–
γράφει ο Άγγελος Κουτσούκης
–
Ο Τζόρτζ Πελεκάνος -ελληνοαμερικανικής καταγωγής- έγραψε ένα από τα πιο κομψά και cool αστυνομικά μυθοστορήματα που έχω διαβάσει.
Είναι συγγραφέας σειράς αστυνομικών μυθιστορημάτων που έχουν γίνει μπεστ σέλερ και εκτυλίσσονται στην ευρύτερη περιοχή της γενέθλιας πόλης του, της Ουάσινγκτον. Ο αστικός ιστός της πόλης παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στα βιβλία του. Επίσης είναι ανεξάρτητος κινηματογραφικός παραγωγός, και ο δημιουργός και σεναριογράφος της θρυλικής σειράς του HBO «The Deuce». Για την τηλεόραση έχει επίσης εμπλακεί στο σενάριο και την παραγωγή των σειρών «Treme» και «The Wire» και του ντοκιμαντέρ «The Pacific», μια παραγωγή των Στίβεν Σπίλμπεργκ και Τομ Χανκς,
Ο Στίβεν Κινγκ τον έχει αποκαλέσει «μεγαλύτερο εν ζωή Αμερικανό συγγραφέα μυστηρίου και εγκλήματος»
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει, μέχρι στιγμής, τα μυθιστορήματά του «Drama City», »Ο κηπουρός της νύχτας», »Το αδιέξοδο», »Η προμήθεια» και «Το Δίδυμο».
«Ο άντρας που επέστρεψε» είναι το καινούργιο του μυθιστόρημα και για κάποιον που δεν έχει διαβάσει κάποιο από τα προηγούμενα βιβλία του είναι έκπληξη. Γιατί, ενώ διαβάζεις ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, παράλληλα δεν μπορείς παρά να παρατηρήσεις την ήρεμη περιγραφή των όσων συμβαίνουν, χωρίς λεκτικές εξάρσεις και αιμοσταγή βία, τα σχόλια ενός βιβλιόφιλου για τα βιβλία-μέσα από την περιγραφή του κεντρικού ήρωα Μάικλ Χάντσον-και τελικά το κοινωνικό μήνυμα που περνάει, χωρίς ούτε ένα λεπτό να γίνεται διδακτικός.
«Για εκείνον, το βιβλίο ήταν σαν ένας πίνακας σε κάποιο μουσείο. Ένα έργο τέχνης. Τίποτα δεν συγκρινόταν με την αίσθηση ενός βιβλίου στα χέρια του και με τη δυνατότητα να σαρώνει με το βλέμμα τις λέξεις στη σελίδα. Τον έκανε να «βλέπει» αυτό που διάβαζε. Ονειρευόταν».
Ο Τζόρτζ Πελεκάνος είναι λάτρης του διαβάσματος, αυτό φαίνεται από τις αναφορές του, που είναι πολλές και ποικίλες, και αυτή την ιδιότητά του φρόντισε να την μεταφέρει στον Μάικλ Χάντσον, τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου του.
Και για να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«Ο Μάικλ Χάντσον περνά τις ατέλειωτες ώρες της φυλακής καταβροχθίζοντας τα βιβλία που του προτείνει η νεαρή βιβλιοθηκάριος του σωφρονιστικού καταστήματος. Η Άννα τροφοδοτεί διαρκώς με βιβλία τον Μάικλ, που εξελίσσεται στον καλύτερο αναγνώστη της. Ως τη μέρα της αιφνίδιας αποφυλάκισης του χάρη στη χειραγώγηση του αυτόπτη μάρτυρα της υπόθεσής του από τον ιδιωτικό ερευνητή Φίλ Ορνέιζιαν. Ο Μάικλ συναντά μια Ουάσινγκτον που έχει αλλάξει σημαντικά την περίοδο της προφυλάκισης του. Πάλαι ποτέ κακόφημα μαγαζιά έχουν μετατραπεί σε τρέντι μπυραρίες με κήπο και σε ανθοπωλεία. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν έχει αλλάξει η δύσκολη επιλογή ανάμεσα στον πειρασμό του εγκλήματος και στο να κάνεις το σωστό. Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στη νέα του δουλειά, στην αγάπη του για τα βιβλία και στη χάρη που χρωστάει στον άνθρωπο που τον βοήθησε να αποφυλακιστεί, ο Μάικλ αγωνίζεται να βρει τη θέση του σε αυτόν τον νέο κόσμο».
Στον κόσμο του Μάικλ Χάντσον εμπλέκεται ο Φίλ Ορνέιζιαν, ο άνθρωπος που τον βοήθησε να βγει από τη φυλακή, και ο συνεργάτης του Θάντιους Γουόρντ, συνταξιούχος αστυνομικός. Οι δυο τους έχουν στήσει μια παράνομη ομάδα για δύο: Ξελαφρώνουν από τα παράνομα κέρδη τους εμπόρους ναρκωτικών, νταβατζήδες, κλέφτες, ομάδες νεοναζί. Μοιράζονται τα κέρδη που αποκομίζουν και, για να έχουν ήσυχη την συνείδησή τους, δίνουν και ένα μικρό μέρος των χρημάτων στα θύματα, νομίζοντας ότι είναι η αντιστοιχία στο σήμερα του Ρομπέν των Δασών. Για να ανταλλάξει την χάρη που τον έβγαλε από τη φυλακή, ο Φίλ Ορνέιζιαν εκβιάζει τον Μάικλ να συμμετέχει σαν οδηγός και τσιλιαδόρος. Όμως, ο Μάικλ, παρά τα νεανικά του λάθη που τον έφεραν στη φυλακή, δεν έχει στόφα κακοποιού. Αυτό που προσπαθεί να κάνει είναι να εκμεταλλευτεί την δεύτερη ευκαιρία που του δίνεται για μια άλλη ζωή, εκτός φυλακής και παρανομίας. Ανακαλύπτει τον κόσμο των βιβλίων και τον έρωτα στο πρόσωπο της Άννας, της βιβλιοθηκάριου της φυλακής. Και τα δύο νοιώθει ότι τον κάνουν καλύτερο άνθρωπο. Δεν θέλει να ξαναγυρίσει στη φυλακή.
Ο Τζόρτζ Πελεκάνος έγραψε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με έντονη την κοινωνική διάσταση της σημερινής κοινωνίας της Αμερικής. Ο Θάντιους Γουόρντ λέει κάποια στιγμή στον Χάντσον:» Ο πατέρας μου ήταν βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, πλήρωνε τους φόρους του και ήταν εντάξει πολίτης, κι όμως άκουσα πολλές φορές να τον αποκαλούν αράπη. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό για ένα παιδί που έχει για ίνδαλμα τον πατέρα του; Η μητέρα μου δούλευε για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση αλλά όταν έφτανε το Πάσχα, δεν μπορούσε να αγοράσει ένα καπέλο ή ένα φόρεμα σε κάποιο από τα πολυκαταστήματα του κέντρου και δεν ήταν καλοδεχούμενη στο Garfinckel στη Δεκάτη Τετάρτη για να ξοδέψει τα λεφτά της, επειδή ήταν μαύρη. Κι αυτό μέχρι το 1968. Τότε που κάψαμε απ’ άκρη σε άκρη τη Δεκάτη Τετάρτη. Συνεπώς, ναι. Ξέρω τι είναι αυτοί οι τύποι. Εσύ δεν ξέρεις. Είτε δεν μπήκατε ποτέ στον κόπο να μάθετε ιστορία είτε την έχετε ξεχάσει. Όταν ξεχνάς, επιτρέπεις σε αυτά τα σκουπίδια να επανέλθουν».
«Ο άντρας που επέστρεψε» είναι η ιστορία του Μάικλ Χάντσον, του νεαρού που επέστρεψε στη ζωή μετά τις εφηβικές του περιπέτειες που τον οδήγησαν στη φυλακή. Είναι ένα μυθιστόρημα για το δικαίωμα της δεύτερης ευκαιρίας, για τη δύναμη που δίνει στον άνθρωπο η μόρφωση και ο έρωτας. Για τις προσωπικές αξίες που παίρνεις από την οικογένειά σου και πάντα κουβαλάς μέσα σου. Μέσα από την αστυνομική πλοκή ο συγγραφέας καυτηριάζει την αμερικάνικη κοινωνία που έχει σαν Θεό το χρήμα. Ενα βιβλίο που κάθε του σελίδα είναι απολαυστική και δεν χρησιμοποιεί κανένα κλισέ αστυνομικής φιλολογίας από αυτά που μας έχουν συνηθίσει.
«Μερικοί με ρωτούν, “καλά, δεν το καταλαβαίνεις ότι ο πρώτος φόνος σε αυτό το βιβλίο δεν συμβαίνει ως τη σελίδα 156”;», ομολογεί ο ίδιος. «Βεβαίως και το καταλαβαίνω! Αλλά πρόκειται για μυθιστόρημα και θέλω ο αναγνώστης μου να ενδιαφερθεί περισσότερο για τον ήρωα παρά για το έγκλημα. Η παραδοσιακή συνταγή είναι να έχεις ένα φόνο στο πρώτο κεφάλαιο, ο οποίος θα διαλευκανθεί στο τελευταίο. Πολλοί συγγραφείς μυστηρίου καυχιούνται ότι προσφέρουν κοινωνικό έργο γράφοντας τέτοια βιβλία, διότι στο τέλος τους φέρνουν πίσω τη χαμένη τάξη του κόσμου κι έτσι όλοι οι αναγνώστες μπορούν να αισθανθούν ασφάλεια και ευχαρίστηση. Αλλά εγώ δεν δουλεύω έτσι. Εγώ γράφω βιβλία. Κατά την άποψη μου, δεν υπάρχει αυτό που λέμε διαλεύκανση ενός φόνου. Εκτός αν ο νεκρός σηκωθεί και εξηγήσει ο ίδιος τι έγινε. Από τη στιγμή που κάποιος δολοφονείται, κανείς ποτέ δεν θα μάθει ακριβώς πώς δολοφονήθηκε. Δεν καταλαβαίνω, λοιπόν, τον όρο “περάτωση” και “τέλος”»
Σε ερώτηση που έκανε η Τασούλα Επτακοίλη για την «Καθημερινή» στον συγγραφέα αν ο ήρωας του Μάικλ Χάντσον του μοιάζει, απάντησε: Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Ο Μάικλ ανακαλύπτει τα βιβλία κι αυτά τού δείχνουν έναν καινούργιο δρόμο, πολύ καλύτερο από όσους είχε πάρει μέχρι τότε. Έτσι ήμουν κι εγώ στα είκοσί μου χρόνια. Το διάβασμα μου άλλαξε τη ζωή. Αυτό τα λέει όλα».
Και στην ερώτηση:
«Τι μαρτυρεί την ελληνικότητά σας στις συνήθειες, ίσως και στη νοοτροπία σας;» η απάντηση ήταν η εξής: «Όπως ίσως γνωρίζετε, ο πατέρας μου, ο οποίος ήρθε στην Αμερική τη δεκαετία του 1920, γεννήθηκε στη Σπάρτη, από εκεί καταγόταν και η μητέρα μου – είμαι 100% Σπαρτιάτης, δηλαδή. Από τους γονείς μου έμαθα τη σημασία της οικογένειας αλλά και της ηθικής σε θέματα δουλειάς. Μου κληροδότησαν αρκετά ελληνικά «τελετουργικά», την αγάπη για το φαγητό και πολλά άλλα που διαμόρφωσαν την ελληνική μου ταυτότητα. Μεγάλωσα στην Αγία Σοφία, όπου η μητέρα μου έκανε μάθημα στα Ελληνόπουλα κάθε Κυριακή, μετά τη λειτουργία, επί είκοσι πέντε χρόνια. Στον περίβολο αυτής της εκκλησίας απέκτησα φίλους με τους οποίους ακόμη συμπορευόμαστε. Δεν υποκρίνομαι ότι είμαι περισσότερο Έλληνας από όσο πραγματικά είμαι? στις ΗΠΑ γεννήθηκα, Αμερικανός είμαι. Αλλά ανατράφηκα ως Ελληνοαμερικανός κι είμαι υπερήφανος γι’ αυτό».
Για το βιβλίο έγραψαν:
Booklist: «Η αστυνομική πλοκή είναι σφικτή, συναρπαστική και αριστοτεχνικά δοσμένη, ωστόσο η εστίαση του Πελεκάνου στους χαρακτήρες, η ικανότητά του να αναδεικνύει τον πλούτο και το βάθος τους, όσο και τη συχνά σπαρακτική επιθυμία τους για κάτι περισσότερο στη ζωή τους, προσδίδει στο βιβλίο αυτό-όπως και στο σύνολο του έργου του-την εντελώς ιδιαίτερη δύναμή του».
Kirkus Reviews: «Σκιαγραφώντας αξέχαστους ήρωες, ο Πελεκάνος προσεγγίζει με ευαισθησία και μαεστρία το όριο όπου τα προβλήματα της ζωής ξεχειλίζουν, οδηγώντας σε διλήμματα που θα έβαζαν σε πειρασμό τον καθένα -κυριολεκτικά τον καθένα- από μας».
0 Σχόλια