Όποιος αναγνωρίζει το όνομα Όλιβερ Μέλορς μπορεί και να κοκκινίζει στο διάβασμά του αφού αναφέρεται αναμφισβήτητα σε έναν από τους πιο περιβόητους εραστές της παγκόσμιας λογοτεχνίας και μάλιστα στον εραστή μιας Λαίδης! Τώρα θα μου πεις πως αν δεν επρόκειτο για εραστή Λαίδης κανένας δεν θα έδινε σημασία μιας και το σκανδαλώδες αντικείμενο του Ντέιβιντ Χ. Λόρενς ήταν το σοκ που προκάλεσε όχι τόσο με τις ‘’επαίσχυντες’’ περιγραφές των ερωτικών περιπτύξεων αλλά την κατακριτέα από όλους σχέση ανάμεσα σε μία κυρία των τιμών και έναν κοινό δασοφύλακα.
Ο Εραστής της Λαίδη Τσάτερλι είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1928, εκδόθηκε στα κρυφά στην Ιταλία και άρχισε να ψιθυρίζεται στους κύκλους των σεμνότυφων γραμματιζούμενων, αλλά εκδόθηκε στην Αγγλία το 1960 ( απλά για την ιστορική σύγκριση του θέματος θα αναφέρω ότι το Playboy κυκλοφορούσε από το 1953). Μιας και πρόκειται για ένα γνωστό βιβλίο που ανήκει στην κατηγορία του είδους βιβλίων που πιο πολύ ακούγεται και συζητιέται παρά διαβάζεται, νιώθω την ανάγκη να αναφερθώ όχι στις προσωπικές στιγμές της λαίδης αλλά στις λοιπές σοκαριστικές σκηνές που συνήθως η βαρύτητά τους ευτελίζεται.
Η νεαρά σκοτσέζικης καταγωγής Τσάτερλι, δεν ανήκει στην συνομοταξία των ηρωίδων του Ονορέ ή του Ζολά, που από τον 19ο αι. κόρταραν πρόδηλα και ερωτοτροπούσαν στα μπουντουάρ τους, κατασπαταλώντας την περιούσια των πλουσίων συζύγων τους προς χάριν των ‘’κηφήνων’’ εραστών τους.
Όχι, η λαίδη Τσάτερλι, ατυχήσασα κατά τη διάρκεια του πρώτου έγγαμου έτους βίου της, δέχτηκε να παραμείνει κοντά σε έναν τραυματία πολέμου, που καθηλώθηκε στο σώμα του. Πέρασε τα πρώτα ρόδινα χρόνια του γάμου της, κλεισμένη μέσα σε ένα σπίτι , με μόνους επισκέπτες τους φίλους του άντρα της, χωρίς καν να έχει το δικαίωμα να εκφράσει την γνώμη της, όταν μαζευόντουσαν όλοι μαζί και συζητούσαν. Επιφορτισμένη να φροντίζει για όλες τις ανάγκες του συζύγου της η μόνη της διέξοδος ήταν οι βόλτες της στο δάσος.
Το αμάρτημα λοιπόν της λαίδης, για να ρίξω λίγο ακόμα φως στο προφανές, είναι ότι τελικά αφέθηκε στις σωματικές της απαιτήσεις και δημιούργησε μια εξωσυζυγική σχέση, αρχικά με έναν λόγιο ποιητή, με τον οποίο όμως ο έρως δεν ευδοκίμησε λόγω διαφορετικών σεξουαλικών επιθυμιών (εν ολίγοις , του κυρίου δεν του άρεσε που η λαίδη τον άφηνε να ολοκληρώνει τις δικές του ορμές πρώτα και μετά τον αιχμαλώτιζε μέσα της για να ολοκληρώσει και αυτή). Στη συνέχεια όμως, αχ, γνώρισε τον δασοφύλακά τους, έναν άντρα καταγόμενο από ένα μικρό και ταπεινό χωριό της Αγγλίας, που αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του και εργάστηκε για λίγο σε κάποιο γραφείο, κατέληξε πως αυτή η ζωή δεν του αρμόζει. Προτίμησε να γυρίσει στο χωριό του και να κάνει μια κάποια χειρωνακτική εργασία ώστε να απομακρυνθεί από τους ανθρώπους και την ασφυκτική τους κοινωνία. Ποιος θα το περίμενε ότι ο ήρωας ενός βιβλίου γραμμένο το 1928, αρρενωπός, πρώην στρατιωτικός και νυν δασοφύλακας θα ετοίμαζε κ θα πήγαινε πρωινό στο κρεβάτι για την ερωμένη του.
Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο το 2014, θεωρώ, ότι το σοκαριστικό στοιχείο έχει ελαφρώς μετατοπιστεί από τις σεξουαλικές περιγραφές και έχει μεταφερθεί αρχικά, στο ότι πρώτος απ’ όλους ο πατέρας της ηρωίδας βάζει την ιδέα ενός εραστή και στο μυαλό της κόρης του, που τη βλέπει να μαραζώνει, αλλά και στον ίδιο του το γαμπρό .Ο Κλίφορντ (ο λόρδος) καθηλωμένος στο δικό του σωματικό λαβύρινθο, είναι διατεθειμένος να επιστρέψει στη λαίδη να τεκνοποιήσει αρκεί να του ορκιστεί πως θα παραμείνει κοντά του.
Εδώ γεννιούνται κάποια υπέροχα αιώνια ερωτήματα, για το αν η αγάπη είναι αρκετή, αν η συντροφικότητα μπορεί να καλύψει τα κενά του σωματικού έρωτα και αν μπορεί να υπάρξει σωματικός έρωτας χωρίς συναίσθημα. Η ελαφρότητα του βιβλίου αυτού έγκειται ακριβώς στο ότι κανένα από αυτά, και άλλα πιθανά ερωτήματα, δεν εκφράζονται με λόγια. Κανένας ήρωας δεν παλεύει για τίποτα. Η λογική αχνοφωτίζει τη σωστή λύση των διλημμάτων και οι σκέψεις των πρωταγωνιστών καταγράφονται μόνο από τα βλέμματά τους τα οποία αλλάζουν αναλόγως τις συνθήκες.
Τέλος, δεν ξέρω αν φταίει η χρονική απόσταση ανάμεσα στη συγγραφή του βιβλίου και την προσωπική μου ανάγνωση του αλλά δεν πίστεψα στιγμή ότι το σοκαριστικό κομμάτι του βιβλίου ήταν οι ερωτικές περιπτύξεις δύο ανθρώπων. Απεναντίας πιστεύω πως οποιαδήποτε λογοκρισία βρήκε πάτημα σε αυτές τις τολμηρές περιγραφές στην προσπάθειά της να αποσιωπήσει την επαναστατική άποψη του συγγραφέα κατά της βιομηχανικής περιόδου που εκείνη την περίοδο βρισκόταν στα καλύτερά της στην Αγγλία. Μια σακατεμένη άρχουσα τάξη που εντελώς τυχαία απαρτίζεται από τα μέλη της μπορεί να καθορίσει τις ζωές των ανθρώπων που πραγματικά θα τους άξιζε να κρατούν τα ηνία. Ανάμεσα στις δύο αυτές τάξεις ισορροπεί νυχοπατώντας η κυρία Μπόλτον, η χωρική νοσοκόμα που σιγά σιγά κερδίζει την εμπιστοσύνη του ασθενούς της από τη μια αλλά καλύπτει και στηρίζει την κυρία της από την άλλη. Χήρα η ίδια αναγνωρίζει τα σημάδια της ερωτικής δίψας της λαίδης και είναι η μόνη που αναγνωρίζει και την απώλειά τους. Αυτός είναι ίσως ο μόνος χαρακτήρας που ταλανίζεται, παλεύει εσωτερικά αλλά επίσης γνωρίζει πολύ καλά ότι το συμφέρον της είναι να παραμείνει υπό την προστασία του κυρίου της διατηρώντας φυσικά μία σχέση εμπιστοσύνη με την κυρία της.
0 Σχόλια