταση είχε συμπέσει με το θάνατο του θείου του Κώστα. Την συγκεκριμένη μέρα τους ανέφερε ότι δεν θα μπορούσε να παραστεί στην κηδεία και τους ζήτησε να μείνει στο σπίτι να το φυλάει· κάτι για το οποίο οι συγγενείς τον εμπιστεύτηκαν αφού πίστεψαν στις αλλαγές που τους είπε ότι είχε κάνει μέσα από το πρόγραμμα στο θέμα της εξάρτησής του.
Μόλις έμεινε μόνος στο σπίτι, έτρεξε στα δωμάτια, πήρε όσα χρυσαφικά και λεφτά βρήκε μπροστά του και πήγε στην κάβα. Πήρε όσα αλκοολούχα ποτά υπήρχαν. Ακολούθως, τηλεφώνησε στον φίλο του τον Λευτέρη. Λίγο αργότερα ήταν μαζί. Του ζήτησε να φύγουν και να πάνε μια βόλτα να συναντήσουν τον τρίτο της παρέας. Στη διαδρομή σταμάτησαν κάπου για να φάνε κάτι. Αντί για φαγητό άρχισαν να πίνουν αλκοόλ. Ο Λευτέρης τού είπε ότι ίσως θα πρέπει να πάνε πίσω στη μονάδα ξανά και να ζητήσουν βοήθεια. Ο Κώστας δεν απάντησε και συνέχισε να πίνει. Όταν τέλειωσαν, όταν χόρτασαν πια από αλκοόλ, συνέχισαν τον δρόμο τους. Πέρασαν έξω απ’ την μονάδα του προγράμματος. Ο Λευτέρης, αν και το καλοσκέφτηκε, έστριψε το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε στην μονάδα για να ζητήσει βοήθεια. Ο Κώστας αρνήθηκε να κατέβει. Του είπε ότι θα μείνει στο αυτοκίνητο να το προσέχει. Προχώρησε, έφτασε έξω απ’ τα κάγκελα και την πόρτα της μονάδας, αλλά τελευταία στιγμή δείλιασε και δε χτύπησε να ζητήσει βοήθεια. Προτίμησε να φύγει τρέχοντας, νικημένος απ’ τα πάθη και τις αδυναμίες του. Ο Κώστας βλέποντάς τον να επιστρέφει, χαμογέλασε ειρωνικά. «Σε περίμενα», του είπε παίρνοντας τη βαλίτσα του και του πρόσφερε μια μπουκάλα αλκοόλ. «Πού τη βρήκες αυτήν;», αποκρίθηκε ο Λευτέρης ταραγμένος, παίρνοντάς την στα χέρια του και χαϊδεύοντάς την τρυφερά. «Στην υγειά μας», του είπε ο Κώστας κλείνοντάς το μάτι πονηρά και ανασηκώνοντάς τη δική του μπουκάλα. Τα τέσσερα μπουκάλια τα κατανάλωσαν εκεί στο χώρο, όπου είχαν ζητήσει και τους είχε δοθεί βοήθεια. Στο χώρο, όπου είχαν υποσχεθεί σε όλους τους λειτουργούς και στον ίδιο τους τον εαυτό, πως δε θα ξανά έκαναν χρήση.
Δεν άργησε η επιθυμία να γίνεται εντονότερη. Το αλκοόλ είχε τελειώσει από τα μπουκάλια, αλλά τα σωθικά τους το ζητούσαν σε εντονότερο βαθμό. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και υπό την επήρεια του αλκοόλ ξεκίνησαν να βρουν τον τρίτο τους φίλο. Σε λίγο βρέθηκαν στο σπίτι του να τρώνε, αλλά το κυριότερο να πίνουν αλκοολούχα ποτά. Αφού ήδη είχαν καταναλώσει κι άλλες ποσότητες, ο τρίτος της παρέας τούς πρότεινε να συνεχίσουν τη διασκέδασή τους πηγαίνοντάς στο τουριστικό θέρετρο που βρισκόταν λίγο πιο πάνω. Τους πρότεινε μάλιστα, κάνοντας και συμφωνία, ότι αυτός θα οδηγούσε με το δικό του αυτοκίνητο για να τους μεταφέρει κι αυτοί θα πλήρωναν τον λογαριασμό. Η συμφωνία έκλεισε κι επιβεβαιώθηκε με το χαρακτηριστικό τσούγκρισμα των ποτηριών. Ο Κώστας χάιδευε απαλά την τσάντα που κρατούσε με χρυσαφικά. Κατέληξαν σ’ ένα ξενοδοχείο που διέθετε και το ανάλογο μπαρ με τ’ ανάλογα ποτά. Ο μπάρμαν μόλις που προλάβαινε να τους σερβίρει. Εκτός απ’ το αλκοόλ, άρχισαν να δημιουργούν και προβλήματα στο χώρο. Φώναζαν, ύβριζαν και παρενοχλούσαν άλλους θαμώνες. Κατά τις πρωινές ώρες, οι τρεις φίλοι εξαντλημένοι απ’ τη ζάλη και τη μέθη, ανέβηκαν στο δωμάτιό τους για να κοιμηθούν.
Ξύπνησαν το επόμενο απόγευμα. Για την ακρίβεια, τους ξύπνησαν οι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου που τους αναζητούσαν για να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Ζαλισμένοι, με έντονο πονοκέφαλο και συγχυσμένοι, προσπαθούσαν να αντιληφθούν το τι είχε γίνει την προηγούμενη μέρα, το προηγούμενη βράδυ για την ακρίβεια. Ούτε το αυτοκίνητο που το είχαν αφήσει ήξεραν. Ο Κώστας, αφού πήρε τα κλειδιά από τον Χρήστο, προφασίστηκε ότι γνώριζε που ήταν. Θα πήγαινε να το φέρει, μέχρι οι άλλοι δύο να τακτοποιήσουν το θέμα με τους λογαριασμούς του ξενοδοχείου και της προηγούμενης βραδιάς. Το αποτέλεσμα ήταν οι δύο να μην έχουν λεφτά και ν’ αναγκαστεί να πληρώσει ο Λευτέρης. Χρησιμοποίησε την κάρτα της γυναίκας του, μιας και γνώριζε από πριν τον κωδικό. Ο τρίτος της παρέας πήρε το αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκε. Μάταια τον ανέμεναν. Δεν επέστρεψε ποτέ κι ούτε ανταποκρινόταν στις κλήσεις τους στο κινητού του τηλεφώνου. Έτσι, μόνοι τώρα οι δυο φίλοι, χωρίς λεφτά και χωρίς αυτοκίνητο, κατέληξαν στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα για να προβούν σε καταγγελία. Η αστυνομία δεν έκανε αποδεκτό το αίτημα για κλοπή, γιατί απλά τα κλειδιά τα είχαν δώσει με τη θέλησή τους. Έτσι, τώρα, οι δύο φίλοι αναγκάστηκαν να καλέσουν ταξί για να επιστρέψουν στο σπίτι του πρώτου. Δεν τους έφτανε το μέχρι τότε μάθημά τους. Άρχισαν να καταναλώνουν ξανά ό,τι αλκοόλ έβρισκαν μπρος τους. Όσο για τον τρίτο της παρέας, οδηγώντας το κλεμμένο αυτοκίνητο του φίλου του, κατευθύνθηκε στο διαμέρισμα κάποιας γνωστής του. Ήταν κι αυτή εξαρτημένη απ’ το αλκοόλ, κι όχι μόνο. Αφού της πούλησε αγάπη κι έρωτες, της πρόσφερε και μέρος των κλεμμένων χρυσαφικών. Εκείνη, ως αντάλλαγμα, του πρόσφερε το κορμί της κι άφθονο αλκοόλ. Άφθονο αλκοόλ συνέχισαν να καταναλώνουν κι οι άλλοι δύο φίλοι, στην άλλη άκρη της πόλης. Όταν στέρεψαν από αλκοόλ, ο Λευτέρης πήρε το αυτοκίνητο του για να ξεκινήσει για το σπίτι του. Οδηγώντας, όπως ήταν αναμενόμενο υπό την επήρεια αλκοόλης, η αστυνομία δε δυσκολεύτηκε να τον εντοπίσει. Πέρασε το βράδυ του στα κρατητήρια. Εκλιπαρούσε την επόμενη μέρα και ζητούσε συγγνώμη, καθώς ζητούσε να επιστρέψει πίσω στο πρόγραμμα αποτοξίνωσης για θεραπεία. Στο πρόγραμμα αποτοξίνωσης ζητούσε να επιστρέψει κι ο Χρήστος. Τον βρήκε η αστυνομία στο αυτοκίνητό του – εγκαταλειμμένο και χτυπημένο σε κάποιο δρόμο, λίγο έξω απ’ την πόλη. Όσο για τον Κώστα, αφού πούλησε έρωτες κι αγάπες, συνέχισε πηγαίνοντας να συναντήσει τον μεγάλο του έρωτα, το αλκοόλ, σε μια μπυραρία ενός γνωστού. Εκεί, αφού κατανάλωσε αρκετές ποσότητες αλκοόλ, πήρε το αυτοκίνητο του φίλου του να επιστρέψει. Δεν τα κατάφερε όμως. Χτύπησε μόνος του το αυτοκίνητο σε κιγκλίδωμα και κατέληξε, τραυματισμένος ελαφρά, στο νοσοκομείο. Τελικός απολογισμός: ένας στα κρατητήρια, ένας στο νοσοκομείο κι ένας χωρίς αυτοκίνητο.
Έχει περάσει από τότε μια εβδομάδα. Οι τρεις φίλοι είναι και πάλι μαζί. Αυτή τη φόρα όμως, όχι για να καταναλώσουν αλκοόλ, αλλά για να κάνουν μια σοβαρή προσπάθεια, εντασσόμενοι ξανά στο πρόγραμμα απεξάρτησης. Αποφεύγουν ο ένας να κοιτάζει τον άλλο στα μάτια, όπως και τους συμβούλους τους στο πρόγραμμα και περπατούν με σκυμμένα κεφάλια. Ο ψυχολόγος τούς καλεί στο γραφείο του και τους ζητά να συνεργαστούν. Να περιγράψουν την περιπέτεια που είχαν, καθώς και το μήνυμα που εισέπραξαν μέσα από ένα σχέδιο. Οι τρεις φίλοι, συνεργάζονται, και σε μια ώρα έχουν τελειώσει το έργο τους που συμβολίζει την προσπάθεια για την ομαλή επιστροφή πίσω στην κοινωνία, όπως ήταν κι η αρχική οδηγία απ’ τον ψυχολόγο. Τους ζητά να του αποκαλύψουν το σχέδιο τους καθώς και να το ερμηνεύσουν. Το σχέδιο απεικονίζει τρεις μαριονέτες να κινούνται άτσαλα και ασυντόνιστα. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς, ότι είναι μεθυσμένες. Είναι όλες ενωμένες με σχοινιά, κάποιος ορίζει τις κινήσεις τους και δεν έχουν καθόλου αυτονομία.
«Αυτές οι τρεις μαριονέτες είμαστε εμείς, ή μάλλον, ήμασταν εμείς μέχρι χθες», λέει με αποφασιστικότητα ο Λευτέρης. «Τα σχοινιά είναι όλα αυτά που μας κρατούν δέσμιους και δε μας αφήνουν να ενεργούμε αυτόβουλα κι ανεξάρτητα, ενώ άλλοι είναι αυτοί που αποφασίζουν για μας», λέει με βραχνή φωνή ο Κώστας. «Αυτό το οποίο μας έλεγχε, μας καθοδηγούσε και αποφάσιζε μέχρι χθες για τις κινήσεις μας, το οποίο εμείς εσκεμμένα δε σκιαγραφήσαμε , είναι το αλκοόλ και τα μπουκάλια με το αλκοόλ -η εξάρτησή μας», προσθέτει ο Χρήστος, ενώ διακόπτοντάς τον ο Λευτέρης με χαμόγελο και αποφασιστικότητα, προσθέτει: «Δεν το σκιαγραφήσαμε, γιατί σκοπεύουμε να απαλλαγούμε οριστικά. Ούτε ζωγραφιστό δε θέλουμε να το βλέπουμε». «Χάσαμε τα πάντα εξαιτίας του. Μα, κυρίως, χάσαμε την αξιοπρέπεια και την αξιοπιστία μας ως άνθρωποι», προσθέτει ο Κώστας με δάκρυα στα μάτια κι αγκαλιάζει ο ένας τον άλλο, σύμβολο της δύναμης και της θέλησης για αγώνα. Υπόσχονται ότι το συγκεκριμένο σχέδιο θα έχει και συνέχεια. Θ’ αποκοπούν τα σχοινιά απ’ τις μαριονέτες και θα αντικατασταθούν από πραγματικούς ανθρώπους, τους ίδιους χωρίς ουσίες. Όσο για το σχέδιο αυτό, μέχρι να νικήσουν την εξάρτησή τους, θα το έχουν αναρτημένο στο τοίχο του δωματίου τους να το βλέπουν κάθε μέρα. Να τους θυμίζει όλα αυτά που είχαν κάνει όταν δεν ήταν άνθρωποι, αλλά μαριονέτες που τους κινούσε με νήματα η ίδια η εξάρτησή τους.
_
γράφει ο Φίλιππος Φιλίππου
0 Σχόλια