Παιδί μοναχό του, ανέκφραστο,
κάθεται στ’ άψυχο οδόστρωμα, ούτε καν στο πεζοδρόμιο•
ρακοσυλλέκτης λίγης προσοχής
σπαράζει βουβά στην οχλοβοή της ασφάλτου.
Διαβάτη της επονείδιστης ζωής στάσου•
κοίταξέ το για λίγο μες στα μάτια. Αν μπορείς.
Και εξήγησε του σε τι έφταιξε.
Κουρνιάζει απόμακρο με μια μάλλινη κουβέρτα.
Τα κερασιά του χείλη έχουνε σκάσει.
Οι τροχοί των αμαξιών το τρομάζουν,
μαρσάρουν επιδεικτικά κάποιοι Κρετίνοι.
Πιάνει δουλειά τ’ άμοιρο μόλις χαράξει η μέρα
και ξαποσταίνει σ ’ενός υπογείου σκοτεινού τη κόγχη,
μόλις βασιλέψει η νύχτα.
Εγκλωβισμένη ψυχή ολόλαμπρη
αργοπεθαίνει ανήμπορη στο δυσήλιο κολαστήριο.
Το καντηλάκι της ψυχής του τρεμοπαίζει. Κάνει κρύο.
Τι θ ‘απογίνει συνάνθρωποι ετούτο το παιδί;
Μικρούλι, χτικιάρικο, με μάτια γαλανά,
καθάρια και δέρμα σοκολατένιο,
θέλει γάλα απ’ το στήθος της μαμάς του• κι ένα χάδι.
Περνούνε αγέρωχοι οι περαστικοί.
Άλλοι το κοιτάζουν με κακία και περιφρόνηση,
κάποιοι για να ‘χουνε ήσυχη τη συνείδησή τους
του πετούν και από ένα βόλι.
Πρέπει να μαζέψει κι άλλα αλλιώς θα το σανιδώσουν.
Εμπρός ευυπόληπτοι ανθρωπίσκοι πάτε
στην εκκλησιά φορτωμένοι. Και σεις διάσημοι
κάντε δεξιώσεις λουσάτες, συνεχίστε τη ζωή σας •
Χριστούγεννα είναι, άλλωστε, σε λίγο θα περάσουν!
_
γράφει η Χριστίνα Μαυρέλη
0 Σχόλια