
Αφηγήσου!: για το ‘Ο Κάφκα και η κούκλα’ της Larissa Theule
γράφει ο Μιχάλης Κατσιγιάννης
Στο βιβλίο της Larissa Theule, ‘Ο Κάφκα και η κούκλα’, ο/η αναγνώστης/στρια έρχεται αντιμέτωπος/η με την ανθρώπινη δύναμη της αφήγησης μέσα από ένα βαθύ πλέγμα ισχυρών συμβολισμών. Η ιστορία επικεντρώνεται σε ένα – κατά πολλούς/ες αληθινό – συμβάν που έλαβε χώρα σε ένα πάρκο του Βερολίνου, μεταξύ του γνωστού συγγραφέα Φραντς Κάφκα και ενός μικρού κοριτσιού, της Ίρμα, όταν ο Τσέχος πεζογράφος είδε το κοριτσάκι λυπημένο επειδή έχασε την πολυαγαπημένη του κούκλα. Ο Κάφκα στεναχωρήθηκε γι’ αυτή την κατάσταση και αμέσως σκέφτηκε να αναλάβει δράση. Για την παρηγορήσει, αποφάσισε να της πει ότι η κούκλα της δεν χάθηκε, αλλά έχε φύγει για ένα ταξίδι. Έτσι, ξεκίνησε να γράφει διάφορα γράμματα, υποτίθεται από την κούκλα, και να τα παραδίδει στο κορίτσι καθημερινά. Μέσα από τα γράμματα, περιγράφει τις περιπέτειες της κούκλας σε όλο τον κόσμο. Η Ίρμα, γοητευμένη από όσα έχει διαβάσει στα γράμματα, αποφασίζει να εξερευνήσει η ίδια τον κόσμο και – έπειτα από την παρότρυνση του Κάφκα – να καταγράψει τις εμπειρίες της.
Το βασικό ίσως μήνυμα που θα μπορούσαμε να πούμε ότι φιλοδοξεί να διαδώσει το εν λόγω βιβλίο είναι ότι όλων των ειδών οι αφηγήσεις έχουν την εγγενή δύναμη να δημιουργούν δυνατότητες στους/στις παραλήπτες/τριές τους, ανεξαρτήτως των ποικίλων προσωπικών (με την ευρεία ή μη έννοια) αφετηριών τους, για τον απλούστατο λόγο ότι από την στιγμή που κινητοποιούν τη σκέψη τους και κατ’ αυτό τον τρόπο τορπιλίζουν τις διαθέσεις τους, παράγουν και δίνουν κίνητρα για δράση. Ολόκληρος ο κόσμος λειτουργούσε, λειτουργεί και θα λειτουργεί σε αυτό το πλαίσιο (βλ. Barthes, 2019: 93̇ Bruner, 2016), αφού η αναπαράσταση η οποία δομεί η αφήγηση, είναι εκείνη που δίνει κίνηση στον κόσμο, είναι μία δύναμη «κοσμοπλαστική» (Barthes, 2019: 83) που είτε κατευνάζει και συντηρεί είτε μετασχηματίζει και τροποποιεί (βλ. επίσης Hall, 1997). Η αφήγηση επομένως, είτε ως πράξη είτε ως έννοια δεν είναι κάτι το παθητικό, το ουδέτερο, που τίποτα δεν παρακινεί και δεν μεταλλάσσει αλλά το ακριβώς αντίθετο: η αφήγηση είναι που κινεί και αλλάζει τον κόσμο.
Στο βιβλίο, οι – δήθεν – αφηγήσεις της κούκλας αποτελούν ένα ιδιότυπο τρίτο υποκείμενο ανάμεσα στην Ίρμα και τον Κάφκα όπου αυτό παρουσιάζεται ως ένα μήνυμα που από μόνο του είναι ικανό για βελτίωση, για επανόρθωση, για αποτραυματοποίηση σε ό,τι αφορά την θέση στην οποία έχει περιέλθει η Ίρμα. Κάνοντας λόγο λοιπόν για μια επιτελεστική αφήγηση, η τελευταία είναι εκείνη που καθιστά θα λέγαμε την επικοινωνία ουσιαστική, την ψυχοσύνθεση λειτουργική και απεκδύει την σίγουρα αντιθετική, αλλά όχι α-παράλληλη, σχέση της πραγματικότητας με τη φαντασία. Δηλαδή, τα δεδομένα και οι βεβαιότητες του υπαρκτού συγκρούονται με τις επιθυμίες, δημιουργώντας ρωγμές στο υπάρχον, και κατασκευάζοντας έναν εναλλακτικό τρόπο θέασης της εσωτερικής πτυχής των πραγμάτων.
Με άλλα λόγια, οι αφηγήσεις της κούκλας, αυτό το τρίτο υποκείμενο στη σχέση της Ίρμα με τον Κάφκα, δεν γίνονται αντιληπτές ως στατικές και χρηστικές μαγικές αφηγήσεις που ως στόχο έχουν απλώς την παρηγοριά και τον καθησυχασμό, αλλά μάλλον λειτουργούν ως θεραπευτικό μέσο, ψυχοκοινωνικό βοηθητικό εργαλείο, θέλοντας να αναδείξουν το γεγονός ότι τα διάφορα περιστατικά, και οι καταστάσεις στις οποίες μας προσδένουν, μπορούν να γίνουν αντικείμενο ανάλυσης, επεξεργασίας και κριτικής από τον/την καθένα/μιά από εμάς, όχι όμως από τις όχθες του εγκλωβισμού και της στενότητας του στοχασμού και της έκφρασης, αλλά εκκινώντας από την παραδοχή ότι μέσα από την συνειδητοποίηση της καινούργιας κατάστασης, αλλά και της καλλιέργειας της διάθεσης για εύρεση νέων πιθανών επιλογών ανάκτησης του περιεχομένου της απώλειας, το τέρας της καθημερινής ζωής μπορεί να μετασχηματιστεί.
Όπως φαίνεται και στο βιβλίο, με την απώλεια της κούκλας, η Ίρμα εμφανίζεται απαρηγόρητη διότι αισθάνεται αβοήθητη και μόνη. Και τότε είναι που ο Κάφκα επιστρατεύει τη δράση μίας αφήγησης που ποιεί, επιτελεί. Μιας αφήγησης που μπορεί να αλλάξει αρκετά ή και πλήρως ακόμη, το περιβάλλον. Μιας αφήγησης που μπορεί να ιδωθεί πέρα από το ντετερμινισμό του αναπόδραστου, του όποιου αναπόδραστου, και του εδραιωμένου.
Με βάση τα παραπάνω, ο προσανατολισμός του βιβλίου της Larissa Theule, μοιάζει να κινείται – με την ευρεία έννοια – στη σφαίρα της αφηγηματικής θεραπείας, αφού αποδέχεται, και προωθεί, τις αφηγήσεις ως ιστορίες που έχουν τη δύναμη της (ανα)συγκρότησης και της (ανα)προσαρμογής, και κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ευεργετικές για το υποκείμενο. Ο κάθε είδους λόγος, ανεξάρτητα από το πόσο σημαντικός μπορεί να φαίνεται, πάντα κρύβει εντός του κάτι ικανό και αιχμηρό, κάτι που μπορεί να επιφέρει μία αλλαγή είτε στο μακρο-επίπεδο είτε στο μικρο-επίπεδο. Ακόμα και να τα αλλάξει όλα. Άλλωστε, κάθε αλλαγή που γνώρισε ο κόσμος έτσι δεν ξεκίνησε;
Βιβλιογραφία
Barthes, R. (2019). Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (Γ. Σπανός, Μτφρ., Β. Πατσογιάννης, Επιμ.). Αθήνα: Πλέθρον.
Bruner, J. (2016). Δημιουργώντας ιστορίες: Νόμος, λογοτεχνία, ζωή (Β. Τσούρτου, Κ. Πολυδάκη & Γ. Κουγιουμουτζάκης, Μτφρ., Γ. Κουγιουμουτζάκης, Επιμ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Hall, S. (1997). The work of representation. Στο S. Hall (Επιμ.), Representation: Cultural Representations and Signifying Practices (σσ. 13-74). London: Sage.
0 Σχόλια