στον Πέτρο τον πατέρα
και στον δωδεκάχρονο Α…
Δεν ξέρω πως ξεράθηκε τούτο το δεντρί, είπε ο πατέρας, δυνατό φυτό, όπως και τ’ άλλα ήταν, τι να το πείραξε, η κοπριά να το καψε, η βροχή να νερόφαγε τις ρίζες… είναι κι εκείνα τα διαολεμένα τα ποντίκια… κι εκείνη η νέα μητέρα, σ’ έναν άλλον πίνακα, μια άλλη ζωή η ζωή της, χαραγμένη η απορία στη μικρογραφία των ματιών, το παιδί της έχει γαλανά και ηλίολουστο πρόσωπο, μόνον που κάτι του καίει τα σωθικά και ουρλιάζει τις νυχτιές…
Το παιδί πήρε να κατασκευάζει αυτό που έτρεχε στο μυαλό του μέρες, μια γέφυρα με φτερούγες πουλιών που ανοιγόκλειναν, το είπανε Νικηφόρο, αναζητώντας τη λύτρωση μέσα από τη νίκη, κι η μητέρα του τού ζήτησε να της εξηγήσει τι έπλαθε, λόγια τρέξανε στρεβλά, η γλώσσα άλλαζε σειρές και λέξεις, ένα χωράφι έγινε που το τρακτέρ όργωνε άναρχα, οι άλλοι μια ετικέτα του έβαλαν κι εκείνη προσπαθούσε να τη διαβάσει, να μάθεις απ’ έξω κι ανακατωτά, το πρέπει που άκουσε και τον τρόμαξε, έδειξε έναν σχισμένο κεραυνό που κούρνιασε σε κάτι φωλιές φιδιών, λάμποντας σαν πουκάμισό τους, εκείνο το δεντρί μαράζωσε, κάθε μέρα στο χωράφι ερχόμουν, παραπονιόταν ο πατέρας, πώς μου ξέφυγε…
Και λένε πέρασε ο καιρός, το παιδί έβγαλε τρίχες, η μητέρα ήταν πάντα νεαρή στα μάτια του, η μαγκούρα που είχε φυτευθεί μέσα του ανακάτωνε μια γαβάθα ρεβίθια, τον λέγαν ελαφρύ, δεν ξέρει τι εννοούσαν, αυτός στα παιδικά του πηγαινοερχόταν στον διάδρομο του σχολείου μ’ ένα εικονογραφημένο στα χέρια κι όλο μουρμούριζε, τι να πήγε στραβά, αναρωτιέται ο πατέρας, φταίει η σπορά ακούγεται η μητέρα του Νικηφόρου, το φυτό ήταν δυνατό, μουρμουρίζει ο πατέρας τα δικά του, ο Νικηφόρος προσπάθησε να γράψει σε καθαρό ουρανό, σχεδίασε κάποια αρτσούμπαλα σύννεφα που μήτε βροχή δεν κουβαλούσαν…
Το βλέμμα του διέτρεχε τον πίνακα, πετούσε στις μασχάλες του γραφείου, κυνηγούσε ένα βιβλίο που δεν έλεγε ν’ ανοιχτεί, είχε τρεμάμενα γράμματα κι οι εικόνες του λιγοστές, μια κόλλα άδειο χαρτί και τα λόγια εκείνης, της πανέμορφης, ενός αγγέλου που θύμωσε μαζί του σαν της επέστρεψε την κόλλα λευκή, γράψε κάτι, τον είχε παρακαλέσει, τι να γράψει, πόσο περίγελος θα γινόταν με τα γράμματα και τις λέξεις που σπούδασε, αυγά που έσπασαν, του είπε κάποιος, με τα ι να είναι υ ή η, με τα όμικρον ωμέγα, αυτός πυρπολιόταν ως και στην ιδέα πως έπρεπε να γράψει, τώρα γνέθει τα χέρια, πήγε να χωρέσει μεγάλα φωτεινά όνειρα σε πέντε λέξεις κι αυτές αβέβαιες, αν ήταν άνεμος θα μπορούσε να δημιουργήσει δυο μορφές να χορεύουν με ένα φουρφούρι στο χέρι, μια τρίτη μικρογραφία προσπαθεί να τον μιμηθεί, τι να χρειάζονται οι λέξεις για να πλάσεις ευοίωνα όνειρα, ο πατέρας καθρέφτισε μέσα στη δακτυλήθρα τη γιομάτη τσίπουρο και άλλο ένα γιατί, δεν περίμενε απάντηση παρά τον καιρό για να του πάρει την έγνοια…
Τι να πήγε στραβά; Πώς να το εξηγήσεις; Όταν μες στο κτήμα ένα δεντρί φυλλορροεί όλο και κάτι θα βρεις να φταίει, μα σαν το βλαστάρι σου είναι το μοναδικό, μονάκριβο μπιμπελό της ζωής σου, ο πατέρας πήγαινε καθημερινά και ταχτάριζε τα δέντρα, τι να έφταιξε, αναρωτιέται κι η μάνα του Νικηφόρου, δεν είναι άνθρωπος για να στενοχωρηθείς, του είπα, είναι κάτι παραπάνω από άνθρωπος, γύρισε και με κοίταξε, η ζωή μου η ίδια…
Ο εγκέφαλος πληγωμένος με νεκρά κύτταρα και πλανεμένα λόγια που ακροβατούν στη γέφυρα του βάλτου, μια μάγισσα ήρθε, ανύποπτες φιγούρες φυγάδευαν τα γεννητικά τους όνειρα, κάποτε θα φύγουμε από το μαύρο στο μπλε της άκριας του πίνακα, μια ζωή κατεστραμμένη, ακούστηκε η σιγουριά της μητέρας του Νικηφόρου, μεγαλώσαμε πια, δεν είμαστε παιδιά να πιστεύουμε, κάποτε ίσως το φυτό ξαναδώσει, είπε ο πατέρας, και προσπάθησε να τσαπίσει το χώμα, να αερίσει τις ρίζες του…
Αξιόλογη επιλογή λέξεων και φράσεων. Μου αρέσει ο λυρισμός που το διακατέχει. Ένας “Klimt” της γραφής!
ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.