Πάνε χρόνια, παιδί ακόμα, που ένοιωθα τόσο δυστυχισμένος. Γεννήθηκα με μερική «αναπηρία». Από τις πρώτες μέρες της ζωής μου, οι γονείς μου διαπίστωσαν ότι δεν «εστίαζα». Τρέξαν σε γιατρούς, υποβλήθηκα σε επεμβάσεις, φορούσα γυαλιά με χοντρούς φακούς, που με τον καιρό έγιναν «λεπτοί» - γινόταν ειδική επεξεργασία - για να μην αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά μου, όπως έλεγαν. Στο σχολείο, αλλά και στο σπίτι, συχνά-πυκνά έπεφτα. Τα γόνατα ήταν ματωμένα τις περισσότερες φορές, όπως και στα περισσότερα παιδιά που δεν είχαν το δικό μου πρόβλημα. Τα πρώτα χρόνια με κορόιδευαν, φωνάζοντάς με «γυαλάκια» κι εγώ γύριζα σπίτι μου κλαίγοντας.
-Τι στενοχωριέσαι; μου έλεγε η μαμά μου. Δεν είπαμε ότι τα όμορφα πράγματα τα βάζουμε σε βιτρίνα για να μη χαλάνε και να τα καμαρώνουμε;
Η αλήθεια είναι, όπως μου έλεγαν πολλές φορές άλλωστε, πως έχω ωραία μάτια. Ναι, το χρώμα τους είναι καστανό με πράσινες «ανταύγειες» και σαν μελαχρινός, οι βλεφαρίδες μου, κατάμαυρες και πυκνές. Μάλιστα τα κορίτσια της ηλικίας μου με ρωτούσαν, πειράζοντάς με, αν τις βάφω!!!
Οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριές μου από το δημοτικό με είχαν συνηθίσει, αλλά στο γυμνάσιο και το λύκειο αντιμετώπισα θέματα με τα άλλα παιδιά που ήρθαν από άλλα σχολεία. Τότε κατάλαβα και την εκτίμηση, αλλά και την αγάπη που είχα από τους παλιούς μου συμμαθητές. Και ένας από τους λόγους, μπορώ να το καταλάβω τώρα πια, ήταν οι κατακτήσεις μου στα κορίτσια! Προσπαθούσα να μην υστερώ στα παιχνίδια και τα πειράγματα, για να μην πω πως ήμουν από τους πρωτεργάτες στις φάρσες και τις πλάκες.
Κύλησαν τα σχολικά χρόνια όμορφα, μπήκα στο πανεπιστήμιο – ήθελα να σπουδάσω νομική – κι ένα καλοκαίρι, μετά από ένα «ελαφρύ» τραυματισμό, έχασα τελείως το φως μου. Δεν το έβαλα, όμως, κάτω. Με βοήθησαν πολύ οι γονείς και οι φίλοι σ’ αυτό. Άρχισα να μαθαίνω ξανά το βου-α-βα με τη μέθοδο Μπράιγ. Στην αρχή δυσκολεύτηκα, αλλά ήθελα τόσο πολύ να τελειώσω, που δεν άφηνα τίποτα να μπει εμπόδιο στο όνειρό μου.
Δε θέλω να σας πω για τη ζωή μου, δεν είναι αυτός ο σκοπός μου. Αυτό που θέλω να σας πω, είναι πως βλέπω τώρα πια. Βλέπω με τη μύτη, με τα αυτιά, με τα χέρια και τα πόδια, αλλά κυριότερα, βλέπω με την ψυχή. Δεν ήταν εύκολο, καθόλου μάλιστα. Στις αρχές εκνευριζόμουν, με αποτέλεσμα ν’ αποπροσανατολίζομαι, να χάνω την ψυχραιμία μου και να πρέπει να αρχίζω από την αρχή. Έτσι έβαλα τα μεγάλα «μέσα»: την ηρεμία. Ναι, ναι, αλήθεια λέω. Έμαθα να τιθασεύω το είναι μου και να αφήνω τις αισθήσεις μου να κάνουν τη δουλειά τους. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, αυτές και αποφάσισαν να βοηθήσουν. Η μύτη με τα αυτιά, τα χέρια με τα πόδια, το δέρμα κι η ψυχή, όλοι μαζί, έκαναν καλή δουλειά.
Μπορώ να μυρίζω το χώρο, να μυρίζω το σώμα. Πριν ακόμα ακούσω φωνή, ξέρω αν είναι άντρας ή γυναίκα. Ακούω τους θορύβους, ακούω τον ήχο της φωνής, τη χροιά της, ακούω τις νότες, ακόμα και τις σιωπές. Αχ αυτές οι σιωπές…, τις περισσότερες φορές λένε τόσα πολλά, που σε ξεκουφαίνουν... Από τη φωνή καταλαβαίνω γιατί και πώς λέει ο καθένας το καθετί. Όταν βρίσκω κάποιο εμπόδιο, θέλω να το ψηλαφίσω, να «δω» το σχήμα και το υλικό του. Αγγίζω τα σώματα. Πόσα λένε κι αυτά. Νοιώθω τη ζέστη ή την παγωνιά. Από τον τρόπο που θα με ακουμπήσει ένα χέρι, αισθάνομαι την αλήθεια ή το ψέμα του. Και πάνω από όλα, προσπαθώ ν’ ακούω τις ψυχές. Ν’ ακούω αυτά που δε λένε τα στόματα. Για να τα καταφέρω όλα αυτά, όμως, πρέπει να είμαι ήρεμος. Πρέπει να μπορώ να τα αποκρυπτογραφώ και να τα «διαβάζω».
Κάπως έτσι είχε συμβεί και με μια υπόθεση φόνου, από τις πρώτες που μου είχε αναθέσει το δικηγορικό γραφείο – ένα από τα μεγαλύτερα – με το οποίο συνεργαζόμουν. Όλα τα στοιχεία έδειχναν τον κατηγορούμενο σαν ένοχο. Από την πρώτη φορά που τον συνάντησα, από το άγγιγμά του, «είδα» πως δεν ήταν εκείνος ο δράστης. Όταν αρχίσαμε να μιλάμε, στις απαντήσεις του ήταν πολύ φειδωλός. Προσπαθούσε να είναι ακριβής, αλλά δεν με έπειθε για την ενοχή του. Κάτι έπρεπε να κάνω για να αποδείξω την αθωότητά του. Δεχόταν σιωπηλός όλο αυτό που του συνέβαινε. Ήμουν βέβαιος πως γνώριζε τον ένοχο, αλλά δεν τον καταμαρτυρούσε.
- Το «βλέπω», το ξέρω ότι δεν είναι αυτός ο δράστης, έλεγα και ξανάλεγα στο γραφείο.
- Τα στοιχεία είναι όλα εναντίον του, επέμεναν όλοι.
- Πρέπει να βρω έναν τρόπο. Αρνείται να βοηθήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Είναι αμαρτία να βρεθεί στη φυλακή για κάτι που δεν έχει κάνει…
Το είχα πει και στον ίδιο. Τον είχα πιέσει να μου πει την αλήθεια, μα αρνιόταν πεισματικά. Και, ευτυχώς, λίγο πριν τη δίκη, ο πραγματικός ένοχος – που δεν ήταν άλλος από τον πατέρα του – δεν άντεξε το βάρος της συνείδησής του και ομολόγησε.
Η «τυφλότητά» μου μ’ έχει βοηθήσει πολύ στη «δουλειά» μου. Με κάνει να γνωρίζω και ν’ αναγνωρίζω τους ανθρώπους. Με έχει βοηθήσει και στις διαπροσωπικές και επαγγελματικές μου σχέσεις, αλλά και στις πολύ προσωπικές, όπως με τη γυναίκα μου την Ελένη. Είμαστε συνάδελφοι και γνωριστήκαμε στις αίθουσες των δικαστηρίων. Ήμαστε αντίδικοι σε μία υπόθεση. Μετά την ολοκλήρωση της δίκης, εκείνη μου ζήτησε να συναντηθούμε. Ζητούσε τη βοήθειά μου για μια υπόθεση διαζυγίου. Φαινόταν απλή υπόθεση, αλλά υπήρχε ένα παιδί στη μέση. Η Ελένη δεν μπορούσε να αποφασίσει αν την επιμέλεια του παιδιού έπρεπε να πάρει ο πατέρας, του οποίου ήταν συνήγορος ή η μητέρα. Πίστευε στη «διαίσθησή μου», όπως μου έλεγε και στην αλήθεια μου. Είχε τις αμφιβολίες της για τον πελάτη της και τα όσα καταμαρτυρούσε στη μητέρα και δεν ήθελε να είναι εκείνη η αιτία να παρθεί μια λανθασμένη απόφαση…
Από την πρώτη μας συνάντηση ένοιωσα δύο καταστάσεις να συγκρούονται μέσα της: εκτίμηση και οίκτος. Το δεύτερο με στενοχώρησε, γιατί, δεν το κρύβω, η μυρωδιά που εξέπεμπε το κορμί της με αναστάτωνε, αλλά και η χροιά της φωνής της. Ήταν καθάρια και μπάσα. Κι όταν κάποια στιγμή άγγιξα τα χέρια της, καθώς μου έδινε τη δικογραφία με τη μέθοδο Μπράιγ για να την μελετήσω, το δέρμα της ήταν τόσο απαλό και ζεστό. Είχα φτιάξει την εικόνα της στο μυαλό μου και μου άρεσε αυτό που «έβλεπα». Χρειάστηκε να την βγάλω εγώ από τη δύσκολη θέση, λέγοντάς της πως ο οίκτος της δε μ’ ενδιαφέρει, αντίθετα, σαν γυναίκα και συνάδελφος, πολύ…
Τελικά τα καταφέραμε και ζούμε αρμονικά μαζί, καιρό τώρα… Και θέλω να σας πω ένα μυστικό… Σκύψτε, να μην το ακούσει κανείς… Η Ελένη είναι έγκυος και σε λίγες μέρες θα έχουμε στην αγκαλιά μας το μωρό μας… Ποιο είναι το μυστικό; Μιλάω μαζί του… Ναι, ναι, ναι… Εκείνη δεν το ακούει, μόνο το νοιώθει όταν τεντώνεται ή κλωτσάει, εγώ, όμως, ακούω και τους ήχους του…! Είμαι βέβαιος πως η φωνή του, σαν βγει από το κουκούλι της μάνας του, δε θα διαφέρει από αυτό που εγώ έχω αποθηκεύσει στους ήχους μου…
Είχα ξεκινήσει τούτη την αφήγησή μου με το «Πόσο δυστυχισμένοι είστε όλοι εσείς που βλέπετε, που νομίζετε ότι βλέπετε…» Δε μου άρεσε, γιατί έτσι θα σας παρότρυνα να τυφλωθείτε κι εσείς για να μπορέσετε να «δείτε» πραγματικά. Ο λόγος, λοιπόν, που σας καταμαρτύρησα όλα τούτα, είναι για να σας πω να μην επαναπαύεστε μόνο σε ό,τι βλέπουν τα μάτια σας. Οι άλλοι προσπαθούν, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, να μας δείξουν κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που είναι ή που θα ήθελαν να είναι. Πολλοί είναι εγκλωβισμένοι σε μια «άλλη» εικόνα και καμιά φορά, ίσως, χρειάζονται κάποιον «τυφλό» να τους δείξει τον ίδιο τους τον εαυτό. Γι’ αυτό, λοιπόν, γυμναστείτε, κοπιάστε, βάλτε όλες τις αισθήσεις σας να «βλέπουν», να «ακούνε», να «μυρίζουν», μα πάνω απ’ όλα, βάλτε την ψυχή σας να κάνει τη μεγαλύτερη και την πιο δύσκολη δουλειά. Νοιώστε, αισθανθείτε τον διπλανό σας, το σύντροφό σας, τον εαυτό σας…
Και ναι, οφείλω να ομολογήσω πως είμαι πολύ τυχερός που δε βλέπω τις εικόνες που μπορείτε να δείτε όλοι εσείς, καταπώς μου τα περιγράφει η Ελένη μου, με τα ματοβαμμένα και ακρωτηριασμένα παιδικά κορμάκια από τη Λωρίδα της Γάζας, με τις μητέρες και τους πατεράδες που κρατούν σφιχτά στην αγκαλιά τους τα άψυχα κορμάκια των παιδιών τους, με τη δυστυχία της πείνας στα μάτια των παιδιών της Αφρικής, με την υπεροψία των εχόντων και κατεχόντων τα ηνία τούτης της πλάσης. Οσμίζομαι, όμως, την αδιαφορία, το αίμα που σε λίγο θα μας πνίξει όλους, γιατί όπως έλεγε κι η γιαγιά μου, «όταν βλέπεις το σπίτι του γείτονα να καίγεται, ετοιμάσου και για το δικό σου…». Και το μόνο που μπορώ να προτείνω σε όλους εσάς που «βλέπετε», μήπως να κλείσετε τα μάτια σας για λίγο, να σκεφτείτε τους εαυτούς σας στη θέση αυτών των γονιών και όσων παλεύουν; Μήπως;… Μήπως με την «τυφλότητα» καταφέρουμε να φτιάξουμε έναν πιο δίκαιο, έναν καλύτερο κόσμο, αν όχι για μας, τουλάχιστον για τα παιδιά μας;
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Το κείμενό σας είναι υπέροχο! Μοιάζει σαν να έχετε δικό σας άνθρωπο που δεν βλέπει και απεικονίζετε με τα λόγια σας τόσο πολύ το πως νιώθει ένας άνθρωπος που δεν έχει την όρασή του…. Μακάρι να ακονίσουμε όλοι μας τις αισθήσεις που λέτε και πιο πολύ αυτές της ψυχής μας….
Συγγνώμη για την καθυστέρηση της απάντησης…
Ευχαριστώ πολύ για τα όμορφα λόγια. Όχι, δεν έχω κάποιον άνθρωπο που δεν “βλέπει”, αντίθετα ξέρω πολλούς που δεν βλέπουν ουσιαστικά, με όλες τις αισθήσεις και προπάντων με την ψυχή…