Ο Σηρά είναι ένας νέος ετών 28. Ύψος 1.70, καστανός, αδύνατος, σχεδόν καχεκτικός, με ένα βλέμμα που επιβεβαιώνει ότι δε βρίσκεται σε αυτόν τον πλανήτη. Ο πλανήτης Ηγ θα του ταίριαζε περισσότερο. Και αν αυτός ο πλανήτης δε σας λέει τίποτα μην ανησυχείτε. Αυτήν την ιστορία θα πρέπει να την πιάσεις από τη μέση, να την πας στην αρχή και να τη φτάσεις στο τέλος ή και το ανάποδο για να μπορέσεις να την καταλάβεις εξ’ ολοκλήρου.
Ο Σηρά γεννήθηκε πριν από 28 χρόνια και ήρθε να κλείσει την ποδοσφαιρική ομάδα της οικογένειας. Μέλος μιας τεράστιας πολύτεκνης οικογένειας λοιπόν, είχε καταφέρει να περνάει σχεδόν απαρατήρητος. Κάπως έτσι μεγάλωσε. Σχεδόν απαρατήρητος. Στο σχολείο πηγαινόφερνε μια σάκα από σχολικά βιβλία που σπάνια άνοιγε και μία στοίβα από το αγαπημένο του κόμικ «Ο ανάποδος κόσμος» το οποίο διάβαζε καθημερινώς και ανελλιπώς.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Σηρά δεν κατάφερε να περάσει σε κάποια σχολή όπως ανέμενε ολόκληρη η οικογένεια. Έτσι, ο πατέρας του με τα χίλια ζόρια, έπεισε τον κ. Ιακώβου - φίλο καλό που του χρώσταγε χάρη - διευθυντή της εφημερίδας «Τα καλά νέα» να τον πάρει για υπάλληλό του. Πάνε περίπου 2 χρόνια από τότε που ήρθε για την τυπική συνέντευξη. Ο Κ. Ιακώβου τον κοίταζε από πάνω ως κάτω. Αταίριαστα χρώματα παντελονιού μπλούζας, ένα μπουφάν ανάποδα φορεμένο με τη φόδρα απέξω που δεν τόλμησε καν να τον ρωτήσει το λόγο και ένα βλέμμα που δε σου άφηνε περιθώρια για καμία συζήτηση. Με τα πολλά κατόρθωσε να πάρει μόνο μία απάντηση. Και αυτή ήταν στην ερώτηση αν θέλει να αναλάβει τη στήλη με τις κηδείες ή τους γάμους. Κι ακόμα και αν δεν ξέρετε καθόλου το Σηρά, είμαι σίγουρη ότι μαντεύετε τι απάντηση έδωσε!
Οι μήνες περνάγανε και ο Σηρά πήγαινε κάθε μέρα πρώτος στη δουλειά του κουβαλώντας τα περιοδικά του και διάφορες ζωγραφιές που κανένας δεν είχε καταφέρει να δει και έφευγε τελευταίος κατά πάσα πιθανότητα για να αποφύγει οποιαδήποτε χαιρετούρα με όσους σχολάγανε. Σπίτι δουλειά σπίτι και τίποτε άλλο.
Κάθε Κυριακή ο Σηρά έφευγε νωρίς-νωρίς από το σπίτι του και γύριζε κατά το μεσημέρι. Κανείς δεν ήξερε πού πήγαινε βόλτα αλλά και κανείς δεν τον έψαχνε. Κάποια από τα αδέρφια του λέγανε πως πάει εκκλησία, άλλα ότι έχει κρυφή κοπέλα και οι γονείς του απλά κουνάγαν απογοητευμένα το κεφάλι τους. Στο δωμάτιο του Σηρά – μια αποθήκη στο γκαράζ που έπεισε τους γονείς του να του παραχωρήσουν για να μένει μόνος του - εκτός από ανάποδα κρεμασμένες αφίσες και αναποδογυρισμένα βιβλία, άδειες κορνίζες και ανάποδα κάδρα με αναμνηστικά των παιδικών του χρόνων, υπήρχε μία γυάλα. Όχι- όχι δεν ήταν από εκείνες τις γυάλες που λένε τη μοίρα, αν και μπορεί να έσωζε λιγάκι την κατάσταση. Ήταν μία απλή γυάλα για ψάρια αλλά χωρίς κανένα ψάρι μέσα της.
Η γυάλα αυτή είχε ένα σωρό μικρά χαρτάκια μέσα, που κάθε Κυριακή ο Σηρά με μια απίστευτη ιεροτελεστία τα πέταγε και έβαζε καινούρια. Ύστερα, την ανακινούσε προσεκτικά, διάλεγε ένα, το διάβαζε, το έβαζε στην τσέπη του και έφευγε από το σπίτι. Ο Σηρά δεν συναντούσε καμία κοπέλα στα κρυφά και δεν πήγαινε σε καμία Κυριακάτικη λειτουργία. Πήγαινε όμως στην εκκλησία. Κάθε Κυριακή βρισκόταν και σε διαφορετική εκκλησία και κατέφθανε λίγο πριν τελειώσει η λειτουργία. Καθόταν πάντα στα πίσω καθίσματα, έβγαζε μία κόλλα χαρτί και κοίταζε τον μαυροντυμένο κόσμο.
Ναι, πολύ σωστά μαντέψατε. Ο Σηρά πήγαινε από κηδεία σε κηδεία ψαρεύοντας από τη γυάλα του κάποιο τυχερό χαρτάκι με τα στοιχεία που ο ίδιος κατέγραφε στην εφημερίδα «Τα καλά νέα». Και εκεί, στα πίσω καθίσματα, επηρεασμένος από το αγαπημένο του περιοδικό που όλα ήταν ανάποδα, ζωγράφιζε με ανάποδη οπτική οτιδήποτε παρατηρούσε. Έτσι, ο νεκρός συνήθως στα σχέδιά του ήταν καθισμένος και μίλαγε με τους συγγενείς, ο παπάς θυμιάτιζε με αργιλέ, τα λεγόμενα «κοράκια» φορούσαν χαβανέζικες μπλούζες και αντί να μοιράζουν λευκά λουλούδια πρόσφεραν σε όλους κολιέ από χρωματιστές μαργαρίτες.
Κάπως έτσι περνάγανε όλες οι Κυριακές του Σηρά μέχρι που ήρθε εκείνη η Κυριακή. Σαν αποχαιρετούσε τους συγγενείς του κληρωμένου νεκρού, με το καλά δουλεμένο του θεατρικό φρασάκι «Να ζήσετε να τον θυμάστε» και τον αργό βηματισμό του και κατέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας, ένιωσε έναν γρήγορο βηματισμό από πίσω του. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, αλλά όταν συνέχισε να τον ακούει στα επόμενα δύο στενά που περπατούσε, σταμάτησε απότομα και γύρισε προς τα πίσω.
Μία όμορφη γυναίκα με ένα κατάμαυρο μακρύ φόρεμα τον κοιτούσε με ένα απολύτως διαπεραστικό βλέμμα που τον μούδιασε ολόκληρο. Στα χέρια της κρατούσε ένα χαρτί τσαλακωμένο.
- «Σας έπεσε αυτό το χαρτί…» του είπε πλησιάζοντάς τον παράλληλα
Ο Σηρά την κοίταζε θαμπωμένος. Όταν όμως αναγνώρισε το χαρτί, άλλαξε χίλια χρώματα. Δεν πρόλαβε καν να αρθρώσει κάποια λέξη και εκείνη συνέχισε να του μιλά
- «Η αλήθεια είναι ότι ο πατέρας μου κάπως έτσι θα προτιμούσε την κηδεία του. Και σα να τον ακούω να μου λέει. Γιατί βρε Άννα μου δε φόρεσες εκείνο το στενό το κόκκινο φόρεμα που σου πάει μονό μου ντύθηκες σα καλόγρια!» είπε σχεδόν βουρκωμένη με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη
Του έδωσε το χαρτί και έφυγε τρέχοντας. Δεν τον ρώτησε τίποτα. Ο Σηρά την κοίταζε να απομακρύνεται. Τη ντροπή του την είχε διαδεχθεί ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο. Μετά από κάμποση ώρα, άρχισε να τρέχει για το σπίτι. Αυτή ήταν και η τελευταία κηδεία που κλήρωσε η γυάλα του. Άρχισε να ψάχνει με μανία τα χαρτάκια του. Ευτυχώς μετά από ώρα βρήκε τα στοιχεία που ήθελε. Είχε τη διεύθυνσή της, το τηλέφωνό της, όλα.
Πλησίασε τον καθρέφτη του και κοιτάχτηκε δειλά. Είχε τόση ανάγκη να βρει εκείνο το θάρρος.. Πώς θα τα κατάφερνε; Και τότε έγινε εκείνο το αναπάντεχο γύρισμα. Το είδωλό του ξεμύτισε από τον καθρέφτη και τον έσπρωξε μέσα με βία. Ύστερα με ένα λάγνο βλέμμα και λαμπερό χαμόγελο, έφτιαξε με κέφι τα μαλλιά του, πήρε το χαρτί με τη διεύθυνση του έρωτά του, προβάροντας τα λόγια που θα της έλεγε σαν άνοιγε την πόρτα
«Γεια. Είμαι ο Άρης και θέλω να σε δω με εκείνο το κόκκινο φόρεμα…»
_
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Πρωτότυπη και πολύ όμορφη και αισιόδοξη και και και ….. και μου αρέσει πάρα πολύ!!Μπράβο!!!!!!!
και και και….μου αρέσει η παρέα σας σε όσα γράφω!!! Ευχαριστώ πολύ!
Μαριάνθη Παπάδη
Αυτές οι ανατροπές της ζωής με ξετρελαίνουν!!!! Το σπάσιμο της μιζέρης, ήσυχης ζωής μέσα από τα φτερά του έρωτα ξετυλίγεται με υπέροχο τρόπο στην ιστορία σου και ανατρέπει την μονότονη, βουβή καθημερινότητα!
Ναι έτσι ακριβώς σκεφτόμουν. Να σπάσω τη μίζερη ζωή του όποιου Σηρά. Που χρειαζόταν ένα τσαφ από ένα σπίρτο για να φέρει μόνος του την ανατροπή… Σας ευχαριστώ