Θρύμματα πλήξης καρφωμένα στα δάχτυλα, ζωή παρατημένη σε κάθισμα οικονομικής θέσης.
Μεσημέρι στην έξοδο του σταθμού Θεσσαλονίκης, ανακόλουθες αναμνήσεις και φθαρμένες στιγμές.
Ο άστεγος καθισμένος στη γωνία, το πρόσωπο σκαμμένο, τα δόντια του ανύπαρκτα, μα μες στο βλέμμα του χίλιες φωτιές.
Βιαστικοί επιβάτες περιπλανώμενοι σε πνιγηρούς λαβυρίνθους.
Άθελά τους του δίνουν την ψυχή τους και εκείνος τους αφήνει να κρατήσουν τον χαρτοφύλακα.
Μπαγάσας και κλέφτης ο άστεγος.
Το παντελόνι του βρώμικο και λιωμένο, απομεινάρι μιας ισοπεδωμένης Χιροσίμα.
Ανοίγει το στόμα του και πιάνει ένα βαρύ λαϊκό, μέσα στο κρυστάλλινο μέταλλο της φωνής του συμπυκνώνονται όλοι οι νταλκάδες του κόσμου.
Από το Μοδιάνο μέχρι τη Λιοσίων και απ’ το Ταξίμ έως το Χάρλεμ.
Στα βρώμικα, ροζιασμένα χέρια του κρατάει τη ρετσίνα.
Τη θωπεύει σα γυναίκα του, τη φιλάει σα μητέρα του, την προσκυνά σα θεά του.
Και ύστερα βάζει το στόμιό της στα χείλη του και πίνει.
Πίνει για να ζεσταθεί.
Πίνει για να μεθύσει.
Πίνει για να χαρεί.
Πίνει για να ξεχάσει.
Πίνει για να πεθάνει…
–
γράφει ο Αχιλλέας Σωτηρέλλος
υπέροχο σε όλα του …