–
Ολέθριοι λογοτεχνικοί έρωτες
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Στην λογοτεχνία τα πιο αταίριαστα ζευγάρια συχνά σμίγουν για να μας προσφέρουν θυελλώδεις ιστορίες πάθους. Μάλιστα, ολέθριοι έρωτες οδηγούν συχνά τους ήρωες στα πιο καταστροφικά μονοπάτια της κοινωνικής και συναισθηματικής «αποκαθήλωσης» μέχρι και τον θάνατο. Επιλέγω ενδεικτικά μερικά από τα πιο αταίριαστα και παθιασμένα σμιξίματα που μας συντάραξαν με τις περιπέτειές τους:
- « Η ερωτευμένη νεκρή» (1836) του Θεόφιλου Γκωτιέ (Pierre Jules Théophile Gautier): η πανέμορφη εταίρα Κλαριμόντ παραμένει στην ζωή σε κατάσταση βαμπιρισμού ρουφώντας το αίμα του ιερέα Ρομυάλντ. Εκείνος παραπαίει ανελέητα ανάμεσα στον λάγνο κόσμο του πανίσχυρου έρωτά της κάθε βράδυ και στα ιερατικά του καθήκοντα κατά την διάρκεια της ημέρας. Παρά τον εσωτερικό του διχασμό, το πάθος του αποδεικνύεται τόσο ισχυρό ώστε καταλύει κάθε φυσικό νόμο και δίνει ζωή στην νεκρή γυναίκα . Όταν τελικά ο ιερέας –σχεδόν παρά τη θέλησή του- θα αναγκαστεί να ανοίξει τον τάφο της και να ξορκίσει το πνεύμα της, η νοσταλγία του αγγίγματός της δεν θα τον αφήσει ποτέ: «εξαγοράστηκε ακριβά η γαλήνη της ψυχής μου». Ο σαρωτικός αυτός έρωτας που περνά τις γραμμές ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών, των αγνών και των διεφθαρμένων περιγράφεται γλαφυρά ποικιλία συναισθημάτων από την λαγνεία ως την απόγνωση: «Μοναδικό της ένδυμα ήταν εκείνο το λινό σάβανο που την κάλυπτε στη νεκρική της κλίνη…Νεκρή ή ζωντανή, άγαλμα ή γυναίκα, σκιά ή σώμα, η ομορφιά της ήταν η ίδια…ποτέ δεν είχα νιώσει τόση ευτυχία. Τα είχα λησμονήσει όλα εκείνη τη στιγμή, και όσο θυμόμουν τη ζωή μέσα στα σπλάχνα της μητέρας μου τόσο θυμόμουν πως ήμουν ιερέας, τόσο μεγάλη ήταν η γοητεία που το πονηρό πνεύμα ασκούσε πάνω μου…». Η μοναξιά και η κατάρρευση θα συντροφεύουν πλέον τον Ρομυάλντ όταν θα αποχωριστεί βίαια την απέθαντη ερωμένη του.
- «Ψυχρό δέρμα» του Sánchez Piñol Albert (2005): Ένας νεαρός μετεωρολόγος αναλαμβάνει εργασία για έναν χρόνο σε ένα απομονωμένο νησί του παγωμένου Νότιου Ατλαντικού, όπου ζει μόνο ο μισότρελος φαροφύλακας. Εκεί όμως, αλλόκοτα αμφίβια πλάσματα αναδύονται κάθε νύχτα από τα βάθη της θάλασσας και πολιορκούν το νησί ως την αυγή. Κυνηγημένοι και κλεισμένοι στον φάρο οι δυο άντρες θα ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τις λυσσαλέες επιθέσεις των τεράτων με το ψυχρό δέρμα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η Μασκότ, ένα θηλυκό πλάσμα με γαλάζια μάτια, που θα κυριεύσει ολοκληρωτικά τον μετεωρολόγο με τον πρωτόγονο ερωτισμό του. Το σμίξιμό τους θα τον οδηγήσει στην δίνη ενός κόσμου διχασμένου ανάμεσα στο θάνατο (την μάχη με τα «τέρατα») και στον παράφορο έρωτα: «Εκείνες τις μέρες δεν ήξερα πλέον από ποια πλευρά βρισκόταν η λογική… είχα απαρνηθεί τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους. Και παρόλο που μου φαινόταν απίστευτο, μέσα μου άνοιγε δρόμο η ιδέα ότι, δίχως να το ξέρω, αυτή ήταν το καταφύγιο που αναζητούσα …. Όταν την κοιτούσα τίποτ’ άλλο , όταν την άγγιζα τίποτ’ άλλο , εκείνες τις στιγμές οι ωμότητες του φάρου δεν υπήρχαν. Και διαπίστωνα, σαστισμένος από τον εαυτό μου τον ίδιο, πως ούτε καν με ένοιαζε αν θα μπορούσε να είναι περισσότερο ή λιγότερο ανθρώπινη, περισσότερο ή λιγότερο γυναίκα… Ψέματα: την έβδομη μέρα ο καλός Θεός δεν αναπαύθηκε ….έπλασε εκείνη και μας την έκρυψε κάτω από τα κύματα.» Ο νέος χρόνος θα τον βρει καταρρακωμένο και μισότρελο, όπως ακριβώς συνέβη και στον προκάτοχό του.
- «Η Μεγάλη Χίμαιρα» (1953) και το «Άμρι α μούγκου» (1954) του Μ. Καραγάτση: ο συγγραφέας καταπιάνεται διαρκώς με αγωνιώδη δίπολα με κυρίαρχο αυτό του έρωτα στην πιο ακραία του διάσταση και τον τιμωρητικό θάνατο. Υπάρχει ερωτικό πάθος χωρίς θάνατο; διερωτάται διαρκώς ο Καραγάτσης και η απάντηση έρχεται συντριπτική στα έργα του πως αναμφίβολα όχι («Ο Εωσφόρος και ο Αρχάγγελος πάνε μαζί»). Ακόμα και οι μοιραίες ερωτικές ενώσεις των ηρώων (που γίνονται μόνο μία φορά σε μια απελπισμένη νύχτα) θυμίζουν πολεμική πράξη με την ζωώδη και αδυσώπητη έκρηξη της επιτακτικής επιθυμίας, που προοικονομούν το επερχόμενο τέλος. Στην «Μεγάλη Χίμαιρα», η Μαρίνα, μια νεαρή Γαλλίδα, ερωτευμένη με τον Γιάννη, τον Έλληνα καπετάνιο που γνώρισε σε ένα από τα ταξίδια του στη Γαλλία και επηρεασμένη από την λατρεία της για τον ελληνικό πολιτισμό, αποφασίζει να εγκατασταθεί στη Σύρο και να προσαρμοστεί στην ελληνική κοινωνία της εποχής. Τα πρώτα χρόνια της ευτυχίας διαδέχεται η σταδιακή πτώση της οικογένειας με αποκορύφωμα την απώλεια της μικρής της κόρης από πυρετό, την ίδια στιγμή που η Μαρίνα ενώνεται σε μια λυσσαλέα ερωτική πράξη με τον κουνιάδο της, τον Μηνά: «Σταμάτησε να την χτυπάει, την κοίταζε και ανάσανε βαριά. Τότε εκείνη, καθώς ήταν γονατιστή, του αγκάλιασε σφιχτά τα γόνατα, ακούμπησε το κεφάλι της στα μεριά του και χαϊδεύτηκε σαν γάτα. – Τώρα ξέρω πως μ’ αγαπάς, μουρμούρισε.» Η ιστορία κλείνει με τον πνιγμό της γυναίκας στην προσπάθειά της να δει από μακριά τον σύζυγό της που επέστρεφε με το καράβι του στο λιμάνι. Στο «Άμρι α μούγκου», υπάρχει ένα παρόμοιο ερωτικό τρίγωνο, καθώς ο Αντρέας Εχελπίδης, ξενιτεμένος Έλληνας που τον κατατρώει ο έρωτας για την γυναίκα του φίλου του, συνεταίρου και συντρόφου του ζει μαζί τους στην Αφρική προσπαθώντας να εδραιώσει μια κερδοφόρα επιχείρηση. Οι δύο παράνομοι εραστές, ο Αντρέας και η Μαρία, σμίγουν σε μια σκληρή πράξη απελπισμένου έρωτα, ενώ ταυτόχρονα ο σύζυγος, ο Σπύρος, αφήνει στην διπλανή σκηνή την τελευταία του πνοή: «Πάνω στο Κιλιμάντζαρο, οι μαύροι θεοί είδαν τον άντρα και την γυναίκα να σμίγουν παράφορα. Είδαν και τον νεκρό να σαρκάζει. Κούνησαν τα κεφάλια τους και είπαν- οι νεκροί είναι δυνατοί, πιο δυνατοί από εμάς, τους Μούγκου. Οι νεκροί εκδικούνται και είναι φοβερή η εκδίκησή τους». Όταν διαπιστώνεται ο θάνατος του Σπύρου, ο Αντρέας χάνεται στα βάθη της Αφρικής σαν ζωντανός νεκρός. Για τον Καραγάτση, η παθιασμένη σεξουαλική αγωνία, η λαχτάρα για επιβολή, δόξα, πλούτο, όλα απαρέγκλιτα οδηγούν στο τέλος του δρόμου όπου καραδοκεί ο θάνατος. Η Μοίρα, το φυσικό στοιχείο, οι αρχαίοι θεοί της Ελλάδας ή της Αφρικής συμμετέχουν σ’ αυτό το πανδαιμόνιο έρωτα/ θανάτου.
- «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (1946) του Νίκου Καζαντζάκη: Πρόκειται για το χρονικό της φιλίας του Καζαντζάκη και του Ζορμπά. Στο μυθιστόρημα, ο Γιώργης Ζορμπάς μετονομάζεται σε Αλέξη Ζορμπά και η δράση τοποθετείται στην Κρήτη. Οι δυο τους συναντιούνται στον Πειραιά. Ο συγγραφέας, εντυπωσιασμένος από το πάθος και τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του Ζορμπά, τον προσλαμβάνει ως επιστάτη στην επιχείρησης λιγνίτη που προσπαθεί να οργανώσει. Στο νησί, εγκαθίστανται στο ξενοδοχείο της Μαντάμ Ορτάνς, μιας ξεπεσμένης σαντέζας, που δεν αργεί να γίνει ερωμένη του Ζορμπά. Για τον αφηγητή οι περιπέτειες των δύο φίλων είναι μια υπαρξιακή αναζήτηση σε όλα τα αναπάντητα φιλοσοφικά ερωτήματα του ανθρώπου με πρόσχημα το στήσιμο του ορυχείου. Ο αφηγητής- στον αντίποδα του πληθωρικού Ζορμπά, γοητεύεται από την όμορφη νεαρή χήρα του χωριού και σμίγει κρυφά μαζί της ένα βράδυ, παρά τις αναστολές του: «Όλη η χαρά της χτεσινής νύχτας αναρροούσε από τα σωθικά… Για πρώτη φορά χτες τη νύχτα βεβαιώθηκα τόσο χειροπιαστά πως και η ψυχή είναι και αυτή σάρκα…» Ωστόσο, η μοιραία και πολυπόθητη γυναίκα βρίσκει λίγο αργότερα μαρτυρικό θάνατο στο προαύλιο της εκκλησίας όταν ένας εξοργισμένος χωρικός θα την αποκεφαλίσει θεωρώντας ότι εκδικείται για την αυτοκτονία του γιου του: «Άλλοι κάτω στην εκκλησιά, άλλοι από αψηλά, της σφεντόνιζαν πέτρες… η χήρα πισωδρόμισε σκληρίζοντας, δίπλωσε σε δύο… την άρπαξαν… τα αίματα έτρεχαν τώρα από το κορφοκέφαλό της στο μέτωπο, στα μάγουλα, στο λαιμό… μάζεψε όλη της την δύναμη, πήρε φόρα μα δεν πρόφτασε. Σαν αστραπή ο γέρο Μαυραντώνης είχε πέσει απάνω της, την αναποδογύρισε, έστριψε τρεις γύρες στο μπράτσο του τα μαλλιά της και με μια μαχαιριά της πήρε το κεφάλι.»
Τα ολέθρια σμιξίματα δεν έχουν τελειωμό στην λογοτεχνία σε μια προσπάθεια ερμηνείας και υπέρβασης της θνητότητάς μας. Όσο και αν αποβαίνουν μοιραία, οι λογοτεχνικοί ήρωες πάντα θα ενδίδουν σε αυτά. Ίσως γιατί απέναντι στο άλογο στοιχείο του θανάτου, αν και ο αγώνας αποδεικνύεται πάντα άνισος, το θεριό του πόθου -πέρα από κάθε καθωσπρεπισμό και περιχαράκωμα – θα αποτελεί πάντα το πιο ισχυρό αντίδοτο.
«… Ὅμως ὅλα τοῦτα εἶναι χλωμὰ
μπροστὰ στὸ θαῦμα τὸ ὑπέροχο
τοῦ σάλιου σου ποὺ μὲ σπαράζει
ποὺ ρίχνει στὴ λήθη τὴ ψυχή μου
στὸν ἴλιγγο τὴν παρασύρει δίχως τύψεις
κι ἄπνοη τήνε σέρνει
στὴν ὄχθη τοῦ θανάτου…»
(Charles Baudelaire)
0 Σχόλια