Σφίγγω τα μάτια να παραμείνουν κλειστά και προσπαθώ να αφήσω μαλακά τα βλέφαρα στο πρόσωπο, με τις κόρες να τρεμοπαίζουν σα να βλέπουν εκείνο το ανέμελο όνειρο που χάζευε πού και πού η μάνα μου σαν κλέφτης στο παιδικό μου δωμάτιο. Προσπαθώ να τιθασεύω τα μάτια μου σαν τότε… να νομίζουν όλοι ότι κοιμάμαι… ονειρεύομαι… Ονειρεύομαι… αστείο..
“Τι να βλέπει άραγε…” ψιθύριζε στον πατέρα μου η μάνα μου τότε κι εκείνος της έλεγε παιχνιδιάρικα τραβώντας την από το μπράτσο “Έλα, βρε Καίτη, μην της κλέβεις τη στιγμή… Μεγάλωσε πια… Άσ’ την να χορεύει με εκείνον το Μάκη στον ύπνο της… Εκεί της το επιτρέπω εξάλλου!!” και φεύγανε με χαχανητά από το δωμάτιο.
Έτοιμη ήμουν να ανοίξω τα μάτια και να τους κοροϊδέψω αλλά μου άρεσε τόσο πολύ να συζητάνε τόσο γλυκά μέσα στο σκοτάδι του δωματίου μου…γιατί μου χάριζαν τα πιο όμορφα όνειρα…
Την έπιαναν και τη μάνα μου κι εκείνα τα… -πώς τα έλεγα, α ναι- αηδιαστικά σενάρια για γάμους παιδιά εγγόνια κλπ κι ήμουν στο τσακ να σηκωθώ όρθια στο στρώμα και να της πω “χώνεψέ το, μαμά! Δεν παντρεύομαι λέμε!!!” αλλά χαλάλι τη νύχτα…χαλάλι εκείνα τα χαχανητά, της το χάριζα το ευαγγέλιο…
Και τώρα προσπαθώντας να διατηρήσω σφιχτά τα μάτια, θέλω τόσο πολύ να μιλήσει για το γάμο μου με τον όποιο Μάκη… για το νυφικό που θα βρούμε… όσο υπερπαραγωγή και να το φαντάζεται… Είμαι σίγουρη ότι θά ‘ναι τέλειο… Θέλω να πει για τότε που ήμουν μωρό και δεν ξεκόλλαγα από τη θάλασσα…. Αχ ναι, τη θάλασσα νά ’μουνα τώρα εκεί, αγκαλιά με το Μάκη στην πενταήμερη της Ρόδου και να μην του έλεγα πότε να χωρίσουμε γιατί θέλω να μείνω λίγο μόνη…
Τα κρατάω κλειστά. Μπορώ τελικά. Η μάνα μου πείθεται πώς ταξιδεύω κάπου αλλού και την ακούω με φωνή που τρέμει… Νιώθω να συσπάται ένα στόμα ξερό σε υγρό πρόσωπο… Δεν ψιθυρίζει για κανένα γάμο. Δε θα ψιθυρίσει για κανένα γάμο. Η καρδιά μου σφίγγεται. Μη μου κλαις, μάνα, θέλω να της φωνάξω… Έτσι κι αλλιώς, δεν τον ήθελα πότε… αλλά έλα που τα θέλω όλα τώρα…
“Δηλαδή, γιατρέ, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο; Αν συνεχίσουμε τις χημειοθεραπείες άλλο λίγο; Αν…” τον ρωτά βουρκωμένη.
Ο γιατρός τη διακόπτει. “Κυρία Ασημίνα δεν έχει νόημα πια… Μόνο να την κουράσουν μπορούν πια… Καλύτερα να μείνει έτσι… μέχρι να…” και τον διακόπτει εκείνη.. Τη νιώθω να κάνει την κίνηση να σωπάσει μήπως και τους ακούσω… και του μιλάει πιο σιγά… «Δηλαδή…πόσο γιατρέ μου… πόσο…» λέει και απορώ πώς ακούω τόσο καλά έναν τόσο σιγανό ψίθυρο «Θά ’ναι θαύμα αν αντέξει άλλο ένα μήνα..» της απαντά κι εκείνος στην ίδια ένταση.
Μετά σιωπή. Μόνο τα σιωπηλά δάκρυα της μάνας μου άκουσα και μια πόρτα να ανοίγει και να κλείνει απότομα. Έτσι φεύγουν οι γιατροί. Σαν τις ταινίες. Δίνουν ένα μήνα και φεύγουν. Επόμενος ασθενής. Επόμενη ανακοίνωση. Με βλέπω στη σειρά μαζί με άλλους να περιμένουμε να ακούσουμε το νούμερό μας και μετά να φεύγουμε. Το τηλέφωνο της μάνας μου χτυπά και με τρομάζει. Παραμένω όμως εκείνη η κοιμισμένη… η ανάλαφρη. Η μαμά μου φεύγει γρήγορα έξω και εγώ ανοίγω στα κλεφτά τα μάτια μου για να σιγουρέψω ότι είμαι μόνη.
Στο τσακ προλαβαίνω τα δάκρυά μου πριν γεμίσουν το πρόσωπο. Κοιτάζω από το παράθυρο έξω. Στο απέναντι κτίριο είχανε γεννητούρια. Πώς το διάολο το κανόνισαν τούτο σκέφτομαι… να κοιτά το ογκολογικό τμήμα το απέναντι μαιευτήριο! Κάποιος αρχιτέκτονας με μαύρο χιούμορ δεν εξηγείται αλλιώς. Με πιάνει νευρικό αλλά ευτυχώς το πνίγω γρήγορα. Αυτή η εναλλαγή στις εκφράσεις μου είναι τρομακτική. Θέλω να γελάσω και να κλάψω δυνατά. Κοιτάζοντας εκείνα τα μπαλόνια τα μπλε με το κλασσικό it’s a boy και τους γελαστούς επισκέπτες που έσπευσαν να γνωρίσουν την καινούρια ζωή, το αποφασίζω.
Αυτό το βράδυ τελικά. Αυτή η απόφαση με ηρεμεί και με παίρνει ο ύπνος. Αυτή τη φορά στα αλήθεια… Δεν ξέρω πόση ώρα κοιμόμουν, αλλά όταν άνοιξα τα μάτια έξω ήταν σκοτάδι. Η μητέρα μου έχει ακουμπήσει στο πλαϊνό της καρέκλας και κοιμάται με μια ζακέτα μισοτυλιγμένη πάνω της και τα γυαλιά της αιωρούνται με το κόκκινο σκοινάκι τους στον αέρα. Κάθε φορά που ανασαίνει βαριά εκείνα κάνουν κούνια. Α ρε μαμά…θέλω να της πω… πώς σε έκανα έτσι. Μου γέρασες… μου πονάς… μου… αλλά κρατιέμαι. Όχι δάκρυα. Όχι συναισθηματισμοί. Τέρμα. Το αποφάσισα… Το βράδυ τη χαιρετάω γλυκά. «Μα σίγουρα δε θες να μείνω, αγάπη μου;» με ρωτάει ανήσυχη «Όχι, μαμά,… θέλω να ξεκουραστείς… εξάλλου, πότε σε χρειάστηκα μέσα στο βράδυ; Αν θελήσω κάτι κοίτα… πατάω το κουμπάκι και έρχονται τόσοι! Μην ανησυχείς. Θα τα πούμε το πρωί» της λέω και μουδιάζω ολόκληρη αλλά συνεχίζω στον ίδιο τόνο. «Άντε πήγαινε στο μπαμπά να φάτε και κάτι.» της λέω μητρικά και της γελάω. Το πρόσωπό της μαλακώνει… με φιλάει στο μάγουλο και φοράει κανονικά τη ζακέτα της προχωρώντας στην πόρτα «Μαμά…» της φωνάζω χωρίς να προλάβω να σταματήσω τη φωνή μου…
«Τι ’ναι παιδί μου;» γυρίζει γρήγορα «Τίποτα, τίποτα… να προσέχεις» της είπα και της γέλασα ψεύτικα. Ήταν 12 νταν. Κανένας θόρυβος πια. Κανένας ήχος. Μόνο τα μηχανήματα ακουγόντουσαν στη σειρά. Βγάζω απότομα όλα τα σωληνάκια από πάνω μου δαγκώνοντας τα χείλια μου από τον πόνο. Σηκώνομαι όρθια και προσπαθώ να μην πέσω κάτω από τη ζαλάδα. Καταφέρνω επιτέλους να ισορροπήσω. Ανοίγω την πόρτα μου προσεκτικά και κοιτάζω αν με βλέπει κανείς. Ο διάδρομος είναι άδειος. Η καρδιά μου χτυπά πολύ γρήγορα. Με μεγάλη ταχύτητα αλλά απαλά βήματα φτάνω στην πόρτα της εξόδου. Την ανοίγω γρήγορα και βρίσκομαι επιτέλους στην σκάλα. 2 όροφοι χρειάζονται και έχω φτάσει στην ταράτσα. Μετά 2 βήματα… άντε λίγα παραπάνω και τέλος. Αυτό ήταν. Το αποφάσισα.
Ανεβαίνω τη σκάλα λαχανιάζοντας. Δεν είχα καταλάβει πόσο αδύναμη ήμουν μέχρι που σηκώθηκα όρθια από το κρεβάτι. Όταν φτάνω στην ταράτσα είμαι εξουθενωμένη. Τραβάω την πόρτα αλλά τίποτα. Φαντάζομαι ότι είναι από την αδυναμία μου οπότε συνεχίζω να παλεύω να την ανοίξω αλλά τίποτα μέχρι που συνειδητοποιώ ότι κάτω είναι κλειδωμένη με λουκέτο.
Το λαχάνιασμά μου συνοδεύεται από ψίθυρους απογοήτευσης. Όμως αμέσως μου έρχεται η ιδέα. Κατεβαίνω 2 σκάλες κάτω και καλώ το ασανσέρ. Μόλις φτάνει μπαίνω μέσα και μαγκώνω την πόρτα για να μην μπορεί να το καλέσει κανείς. Ύστερα με δύναμη ανοίγω τα τζάμια από την οροφή. Ευτυχώς είναι χαμηλοτάβανο. Σκαρφαλώνω με πολύ κόπο στην οροφή του. Βρίσκω τη σκάλα και αρχίζω να την ανεβαίνω. Και τότε σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά για να δω πόσο έχω ακόμα. Η κατάμαυρη νύχτα λούζεται από μια τρυφερή πανσέληνο. Το τρομακτικό σκοτάδι… έχει το δικό του φωτάκι για να μην φοβούνται τα αστέρια για να μη φοβάμαι κι εγώ. Στεκόταν εκεί ψηλά λες και ήθελε να μου μιλήσει… Θυμήθηκα τη μάνα μου που μου τό ’δειχνε και μού ’λεγε… «Το βλέπεις το φεγγαράκι; Ήρθε και σε περιμένει να πας για ύπνο να σου φτιάξει ένα όμορφο όνειρο»… χασμουριόμουν ήρεμα και αφηνόμουν στην αγκαλιά της…
Ήταν τόσο όμορφο… που το σώμα μου πάγωσε ολόκληρο. Αρκούσαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να απολαύσω μια τόσο όμορφη στιγμή… Ξαφνικά το σχέδιό μου φάνταζε γελοίο. Όσο γελοίο ήταν και εκείνο το φρασάκι «θέλω να μείνω μόνη μου»… Όχι δε θα έχανα ούτε λεπτό από τη ζωή μου. Τέλος.
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
Κι όμως γιννται και θαυματα Ας πιστευουμε μέχρι την τελευταία στιγμή .Πολυ όμορφο κι άλλο τόσο μελαγχολικό . Φέρνει θύμισες που πολλοί θα θέλαμε να ξεχάσουμε μα άλλο τόσο είναι εκεί Στο βάθος του μυαλού Να μας παίρνουν σε ανθρώπους που έζησαν το θαύμα και το ζουν ακόμα ,και σε άλλους που πέρασαν κι έγιναν πια μια θύμηση
Είναι αλήθεια οτι όλοι μας έχουμε τέτοιες θυμησες… Άλλοι πείσμωσαν κι αλλοι παραδοθηκαν…αλλοι στάθηκαν τυχεροι άλλοι οχι και τόσο. Εχω ένα θείο αστέρι. Το τυχερο μου. Αυτός είναι ο φεγγιτης μου εκει ψηλα. Το μ. Σάββατο θα κλείσει 2 χρόνια μακριά μου. Κι ομως η θύμηση του υμνει τη ζωή και όχι το θανατο…
Ας αγαπάμε πολυ τη ζωη και ίσως γίνει γενναιόδωρη λίγο παραπανω…
Ευχαριστώ πολύ Μάχη Τζουγανάκη ….. ότι άλλο και να πω θα είναι πολύ λίγο…….Ευτυχισμένοι εκείνοι που κοιτούν το φεγγάρι και ας ακολουθούν το τέλος τους!!!!!Συγχαρητήρια!!!!!
Εγώ σας ευχαριστώ…
Σα να έβλεπα ταινία… τόσες πολλές εικόνες σε ένα τόσο μικρό κείμενο…
Μπράβο κοριτσάκι!!!