Ο Νικηφόρος

Δημοσίευση: 9.05.2015

Ετικέτες

Κατηγορία

στον Πέτρο τον πατέρα
και στον δωδεκάχρονο Α…

Δεν ξέρω πως ξεράθηκε τούτο το δεντρί, είπε ο πατέρας, δυνατό φυτό, όπως και τ’ άλλα ήταν, τι να το πείραξε, η κοπριά να το καψε, η βροχή να νερόφαγε τις ρίζες… είναι κι εκείνα τα διαολεμένα τα ποντίκια… κι εκείνη η νέα μητέρα, σ’ έναν άλλον πίνακα, μια άλλη ζωή η ζωή της, χαραγμένη η απορία στη μικρογραφία των ματιών, το παιδί της έχει γαλανά και ηλίολουστο πρόσωπο, μόνον που κάτι του καίει τα σωθικά και ουρλιάζει τις νυχτιές…
Το παιδί πήρε να κατασκευάζει αυτό που έτρεχε στο μυαλό του μέρες, μια γέφυρα με φτερούγες πουλιών που ανοιγόκλειναν, το είπανε Νικηφόρο, αναζητώντας τη λύτρωση μέσα από τη νίκη, κι η μητέρα του τού ζήτησε να της εξηγήσει τι έπλαθε, λόγια τρέξανε στρεβλά, η γλώσσα άλλαζε σειρές και λέξεις, ένα χωράφι έγινε που το τρακτέρ όργωνε άναρχα, οι άλλοι μια ετικέτα του έβαλαν κι εκείνη προσπαθούσε να τη διαβάσει, να μάθεις απ’ έξω κι ανακατωτά, το πρέπει που άκουσε και τον τρόμαξε, έδειξε έναν σχισμένο κεραυνό που κούρνιασε σε κάτι φωλιές φιδιών, λάμποντας σαν πουκάμισό τους, εκείνο το δεντρί μαράζωσε, κάθε μέρα στο χωράφι ερχόμουν, παραπονιόταν ο πατέρας, πώς μου ξέφυγε…
Και λένε πέρασε ο καιρός, το παιδί έβγαλε τρίχες, η μητέρα ήταν πάντα νεαρή στα μάτια του, η μαγκούρα που είχε φυτευθεί μέσα του ανακάτωνε μια γαβάθα ρεβίθια, τον λέγαν ελαφρύ, δεν ξέρει τι εννοούσαν, αυτός στα παιδικά του πηγαινοερχόταν στον διάδρομο του σχολείου μ’ ένα εικονογραφημένο στα χέρια κι όλο μουρμούριζε, τι να πήγε στραβά, αναρωτιέται ο πατέρας, φταίει η σπορά ακούγεται η μητέρα του Νικηφόρου, το φυτό ήταν δυνατό, μουρμουρίζει ο πατέρας τα δικά του, ο Νικηφόρος προσπάθησε να γράψει σε καθαρό ουρανό, σχεδίασε κάποια αρτσούμπαλα σύννεφα που μήτε βροχή δεν κουβαλούσαν…
Το βλέμμα του διέτρεχε τον πίνακα, πετούσε στις μασχάλες του γραφείου, κυνηγούσε ένα βιβλίο που δεν έλεγε ν’ ανοιχτεί, είχε τρεμάμενα γράμματα κι οι εικόνες του λιγοστές, μια κόλλα άδειο χαρτί και τα λόγια εκείνης, της πανέμορφης, ενός αγγέλου που θύμωσε μαζί του σαν της επέστρεψε την κόλλα λευκή, γράψε κάτι, τον είχε παρακαλέσει, τι να γράψει, πόσο περίγελος θα γινόταν με τα γράμματα και τις λέξεις που σπούδασε, αυγά που έσπασαν, του είπε κάποιος, με τα ι να είναι υ ή η, με τα όμικρον ωμέγα, αυτός πυρπολιόταν ως και στην ιδέα πως έπρεπε να γράψει, τώρα γνέθει τα χέρια, πήγε να χωρέσει μεγάλα φωτεινά όνειρα σε πέντε λέξεις κι αυτές αβέβαιες, αν ήταν άνεμος θα μπορούσε να δημιουργήσει δυο μορφές να χορεύουν με ένα φουρφούρι στο χέρι, μια τρίτη μικρογραφία προσπαθεί να τον μιμηθεί, τι να χρειάζονται οι λέξεις για να πλάσεις ευοίωνα όνειρα, ο πατέρας καθρέφτισε μέσα στη δακτυλήθρα τη γιομάτη τσίπουρο και άλλο ένα γιατί, δεν περίμενε απάντηση παρά τον καιρό για να του πάρει την έγνοια…
Τι να πήγε στραβά; Πώς να το εξηγήσεις; Όταν μες στο κτήμα ένα δεντρί φυλλορροεί όλο και κάτι θα βρεις να φταίει, μα σαν το βλαστάρι σου είναι το μοναδικό, μονάκριβο μπιμπελό της ζωής σου, ο πατέρας πήγαινε καθημερινά και ταχτάριζε τα δέντρα, τι να έφταιξε, αναρωτιέται κι η μάνα του Νικηφόρου, δεν είναι άνθρωπος για να στενοχωρηθείς, του είπα, είναι κάτι παραπάνω από άνθρωπος, γύρισε και με κοίταξε, η ζωή μου η ίδια…
Ο εγκέφαλος πληγωμένος με νεκρά κύτταρα και πλανεμένα λόγια που ακροβατούν στη γέφυρα του βάλτου, μια μάγισσα ήρθε, ανύποπτες φιγούρες φυγάδευαν τα γεννητικά τους όνειρα, κάποτε θα φύγουμε από το μαύρο στο μπλε της άκριας του πίνακα, μια ζωή κατεστραμμένη, ακούστηκε η σιγουριά της μητέρας του Νικηφόρου, μεγαλώσαμε πια, δεν είμαστε παιδιά να πιστεύουμε, κάποτε ίσως το φυτό ξαναδώσει, είπε ο πατέρας, και προσπάθησε να τσαπίσει το χώμα, να αερίσει τις ρίζες του…

Ακολουθήστε μας

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Mimozas

Mimozas

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Είχε γεννηθεί απότομα πολλά χρόνια πριν το καταλάβει. Η ζωή του έμοιαζε με αρχαία τραγωδία, παιδί αγνώστων θεών, ήξερε πως έπρεπε να θυσιαστεί στο βωμό της διαφορετικότητας για να μπορέσει να ζήσει. Τον είχαν προικίσει όμως οι θεοί με...

Dream

Dream

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Η Πολυξένη κάθε πρωί άφηνε τον κουρασμένο της πόθο να κοιμηθεί ήσυχα ήσυχα πάνω στο μαξιλάρι της. Μπροστά στον καθρέφτη ζωγράφιζε την ιδανική της εικόνα, κοκκίνιζε τα χείλη της κι ονειρευόταν για όσο διαρκούσε η καθημερινότητα έναν...

2 σχόλια

2 Σχόλια

  1. MATINA MARDELI

    Αξιόλογη επιλογή λέξεων και φράσεων. Μου αρέσει ο λυρισμός που το διακατέχει. Ένας “Klimt” της γραφής!

    Απάντηση
    • Ανώνυμος

      ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

      Απάντηση

Υποβολή σχολίου