Δε θα άλλαζε το πρόγραμμα των διακοπών του στο νησί, ούτε για το χατίρι πάντων των μαγευτικών νησιών του αρχιπελάγους, που ήταν ονομαστά ανά τον κόσμο ως επίγειοι παράδεισοι. Δε θα άλλαζε το πρόγραμμά του για τον ίδιο τον Παράδεισο, γιατί γι’ αυτόν, Παράδεισος και δικό του νησί ήταν έννοιες συνυφασμένες στο υφάδι της καρδιάς του.
Του συνέβαινε όμως, κάτι περίεργο ψυχολογικά, που δεν το είχε ξανά αισθανθεί. Μια βαρυθυμία, μια περίεργη παραίτηση, μια χαύνωση, που όμως δε θα τον έκαναν να αλλάξει τα σχέδια που είχε σχεδιάσει για τις διακοπές του τούτες, τόσον καιρό πριν. Τού πέρασε από το μυαλό, μη και βρισκόταν στα πρόθυρα μιας κατάθλιψης, που όμως δεν είχε και κανέναν λόγο να αισθάνεται την απειλή της ύπουλης αυτής ασθένειας. Δεν το έβρισκε καθόλου φυσιολογικό με την τόση ομορφιά γύρω του, με χρώματα της φύσης σε σκανδαλώδη οργασμό, ο ίδιος να τα βλέπει όλα γκρίζα. Δεν ήθελε ακόμη μπλεξίματα με φάρμακα και γιατρούς. Θα καταπολεμούσε μόνος του το πρόβλημα και θα φρόντιζε να κάνει κάτι με την μοναξιά του, που τη λάτρευε, και που αυτή τον μάγευε μεν, αλλά και που δεν έπαυε να είναι σαν σε απομόνωση. «Άιντε να αντιμετωπίσουμε το θέμα -όχι ακόμη πρόβλημα- πριν χειροτερέψει», σκεπτόταν.
Χτύπησε το εσωτερικό κουδούνι και ζήτησε ένα παγωμένο κοκτέιλ «πιο παγωμένο από τον Βόρειο πόλο», όπως παράγγειλε χαρακτηριστικά, και ξάπλωσε στην πολυθρόνα του να απολαύσει με μισόκλειστα βλέφαρα το δροσερό αεράκι, που ερχόταν από την παραλία, αγγίζοντάς την σχεδόν.
Ένας έντονος καβγάς μεταξύ δύο ατόμων, εκεί κάτω μπροστά, του μεγάλωσε τη δυσθυμία του. «Για κοίτα και αυτούς τους δυο που, ναι μεν δεν είναι λάτρεις της μοναξιάς, πόσο ευτυχείς είναι και τι καλά που περνούν», μονολόγησε. Μα δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη σκέψη του, όταν κατάπληκτος, βλέπει τον άντρα να δίνει μια τέτοια μπούφλα στην συνοδό του, η οποία τινάχτηκε στον αέρα και έπεσε με τα μούτρα στο νερό, απ’ όπου δεν ξανασηκώθηκε ποτέ.
Ο Φρίξος έντρομος πετάχτηκε από τη θέση του, χειρονομώντας και ελπίζοντας να φτάσει η φωνή του μέχρι κάτω, την στιγμή ακριβώς που ο γκρουμ του πολυτελούς ξενοδοχείου του σέρβιρε σε ασημένιο δίσκο το λαχταριστό κοκτέιλ που ζήτησε. Βλέποντας τον πελάτη τους σ’ αυτήν την κατάσταση τρόμαξε και ρώτησε: «Τι πάθατε κύριε, για τω Θεώ τι σας συμβαίνει;».
«Μου συμβαίνει ότι κάθομαι και πιάνω κουβέντα με σένα, την στιγμή που μια κυρία πνίγεται στα ρηχά δυο βήματα από μένα».
«Τι κάνει η κυρία; Πνίγεται; Γιατί;».
«Το γιατί ρε συ ρωτάς, ή το ότι πνίγεται; Για έλα να πάμε κάτω να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, το ανθρωπίνως δυνατόν».
Ο γκρουμ κατάπληκτος ακολουθεί τον Φρίξο, το πρόσωπο του οποίου είχε γίνει πιο κόκκινο από το κοκτέιλ, που έμενε να βράζει και να λιώνει τους πάγους του στο καυτό πεζούλι της πελούζας.
Μία τεράστια πετσέτα μπάνιου κάτω από την πολύχρωμη ομπρέλα και καμία απολύτως ανθρώπινη παρουσία, είτε έμψυχη είτε άψυχη, να στολίζει το τοπίο. Τα νερά ρηχά και διάφανα, που να τα πιεις στο ποτήρι. Ναι, αλλά και η κυρία τι έγινε μωρέ; Εξαϋλώθηκε μετά την εισπραχθείσα μπούφλα;
Ο γκρουμ να μην καταλαβαίνει Χριστό κι ούτε άκρη να βγάζει από τα ακατάληπτα, σχεδόν, λόγια του αξιότιμου και γνωστότατου πελάτη τους, που έψαχνε τον τόπο γύρω τους σαν λαγωνικό. Μα ούτε φωνή, ούτε σημάδι, ούτε κάποια μήνυμα της μπουφλασμένης κυρίας. Άφαντη από προσώπου γης και θαλάσσης. Μα ούτε ο δολοφόνος ήταν εκεί τριγύρω να τους έλεγε καναδυό λογάκια πειστικά, ή όχι, για το τι συνέβη μόλις πριν λίγα λεπτά, εκεί μπροστά τους και όχι αλλού κι αλλού, που να πάρει και να σηκώσει.
Ο Φρίξος έριξε ξανά μία ματιά στην απλωμένη τεράστια μπουρνοζοπετσέτα, που απλωμένη δελεαστικά, δεν έβλεπε κανέναν να ανταποκρίνεται στο κάλεσμά της. Στην άκρη της ακτής μια ξεφουσκωμένη γοργόνα, απ’ αυτές που ξαπλώνεις πάνω τους και στο νερό σε πηγαίνουν όπου επιθυμείς με το φύσημα του αέρα, υπακούοντας πιστά στο τιμόνι των απλωμένων σου μπράτσων.
Αν δε ντρεπόταν τον νεαρό γκρουμ, θα ορκιζόταν ότι θυμόταν ακόμη και το όμορφο πρόσωπό της, πριν η μπούφλα τής το αλλοιώσει φρικτά.
«Νεαρέ, γρήγορα, κάλεσε την αστυνομία. Κάτι πολύ βρώμικο παίζεται εδώ πέρα και εγώ δεν πρόκειται να το αφήσω να περάσει έτσι, αβρόχοις ποσίν. Δε γίνεται να κλείσω τα μάτια και να προσποιηθώ ότι νόμιζα ότι είδα κάτι, ενώ δεν έβλεπα απολύτως τίποτα. Τι διάολο, παραισθήσεις έχω στην ηλικία μου, απογευματιάτικα, με τόσο φως; Μη στέκεσαι το λοιπόν, κάλεσε την σεκιούριτι του ξενοδοχείου για αρχή και για τη συνέχεια βλέπουμε…», είπε στον νεαρό που τον κοιτούσε κατάπληκτος, καθώς και το πρόσωπό του είχε πια γίνει το ίδιο πορφυρό με τον ήλιο, που έγερνε στη δύση του, εκεί πέρα στην άκρη της γαλάζιας απλωσιάς.
«Τι με κοιτάς έτσι μωρέ; Φώναξε την ασφάλεια, σού λέω, πριν βρεις κανέναν μπελά και ελόγου σου».
«Ήσυχα κύριε, ήσυχα, ηρεμήστε. Καθίστε εδώ να πιείτε το ποτό σας και εγώ σπεύδω να εκτελέσω την εντολή σας. Αν μου επιτρέπετε μια συμβουλή, βάλτε μια κομπρέσα δροσερή στο μέτωπό σας μη και σας ζάλισε λίγο ο ήλιο, που αυτήν την εποχή είναι δυνατός ακόμη και στη δύση του. Και αν δεν έχουν δει τα μάτια μου και…».
«Το έπιασα το υπονοούμενο ζουλάπι, τράβα να ειδοποιήσεις γιατί θα βάλω τις φωνές».
Φεύγοντας ο νεαρός άφησε τον Φρίξο να αναρωτιέται κατά μόνας μη και ένα ίχνος ηλίασης τού είχε επιφέρει την παραίσθηση. Έκανε να πιει το ποτό του, μα αυτό έβραζε. Πήγε μέχρι το μπάνιο, έριξε μπόλικο νεράκι στα μαλλιά του και μετά τα τίναξε, όπως ακριβώς κάνουν τα σκυλιά με το μπάνιο το δικό τους. Τα νερά πλημμύρισαν τον τόπο, μα ούτε που τα σκούπισε. Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η ασφάλεια. Δύο αυτοί, και μ’ αυτόν τρεις και το λουρί της μάνας.
«Τι έχουμε εδώ κύριος;».
«Εσείς καλείστε να απαντήστε στο πολύ απλό σας ερώτημα. Εγώ δεν είμαι ασφάλεια, αλλά ένας απλός νομοταγής πολίτης που έγινα αυτόπτης μάρτυρας, όχι απαραίτητα και αυτήκοος, μιας δραματικής σκηνής. Μάλωνε το ζευγάρι. Αυτό φαινόταν από τη γλώσσα του σώματός τους. Τα λόγια δεν έφθαναν μέχρις εδώ, μα φαινόταν ότι εκείνος ούρλιαζε, εκείνη τον κοιτούσε ακίνητη και αμίλητη, μέχρι που έφαγε μια τέτοια μπούφλα, που την τίναξε κυριολεκτικά στον αγέρα. Και μετά έπεσε με τα μούτρα στο νερό».
«Ακούστε κύριε. Στην από κάτω πελούζα μένει εδώ και καιρό ο καλύτερος οικονομικά πελάτης μας, ο αξιότιμος εφοπλιστής κύριος Βησσαρίων με το όνομα. Δε διανοούμαι καν να του κάνω ούτε νύξη. Εσείς, παρακαλώ, ελάτε μαζί μου μέχρι τη ρεσεψιόν να δώσετε μια γραπτή κατάθεση και για την συνέχεια, άλλοι θα κρίνουν», είπε σοβαρά και αυστηρά το όργανο της τάξης.
«Ω, μα ναι , ναι, ο Κύριος Βησσαρίων δεν είναι τούτος εδώ ο κύριος που σαν να μην συνέβη τίποτα κάθεται και τα πίνει με άλλη αιθέρια ύπαρξη. Ούτε γάτα ούτε ζημιά, λοιπόν, ο κ Βησσαρίωνας».
«Για πιο σιγά κύριε. Πώς κατηγορείτε τον κόσμο χωρίς λόγο και αιτία;».
«Χωρίς λόγο και αιτία λοιπόν, ε; Για δες και τούτο: Ο κύριος Βησσαρίων; Με συγχωρείτε κύριε εφοπλιστά, μα πέστε μου μήπως και ψάχνω στα άχυρα να βρω μια βελόνα, ψηλή και λυγερή, που πριν λίγη ώρα μπουφλιάσατε κι έκτοτε αγνοείται η τύχη της;».
«Σε μένα μιλάς κύριε;».
«Εσύ, δε μένεις στην πελούζα κάτω από τη δική μου; Εσύ, δεν ήσουν που χτύπησες το κορίτσι, που έπεσε με τα μούτρα στα ύδατα και δεν ξανασηκώθηκε ποτέ;».
«Τα έκανα όλα αυτά εγώ, ε; Χα χα χα. Γούστο που το’ χεις αγόρι μου. Συγγνώμη κουκλίτσα μου, περίμενέ με, δε θ’ αργήσω. Για να πάμε όλοι μαζί στη σκηνή του εγκλήματος».
Ανάστατος ο Φρίξος βλέπει τον αξιότιμο κύριο Βησσαρίωνα να προπορεύεται ήρεμος και ατάραχος, έως κάπως αδιάφορος και ειρωνικός, σαφώς.
«Κοίτα τον μωρέ, ηθοποιός που είναι ο μπαγάσας», σκέφτηκε ο Φρίξος.
«Να, εδώ ακριβώς ήσουνα. Την έβριζες και αυτή σε κοιτούσε αμίλητη, μέχρι που έφαγε τη μπούφλα της και μ’ αυτήν τη ζωή της. Πώς εξαφάνισες το κορμί της δεν το ξέρω. Μα κάποια στιγμή θα βρεθεί».
«Ω, μα ναι, γίνεται εγώ ένας Βησσαρίων να αφήσω το φιλοθεάμον κοινό μέσα στην απορία;».
«Εν τω μεταξύ, εσύ αγόρι, κάνε τον κόπο να μού φέρεις την τρόμπα. Αγαπητέ άνωθέν μου γείτονα, λυπάμαι αν άθελά μου σού χάλασα το απόγευμα και την ησυχία, μα για δώσε βάση: τα φαινόμενα, τα άτιμα, πολλές φορές απατούν. Συμβαίνει κάτι που δε συμβαίνει στ’ αλήθεια. Για φούσκωνε δυνατά αγόρι μου την όμορφη γοργόνα μου, επιτυχημένο όπως αποδεικνύεται ομοίωμα της μισητής μου αρραβωνιαστικιάς, που με εγκατέλειψε, όσο περίεργο και αν ακούγεται, ασπλάχνως. Εγκαταλείπονται, ακόμη, και οι Βησσαρίωνες του κόσμου τούτου, μη πω και του άλλου».
Ο Φρίξος, κατάπληκτος, βλέπει να ανασταίνεται δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο η μπουφλιασμένη και να ξαναγίνεται το ίδιο όμορφη και ακμαία. Ομοίωμα γυναίκας, σε φυσικό μέγεθος, που πάνω του ο αξιότιμος κύριος Βησσαρίων έβγαζε όλο του το μένος.
«Γι’ αυτό, λοιπόν, δεν απαντούσε το κορίτσι στις βρισιές», μονολόγησε ο Φρίξος ντροπιασμένος.
Η επιστήμη, όσον αφορά τα ομοιώματα, δεν έχει προχωρήσει τόσο, που να έχουν αποκτήσει αυτά, μιλιά και νόηση. Το μέλλον πάντως είναι μπροστά, δεν θα αργήσει και αυτό να επιτευχθεί, αν και δεν ξέρουμε αν έχουν κάποιο ενδιαφέρον αφού σε τίποτα δε θα διαφέρουν από τα αληθινά. Λάθος;
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Βρε τον Βησσαρίωνα! Εκεί που νόμιζε πως έπαθε κατάθλιψη, τσουπ! εμφανίστηκε το περιστατικό και έδωσε νόημα στη ζωή του. Εμ, γι αυτό στα πιο παλιά χρόνια οι άνθρωποι δε γνώριζαν αυτή την αρρώστια. Είχαν το γείτονα να ασχολούνται. Με έκανες και γέλασα Λένα, καλή σου μέρα!
ΌΤΑΝ σας κάνω και γελάτε με τις ιστορίες μου γελά η ψυχή μου .ευχαριστώ Σουλελάκι μου
Απολαυστική η ιστορία σου Λένα μπράβο σου για άλλη μια φορά!!Την καλημέρα μου!!
Καλημέρα Όμορφη.Χαίρομαι που σού άρεσε
Και εκεί που περίμενα όπως και ο έρμος ο Φρίξος να βρεθεί το πτώμα…να σου η ανατροπή και γεμάτη χιούμορ μάλιστα!!! Πολύ όμορφη η ιστορία σου Λένα μας έφτιαξες την διάθεση. Καλό βράδυ και μια όμορφη εβδομάδα!!!
Σοφία μου πολύ μεγάλη υπόθεση να φτιάχνεις την διάθεση κάποιου και χαίρομαι που το κάνω εγω Ευχαριστώ
Καλή μου Λένα, πού φτιάχνουν τέτοια ομοιώματα, αν την γοργόνα του αξιότιμου Βησσαρίωνα, να παραγγείλω καμιά δεκαριά;;;;
ΧΑχαχαχα, το απόλαυσα, όπως πάντα, άλλωστε!!!!!!!!!
Γράφε, γράφε, γράφε κι εμείς ν’ απολαμβάνουμε, ν’ απολαμβάνουμε, ν’ απολαμβάνουμε!!!!!!!!!!
Φιλούμπες!!!!!!!!
Κιαλή μου Αθηνά λυπάμαι αλλά δεν έχω επαφές με τον Βησσαρίωναγια να τον ρωτήσω από πού τα αγοράζει . Υπόσχομαι όμως όταν τον δω να τον ρωτήσω παραβαίνοντας έστω τον άγραφο νόμο του να μην είμαι περίεργη και αυτόγιατί θα είναι για καλό σκοπό….
Πολύ ωραία η ιστορία σου Λένα μου. Πως καταφέρνεις κάθε φορά να τρυπώνουμε μες στις ιστορίες σου και να γινόμαστε ένα με αυτές; Μόνο εσύ ξέρεις.
Χαρά μου και να τρυπώνετε και να ταυτίζεστε Ευχαριστώ Βάσω. ειλικρινά