Ο θειος μου ήταν κωφάλαλος εκ γενετής. Ο μόνος του φίλος ήμουν εγώ και μεγαλώνοντας μαζί του έμαθα να διαβάζω την σιωπή. Ναι ήταν καλός δάσκαλος κι ας έλεγε ο γιατρός ότι είναι παρανοϊκός. Τον θυμάμαι που χτυπούσε συνέχεια λέξεις στην παλιά γραφομηχανή του και ταχτοποιούσε σε πάκους όλες τις σκέψεις του που τις φύλαγε σαν Κέρβερος. Ποτέ δεν τα διάβαζε κανείς μέχρι που ένα απόγευμα γλίστρησα κρυφά μέσα στην βιβλιοθήκη του και διάβασα μερικά φύλλα από περιέργεια. Τα μάτια μου πέσανε σε μια μικρή ιστορία για κάποιον κόμη που την ρούφηξα με μια ανάσα και ύστερα ταξίδεψα σε κόσμους πρωτόγνωρους που έσπασαν τα χαλινάρια της φαντασίας μου. Πήρα άλλη μια ιστορία και την έκρυψα κάτω από το μαξιλάρι μου.
Όταν ξύπνησα πήρα την ιστορία μαζί μου να την διαβάσω σε κάποιο διάλλειμα αλλά την άρχισα κρυφά την ώρα των φιλολογικών. Ο καθηγητής ήρθε από πάνω και άρπαξε τις κόλλες χωρίς να μου πει κάτι άλλο. Μόνο με αγριοκοίταξε και έριξε μια ματιά στον τίτλο. Όταν σχόλασα πήγα στο γραφείο του να ζητήσω πίσω τα γραπτά και τον είδα να διαβάζει απορροφημένος την ιστορία του θειου μου. Έπρεπε να τον σκουντήσω για να τον επαναφέρω στην ύλη της πραγματικότητας.
«Δεν μου λες Βασιλείου ποιος έγραψε αυτό το κείμενο;» Με ρώτησε ξαφνιασμένος. Δεν ήξερα τι να απαντήσω και το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό δυστυχώς το φώναξα.
«Εγώ.»
«Εσύ;» μου λέει και ξεσπά σε γέλια. «Εγώ είμαι ο Γεωργαντάς με το όνομα. Δεν ξεγελιέμαι εγώ. θέλω την αλήθεια.»
Όντος έκανε πολλούς μαθητές να τρέμουν και μόνο στο άκουσμα του ονόματος του όμως δεν ήθελα να πω το όνομα του θείου μου. Με τα λεπτά της ώρας να περνάνε χωρίς να απαντώ πεισματικά γίνονταν σαφές στον καθηγητή -με το όνομα- πως δε πρόκειται να απαντήσω.
«Πολύ καλά Βασιλείου αύριο να μου φέρεις μια καινούργια ιστορία. Πήγαινε τώρα.»
Καλύτερα να μου έδινε αποβολή ή καλύτερα να με σκότωνε. Δεν μπορούσα να πάω στο σπίτι και αναρωτιόμουν πως παγιδεύτηκα χωρίς να το καταλάβω. Ένιωθα ένοχος αλλά το ίδιο βράδυ μπήκα σαν αίλουρος στην βιβλιοθήκη του θειου μου και πήρα άλλη μια ιστορία. Όποια βρήκα στα τυφλά.
Το άλλο πρωί όταν μπήκε στην τάξη ο καθηγητής το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μου ζητήσει την ιστορία και φυσικά του την έδωσα. Το ίδιο έγινε την επόμενη και την μεθεπόμενη μέρα αρνούμενος να του πω τον συγγραφέα. Για του επόμενους μήνες του έδινα μια καινούρια ιστορία και έπαιρνα την προηγούμενη.
Λίγο πριν τις τελικές εξετάσεις με φώναξε στο γραφείο του.
«Βασιλείου αν δεν μου πεις τον συγγραφέα των ιστοριών θα κοπείς στις εξετάσεις.»
Η δήλωση αυτή έπεσε σαν κεραυνός και τα μπουμπουνητά μου ακουστήκαν μέχρι το προαύλιο αλλά ο καθηγητής ήταν αποφασισμένος. Βλέπεις ήταν ο Γεωργαντάς με το όνομα. Λίγο πριν το σούρουπο γύρισα στο σπίτι κουρασμένος σαν να τραβούσα όλη την γη πίσω μου. Είχα πάρει την απόφαση να τα ξεράσω όλα με κάθε κόστος. Ήξερα καλά τον εύθραυστο κόσμο του θείου μου. Τον κοιτούσα να χτυπά λέξεις στην γνωστή του θέση και προχώρησα με αργά βήματα προς την εξομολόγηση μου.
Δεν ήξερα πώς να αρχίσω και κάθισα μπροστά του για να διαβάσει καλά τα χείλη μου. Όσο ομολογούσα στο πρόσωπο του θειου μου χαράζονταν κεραυνοί πολέμου μέχρι που ολοκλήρωσα και χτύπησε το χέρι του με βία στην γραφομηχανή. Δεν το κρύβω φοβήθηκα μην ξεσπάσει με την γνωστή του παράνοια και τον ακούμπησα στην πλάτη για να ηρεμήσει. Γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που με έκανε χίλια κομμάτια. Αν μιλούσε σίγουρα θα χρησιμοποιούσε την λέξη προδοσία αλλά ευτυχώς μετά με χάιδεψε στο μάγουλο και ξεφύσησε κοιτώντας την γραφομηχανή. Χτύπησε μερικές λέξεις και μου τις έδειξε.
«Θέλει να μάθει το όνομα μου;»
«Ναι αλλιώς θα με κόψει στις εξετάσεις.» του απάντησα και του εξήγησα με λεπτομέρειες τι εστί Γεωργαντάς.
Μου έκανε νόημα με το κεφάλι του πως κατάλαβε και μου έδειξε το δωμάτιο μου. Το ξημέρωμα άφησε στο προσκεφάλι μου ένα φάκελο. Μου έκανε νόημα να μη το ανοίξω και να το δώσω στον καθηγητή.
Η πρώτη μέρα των εξετάσεων τελείωσε και ο καθηγητής με περίμενε στο γραφείο του.
«Λοιπόν Βασιλείου;» με ρώτησε με νόημα και του έδωσα τον φάκελο. Κάθισα σε μια πολυθρόνα όσο περίμενα να τελειώσει το διάβασμα κοιτώντας το πάτωμα. Τα λεπτά περνούσαν και ο καθηγητής δεν σάλευε από την θέση του. Έκανα υπομονή και ξεφυσούσα όσο αθόρυβα μπορούσα. Μετά από δυο ατέλειωτες ώρες ο καθηγητής σηκώθηκε σαν υπνωτισμένος και μου έδωσε τον φάκελο πίσω.
«Μπορείς να φύγεις… συγγνώμη παιδί μου… πήγαινε…» μου είπε και έφυγε κι αυτός με βήμα αργό και αφηρημένο. Στον δρόμο άνοιξα το φάκελο και είδα ένα μικρό ποίημα που διαβάζεται σε λίγα δευτερόλεπτα. Κούνησα το κεφάλι μου κοροϊδεύοντας τον Γεωργαντά που έκανε δυο ώρες να το διαβάσει και άνοιξα το βήμα μου για την αγκαλιά του θειου μου.
Μετά από χρόνια θυμήθηκα ξανά εκείνο το ποίημα του θειου μου όταν με ρωτούσαν πετώντας σάλια πιο είναι το όνομα μου για να μου κάνουν μήνυση επειδή εμπόδιζα την μπουλντόζα να γκρεμίσει το μοναδικό σχολείο για κωφάλαλους. Τους το χαρίζω και τον ευχαριστώ γι’ αυτό από εκεί ψηλά που βρίσκεται.
Αν σου πω το όνομα μου τι θα ξέρεις και πάλι;
Ένα όνομα θα’ ναι που το διάλεξαν άλλοι
Αν ρωτάς που γεννήθηκα, δεν θυμάμαι αλήθεια
Όπως όλοι κατάγομαι απ’ τη γη και το σύμπαν
Κι αν μου κρίνεις το σώμα αυτό του έδωσε η φύση
Και οι ρυτίδες δικές της και το πρόσωπο επίσης
Μια φορά αναρωτήσου πως σε λένε στα αλήθεια
Και αν πεις το όνομα σου θα ‘ναι απλά η συνήθεια
Αν νομίζεις πως είσαι μια σειρά από χτύπους
Τότε μόνο συγχώρα με δεν ακούω τους ήχους
Βλέπεις είμαι ουσία που διαρκώς μεταβάλλεται
Και ενέργεια έκθετη που στα χέρια δε πιάνεται
Είμαι σκέψη αλόγου και η πράξη αντίστοιχα
Ό,τι πρόδωσα εν μέρη και εν τέλη τα πίστεψα
Είμαι έννοια άσαρκη κι απ’ τα λόγια τα άτιμα
Διφορούμενες λέξεις – το ξέρω-
στην γνωστή μου παράνοια!
Ο κανένας
του Στάθη Ταλιούρη
“Μια φορά αναρωτήσου πως σε λένε στα αλήθεια
Και αν πεις το όνομα σου θα ‘ναι απλά η συνήθεια”
Τόσο πολύ αληθινό! Τόσο πολύ όμορφη κι αληθινή ιστορία!
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Απλά υπέροχο…
Με κέρδισε από τις πρώτες γραμμές, κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον μου και με συγκίνησε στο τέλος με το υπέροχο ποίημα.
Απλά…καταπληκτικό!
Συγχαρητήρια!
Με εκτίμηση ___Ελένη Ιωάννου
polu kalo. sxedon paidiko dihghma me polu omorfo nohma kai hthiko didagma pou se kathe hlikia analogws thn optikh gwnia o kathenas katalavainei kai mathainei kai ntrepetai kai didasketai kati kainourio.kai to poihma. bravo . polu kalo!
Παρακαλούμε τα σχόλιά σας να μην είναι γραμμένα με greeklish, η γλώσσα μας είναι πολύ όμορφη για να της συμπεριφερόμαστε με αυτόν τον τρόπο!
πολυ ομορφο διαβαζεται ευκολα και εχεις μια αγωνια για το τελος μπραβο περιμενουμε το επομενο
Συγκλονιστική ιστορία. Δυνατή γραφή! Κάθε λέξη έπαιρνε διαστάσεις , χρώμα και φωνή. Ακόμα και μετά που τελείωσα την αναγνωση έμεινα καθηλωμένη και η σκέψη μου τριγύριζε τις γραμμές μήπως ανακαλύψει κάτι ακόμα που ίσως της ξέφυγε.
Κύριε Ευστάθιε είναι το δεύτερο κείμενο σου που διαβάζω και έχω να πω πως ο πηγαίος λόγος και η απλότητα του συγκεκριμένου κειμένου διαβάζεται με μια ανάσα με λόγο μεστό και η κορύφωση συντελείται με το ποίημα ως φυσικό επακόλουθο. Τόσο απλό …. τόσο δύσκολο!