Ήταν μια γαμημένη Τέταρτη του Αυγούστου. Σαράντα βαθμοί. Ζεμάταγε ο τόπος. Το ερκοντίσιο αγκομαχούσε σαν το θείο μου τον θεριακλή, όταν ανέβαινε ασθμαίνοντας τα σκαλοπάτια του πατρικού μας. “Όπου να ‘ναι θα μας μείνει στο τόπο από αίρφραγμα” σκεφτόμουνα. Έτσι λοιπόν, αφού απέρριψα το αδύνατο, κατέληξα σε τρεις πιθανές εκδοχές κι αυτές ήταν: Θάλασσα, θάλασσα, θάλασσα. Έβαλα σε μια τσάντα μια πετσέτα μπάνιου μαζί με το εμπριμέ μαγιό που μου χάρισε η Σούλα απ’ τα Σεπόλια, έκοψα, μ’ ένα ψαλιδάκι, και την μαύρη τρίχα που θέριεψε στη κορφή της μύτης μου και σάλπαρα για Φαληράκι με το τραμ των δώδεκα.
Όταν έφτασα στο στέκι του Μικελάντζελος, ένα φεγγάρι μετά, η παλιοπαρέα ήταν ήδη εκεί. O καρντάσης ο Σταύρος, ο Σάκης ο εργολάβος, ο Φίλιππας ο ταξιτζής κι ο Ρένος ο στοιχηματζής. Αραχτοί και λάιτ, φτιαγμένοι από το διπλής απόσταξης χομμέιντ τσίπουρο του Μικελάντζελος, στιγμάτιζαν με πάθος τα χάλια της διαιτησίας στο Ελληνικό ποδόσφαιρο. Με υποδέχτηκαν με προσφωνήσεις του τύπου: “Καλώς τον Λέων, τον τελευταίον”, “Πού χάθηκες, ρε μαλάκα Λεωνίδα;”, “Καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυο” κι άλλα τέτοια απείρως πιο κολακευτικά. Ανταποκρίθηκα αναλόγως με γαλλική αβρότητα και κατά πως ορίζει ο κώδικας ηθικής & δεοντολογίας, με τον κλασικό χαιρετισμό “Καλώς σας βρήκα μαλακοπίτουρες”. Μετά φόρεσα το μαγιό μου και πήγα να ρίξω μια βουτιά. Όταν επέστρεψα είχαν ήδη κάνει απντέιτ τη συζήτηση, από το κλωτσοσκούφι, στις χαμένες ευκαιρίες της ζωής, όπου όλοι μας ήμασταν κάτι σαν πρωταθλητές.
Ο Μικελάντζελος, πρώην μούτσος σε γκαζάδικο και νυν ιδιοκτήτης του “Εξοχικού Παραθαλάσσιου Κέντρου”, αράδιασε ακόμα μια φουρνιά μεζέδια με το απαραίτητο σπίριτ, χωρίς παγάκια, κόκα κόλα κι άλλες φλωρίστικες μαλακίες κι έκατσε μαζί μας να ξεκουραστεί, λες και το να τηγανίζεις λουκάνικα με φέτα τυρί κι αυγά στραπατσάδα ήταν βαρέως εξαντλητικόν. Έτσι κι αλλιώς πέντε τραπεζάκια είχε όλα κι όλα το αυθαίρετο καφεουζοπαραγκοτάβερνο, – τα τέσσερα κενά από πελάτες – ένα ψυγείο, μια ηλεκτρική φραπεδιέρα και δυο μάτια με υγραέριο. Όλα κάτω από μια καλαμωτή για τον ήλιο, τρόπος του λέγειν, γιατί οι αχτίδες περνούσαν ανάμεσα από τα καλάμια κι αν στεκόσουν ακίνητος για περισσότερο από δέκα λεπτά αναχωρούσες ριγέ. Όσο για αποδείξεις “Δεν λυπάστε τα δέντρα;” συνήθιζε να λέει όταν του τις ζητούσαν. Πάνω στο κύμα ολόκληρο το σύστημα και στη παρανομία. Από το ρεύμα που σούφρωνε απ΄την κολόνα της ΔΕΗ μέχρι τα πιάτα και τα ποτήρια που έπλενε σε μια μεγάλη πλαστική λεκάνη στις δημοτικές ντουζιέρες των λουομένων. Έργο τέχνης το κόλπο, εξ’ ου και Μικελάντζελος. Ας είναι καλά ο μπατζανάκης του ο συνδικαλιστής που δήλωσε το μέρος στο Δήμο σαν χώρο αναψυχής των υπαλλήλων καθαριότητας.
Αλλά για να μην εκτραπούμε απ’ την αφήγηση σε μονοπάτια άλλα, την θερμοτάτην και αναπάντεχη συνάντησή μας την μουσκέψαμε ομαδικώς και τα πράγματα πήραν έναν άλλο, πιο προσωπικό, ρυθμό. “Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι” που ‘λεγε κι ο μακαρίτης ο θείος μου ο θεριακλής.
“Έτσι ρε, να βρισκόμαστε γιατί ο καιρός στενεύει και σε λίγα χρόνια θα έχουμε ανεπανόρθωτες απώλειες” πέταξε ο Φίλιππας.
“Δεν έχουμε απαρτία. Ο Φάνης λείπει” παρατήρησε ο Σταύρος
“Ο Φάνης; Ναι ρε, ο Φάνης! Πού ν’ αλητεύει άραγε ο μπάσταρδος;” αναρωτήθηκε ο Ρένος.
“Το προφέρω μετά δυσκολίας μάγκες, αλλά ο Φάνης μας άφησε χρόνους. Τον Μάη που μας πέρασε” έριξα την πληροφορία.
“Τι λες ρε συ… Ο Φάνης;” αναφώνησαν όλοι μαζί
“Και πώς έγινε και δεν το πήραμε χαμπάρι, ρε Λέων; Κρίμα ρε, νέος άνθρωπος… ούτε πενήντα δεν ήταν…” σχολίασε ο Σάκης.
“Ο Φάνης ήταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους μας. Εξηνταπέντε κομπλέ” διόρθωσα τις εντυπώσεις.
“Ναι, αλλά δεν του φαίνονταν. Κρατιόταν καλά. Κι όλο με πιτσιρίκες. Πολύ τσίφτης” επεσήμανε ο Φίλιππας.
“Είχε το σύνδρομο του Ντόριαν Γκρέυ” συμπλήρωσα.
“Απ’ αυτό πέθανε;” ρώτησε, αφελώς, ο Σταύρος.
“Όχι, έκαναν κρουαζιέρα με τη Τζένη στα Δωδεκάνησα κι εκεί που τρώγαν ψάρι στο κατάστρωμα, του ‘κατσε ένα ψαροκόκαλο στο λαιμό” συνέχισα εγώ.
“Έλα ρε, ο Φάνης; Πλάκα κάνεις. Από ψαροκόκαλο; Τι ψάρι ήταν αυτό;”
“Πετάχτηκε απ΄το τραπέζι για να πιει νερό, γλίστρησε στο ντεκ του γιωτ και βρέθηκε στη θάλασσα. Μέχρι να τον βγάλουν, πως το λένε; Ντεντ. Δεν τον πρόλαβαν” διευκρίνισα.
“Μνήστητί μου, κύριε. Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος” αναφώνησε ο Σταύρος κι έκανε το σταυρό του.
Μεσολάβησε σιωπή. Όσοι δεν ήπιαν τσίπουρο άναψαν τσιγάρο. Ο Φίλιππας σαβούριασε το λουκάνικο.
“Μαλακίες” διαμαρτυρήθηκε ο Ρένος. “Τον ξετίναξε αυτό το πουτανάκι, η Τζενούλα… άσε που απ’ την ημέρα που τη σπίτωσε χάθηκε απ’ την παρέα”.
“Τι κορίτσι κι αυτό… Στητά βυζάκια και σφιχτό κωλαράκι σαν συριανό λουκούμι… Είναι και δεν είναι τριάντα. Και μόνο που το σκέφτομαι παθαίνω κάτι σαν …” σχολίασε ο Σάκης κι ανασηκώθηκε να στρώσει τον καβάλο.
“Και πως το έμαθες, ρε Λέων, γιατί στις ειδήσεις δεν το ΄παν…” ρώτησε ο Φίλιππας.
“Με πήρε τηλέφωνο η Τζένη”
” Άρα πήγες και στην κηδεία;”
” Ναι… αναγκαστικά…”
“Φαντάζομαι το γυναικομάνι που έσκασε μύτη να πενθήσει” σχολίασε πάλι ο Σάκης.
“Μουνοθύελλα. Ούτε μια πάνω από σαράντα, αν εξαιρέσουμε την αδελφή του και κάτι ξαδέρφες του” είπα ψέματα εγώ. “Καυτά μίνι και καρφωτά δωδεκάποντα. Μέχρι να καταλήξουμε στα συλλυπητήρια με ελληνικό και κονιάκ, το νεκροταφείο έμοιαζε μ’ οργωμένο χωράφι. Λίγο ακόμα και θα είχαμε ‘ανάστυση’ νεκρών” αστειεύτηκα.
“Μέγας ο Φάνης” αναφώνησε ο Ρένος και πήδηξε σαν δεκαεξάχρονος έφηβος πάνω στην καρέκλα. “Μεγάλος καραμπουζουκλής και ντερμπεντέρης. Έδωσε νόημα στη λέξη σερνικός. Τίμησε επάξια το αντρικό φύλλο”.
Άρχισε να κουνάει τη λεκάνη του σαν να ‘κανε σεξ στα όρθια φωνάζοντας
“Γεια σου, ρε Φάνη μάγκα με τα ωραία σου, μας έβγαλες στη κοινωνία ασπροπρόσωπους” αλλά η πλαστική καρέκλα δεν τον κράτησε και η όψιμη εφηβεία του σωριάστηκε στην άμμο.
Πετάχτηκε πάνω έξαλλος ο Μικελάντζελος
“Ε, όχι να μου καταστρέψετε και την επιχείρηση. Έχω τέσσερα στόματα να θρέψω”.
Ακολούθησε μια μικρή αναταραχή, η οποία κατεστάλη επιτυχώς. Εδώ είχαμε πάλι τάιμ άουτ. Σηκώσαμε από χάμω τον Ρένο που τσάκισε το γοφό του. Άλλοι πήγανε για κατούρημα. Ο Φίλιππας επωφελήθηκε και σαβούριασε το σαγανάκι.
Όταν ηρέμησαν τα πνεύματα συνεχίσαμε ακάθεκτοι με τσιπουροσπονδή στον Άγιο Πρίαπο (Mutinus Titinus στα ρωμαϊκά, για τους αμόρφωτους), θεό της γονιμότητας και (του) προστάτη των ανδρικών γεννητικών οργάνων.
“Ναι, ρε συ. Πού τις έβρισκε τις μικρούλες; Μάλλον τις γνώριζε στο ‘ΚΟΠΗ ΜΑΛΛΙΩΝ'” απεφάνθη ο Σταύρος.
“Ποια κοπή μαλλιών και κουραφέξαλα. Κουρείο είχε, όχι παρθεναγωγείο και στο κουρείο ως γνωστόν συχνάζουν μόνο άντρες. Από γυναίκες, ούτε καν λεσβίες. Χώρια το ότι ήταν και στην Αχαρνών, σε υποβαθμισμένη περιοχή” τον αποπήρε ο Ρένος.
“Είχε όμως τον τρόπο του… Θέλω να πω, ήταν προικισμένος… Με τη μικρή ήταν μαζί δυο χρόνια και βάλε” επέμεινε ο Σταύρος.
“Το ξέρω ότι σας τη σπάω φιλαράκια, αλλά αν θυμάστε, στα εξήντα του έκανε εγχείρηση προστάτη” διόρθωσα εγώ.
” Τότε πώς τις βόλευε; Κάτι έκανε, δεν μπορεί”.
“Είχε λέγειν” είπε ο Φίλιππας.
“Τι λες, ρε κόπανε ταρίφα; Κι εμείς όλο λέγειν είμαστε και δεν σταυρώνουμε ούτε κουτσή εβδομηντάρα” ειρωνεύτηκε ο Σάκης.
“Θα είχε λεφτά…”
“Από πού τα είχε; Μια σύνταξη έπαιρνε, εννιακόσια ψωροευρόπουλα”
“Καβάντζα… θα είχε καβάντζα… Μπορεί να ξέπλενε λεφτά στο κουρείο;”
“Θα σου ‘λεγα τώρα τι ξέπλενε, αλλά έχε χάρη που είμαστε σε δημόσια παραλία”.
“Δεν υπολόγισες το εφάπαξ…”
“Έχουν εφάπαξ οι ελεύθεροι επαγγελματίες; Μόνο τα κοπρόσκυλα του δημοσίου” διαμαρτυρήθηκε ο Μικελάντζελος.
“Και το σπίτι στο Παλιό Ψυχικό με την πισίνα; Το εξοχικό στην Ερμιόνη; Εδώ μας είπες και για κρουαζιέρα στα νησιά…”
“Όλα της Τζένης, ξεκαθάρισα εγώ”.
” Όλα όλα; ”
” Άκου με που σου λέω. Όλα”.
“Ρε τον Φάνη, τον αλήτη. Κι απένταρος και περιορισμένης ευθύνης, καβάντζωσε γαμιστερό κοριτσόπουλο που να τον συντηρεί κι από πάνω. Αυτόν έπρεπε να λέμε Μικελάντζελος” δήλωσε ο Σάκης όλο θαυμασμό.
“Τι σου είναι η ζωή… Πρώτοι φεύγουν πάντα οι καλύτεροι” το φιλοσόφησε ο Σταύρος και συμπλήρωσε: “Δεν μπορεί. Ο μπαγάσας ο Φάνης είχε τον τρόπο του”
Σ’ αυτό συμφώνησαν άπαντες. Ακολούθησαν απανωτές σπονδές. Όλοι μας πνίξαμε τη θλίψη μας στο τσίπουρο εκτός από το Φίλιπpα που την έπνιξε στη στραπατσάδα.
Η ώρα πήρε να σκοτεινιάζει. Το ματωμένο ηλιοβασίλεμα ταίριαξε γάντι στο πένθιμο σκηνικό. Ο Μικελάντζελος συγκινημένος σκούπισε ένα δάκρυ με την αντίστροφη του χεριού του.
“Αγαπημένα μου φιλαράκια, σήμερα είναι όλα κερασμένα απ’ το κατάστημα. Για τον Φάνη μας. Αλλά από αύριο κομμένα τα κεράσματα, κοπρόσκυλα”.
Έφυγαν όλοι μαζί ψιλοτρεκλίζοντας. Ανέβηκαν στη λεωφόρο να γυρίσουν στα σπίτια τους κι έπιασαν το τραγούδι το λυπητερό.
“Ένας αλήτης πέθανε εχτές αργά το δείλι
ο χάρος τον αγκάλιασε εκεί που τον αντάμωσε
Μέσα στου πάρκου στου πάρκου την πλατεία
αχ κακούργα κακούργα κοινωνία
Άραγε άραγε ποιος να ‘ναι αιτία
αχ κακούργα κακούργα κοινωνία”
Εγώ είπα να κάτσω λίγο ακόμα. Όση ώρα δηλαδή συμμάζευε ο Μικελάντζελος.
Ένα ζευγαράκι τουρίστες ήρθε και ζήτησε καφέ.
“Due Cappuccino freddo” είπε η κοπέλα.
“Όνλι φραπέ” διόρθωσε ο Μικελάντζελος
“Non Cappuccino voi;” ρώτησε η κοπέλα
“Άι σεντ όνλι φραπέ… κι αφρό έχει και γάλα έχει και ζάχαρη …. σέιμ θινγκ… Πιου μπουένο.. Γκρικ καπουτσίνο. Γιαβόλ; Φορ γιούρο σιλ βου πλε” απάντησε κοφτά ο Μικελάντζελος.
Και για να μην έχουμε απορίες, ο Φάνης στα νιάτα του πέρασε ένα φεγγάρι στο Σαν Φραντζίσκο. Εκεί έζησε έναν μοιραίο έρωτα με μια ελληνοεβραία από πλούσια οικογένεια. Δεν ξέρω γιατί χώρισαν, γιατί δεν παντρεύτηκαν… Ξέρω μόνο ότι την άφησε έγκυο. Η Τζένη ήταν η κόρη του απ’ αυτή τη νεανική σχέση. Τον έψαξε και τον βρήκε. Εμφανίστηκε άουτ οφ δε μπλου από το μακρινό του παρελθόν και τον καλογηροκόμησε. Μόνο εγώ το ήξερα. Με την τροπή που πήρε η συζήτηση αποφάσισα να κάνω την πάπια και δεν το μαρτύρησα. Κι έπραξα ορθώς. Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες είναι ικανές να κατεδαφίσουν το μεγαλείο του ανδρός στα μάτια των καλύτερων φίλων του.
Προσυπογράφω, Λέων ο Τελευταίος.
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σκηνοθέτης – Παραγωγός
0 Σχόλια