Εκείνο το πρωί του Αυγούστου, πάνω στον γλυκό τον ύπνο, με ξύπνησαν γυναικείες φωνές και τσιρίδες. Χαμός. Η σκηνή εκτυλισσόταν ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου.
«Τι να τον κάνω τον χαλέ, μου λες; Δεν τον εθέλω σου είπα. Τελεία και παύλα!» ωρυόταν η νύφη στη διαπασών. «Τον άπλυτο! Να τον ξεβρομίζω συνέχεια; Ούτε να τον βλέπω! Να φύγει!»
Δεν ξαφνιάστηκα. Γνωστό το έργο. Υπέθεσα πως για μια ακόμη φορά στο γειτονικό σπίτι, κολλητά με το δικό μας, ερίζανε πεθερά και νύφη για τον λεβέντη το γιο και σύζυγο. Χαλέ τον ανέβαζε η Βαγγελιώ, ρεμάλι τον κατέβαζε, με το λάμδα βαρύ, σαλονικιώτικο, να γεμίζει το στόμα της αποτροπιασμό και απόρριψη. Αλλά και αυτός, τι να πρωτοπείς, βρε παιδί μου; χαμένο κορμί. Πότης και τζογαδόρος. Πολυτεχνίτης και ολιγοψώμης. Όλα τα χαρίσματα τα είχε.
«Έχεις μούτρα και μιλάς και εσύ; Αχαΐρευτη! Εμ βέβαια! Κατά μάνα, κατά κύρη. Ίδια η μάνα σου, η φαντασμένη!» ακούστηκε η πεθερά να υπερασπίζεται σε όλους τους τόνους το γιο της, να την ακούσει οπωσδήποτε ο μαχαλάς εν είδει χορού αρχαίας τραγωδίας.
Πλανιόμουν όμως πλάνην οικτράν, γιατί αμέσως ήρθε η ανατροπή.
«Από πού σε φέραμε, μωρή, εσένα και μου θες και τον απόπατο μέσα στο σπίτι; Είχατε και στη μάνα σου;»
Εκεί κλονίστηκα. Η υπόθεση αποκτούσε άλλες διαστάσεις. Όποιος μεγάλωσε στην επαρχία αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα του θέματος. Μισάνοιξα το τζάμι και έτεινα ώτα ευήκοα.
«Όχι, θα κρατήσω τον απόπατο στην αυλή, να με γελάει ο κόσμος. Ακούς τι σου λέω εγώ; Θα φύγει ο χαλές, που να σκάσεις! Σε καινούριο σπίτι να τρέχω με τη νυχτικιά, να με βλέπει ο γείτονας πότε βγαίνω, πότε μπαίνω; Πού ζείτε;».
Μου είχε φύγει η νύστα για τα καλά. Τάχτηκα αυτόματα υπέρ της προόδου. Είχε η Βαγγελιώ τα δίκια της. Έφτιαχναν καινούριο σπίτι με άτοκο δάνειο. Θαλασσοδάνειο δηλαδή, όπως όλοι τότε. Γέμισαν οι γειτονιές τσιμεντόλιθους και στοίβες αμμοχάλικο. Ανεβαίναμε οι πιτσιρικάδες και σβαρνιόμασταν. Χαζεύαμε τις μπουλντόζες. Οι μπετονιέρες γυρνούσαν ακατάπαυστα μες το καταμεσήμερο και τα μαστόρια με τον τενεκέ τσιμέντο στο ώμο νόμιζες ότι δεν ξεκουράζονταν ποτέ. Μέσα σε αυτό το τσουνάμι του εκσυγχρονισμού ήταν δυνατό η Βαγγελιώ να μείνει στα προπολεμικά;
«Να τον πάρετε από εδώ τον... χμ... μετά συγχωρήσεως. Μπροστά στα μούτρα μας τον έχουμε. Τι φταίμε εμείς μου λέτε; Είναι ντροπής πράγματα αυτά. Καινούρια νύφη θα κάνω…» πετάχτηκε η συννυφάδα της γριάς από το άλλο σύνορο ως προεξάρχουσα.
«Τώρα μάλιστα… Συμπληρώθηκε το μπουκέτο...» μουρμούρισε ενοχλημένη η αδελφή μου, καθώς κουκουλωνόταν μέχρι τα αυτιά. Προφανώς, αγρόν ηγόραζε πρωινιάτικα για τη μάχη που έδινε η πρόοδος στη γειτονιά μας.
Δεν είχε δίκιο, όμως, γιατί ο χαλές στάθηκε πολλές φορές η αιτία να τσακωθούν γείτονες, πρωτοξάδελφα και συννυφάδες. Και όσο ξεμάκραινε το σόι και διαμοιράζονταν τα οικόπεδα, ανέκυπτε αναπόδραστα το φλέγον θέμα. Πού θα στηθεί ο χαλές; Εδώ σε θέλω, κάβουρα… Τα περιθώρια ήταν στενά. Όχι κοντά στο σπίτι, ούτε στην είσοδο της αυλής, ούτε ξυστά στο δρόμο. Και αν αυτό το μακριά και πίσω το δικό σου συνέπιπτε με το κοντά και το μπροστά του γείτονα, πώς να κάνει τα στραβά τα μάτια; Παραήταν βαρύ.
Εδώ που τα λέμε, ήταν και μπελαλίδικος ο άτιμος. Οι επισκέψεις στη «χρεία» είχαν σταθεί αιτία για πουντιάσματα, αλλά και για σκώμματα που τροφοδοτούσαν τα μασλάτια γειτόνων ή περαστικών για χρόνια. Οι δε νυχτερινές επισκέψεις ευνοούσαν ποικίλα ξεπορτίσματα, παρόλο που τα αδιάκριτα μάτια πάντα καιροφυλακτούσαν αδέκαστα, για να κατακεραυνώσουν το μεμπτό και το ύποπτο. Για αυτά και για άλλα, οι χαλέδες είχαν πέσει σε ανυποληψία. H χαριστική βολή βέβαια ήρθε με την ανοικοδόμηση. Πλέον τελούσαν υπό απηνή διωγμόν. Υπήρχαν, όμως πάντα και οι ζηλωτές.
«Άντε και εσύ, παλιοβρωμιάρα! Ας με λένε βοϊβοδίνα και ας πεθαίνω από την πείνα. Δεν σε ξέρουμε ποια είσαι; Και γιατί ανακατεύεσαι; Όπου θέλουμε, θα τον στήσουμε τον χαλέ μας! Κουμάντο στο σπίτι σου.» άστραψε και βρόντησε η κυρά Σεβαστή, βάζοντας αυστηρές διαχωριστικές γραμμές για τα του οίκου της και της γύρισε την πλάτη. «Ααα, κεχαγιά δεν είχαμε...»
«Πω πω! Σκέτος χαλές το στόμα της…» τίναξε με τα δυο δάχτυλα το ρούχο της συγχυσμένη η συννυφάδα και αποσύρθηκε από το σκηνικό, μην μπλέξει χειρότερα.
«Βαγγελιωωώ, καφεεέ!» ακούστηκε μια αγουροξυπνημένη αντρική φωνή κομπάρσου από τα ενδότερα, πάνω που η Βαγγελιώ είχε ανασυντάξει τις δυνάμεις της και ετοιμαζόταν για το νέο επεισόδιο. Η αυλή άδειασε στο πιτς φιτίλι. Έμεινε μόνο η κυρά Σεβαστή να συγυρίζει με νεύρα τις γλάστρες της βράζοντας στο ζουμί της. «Μα, από την αυλή σου να τρέχεις στο σπίτι μέσα; Από τι κακό; Πού ακούστηκε “χέσε μέσα και έβγα έξω”;»
Τελικά, τα πράγματα ρυθμίστηκαν νομοτελειακά κατά πώς όριζε η πρόοδος. Η κυρά Σεβαστή ηττήθηκε κατά κράτος. Ο εργολάβος ήταν κατηγορηματικός. «Α, κυρά Σεβαστή, εδώ δεν έχεις δίκιο. Πάνε αυτά που ξέρατε. Κοιτάμε μπροστά. Σε όλα τα καινούρια σπίτια φτιάχνουμε λουτροκαμπινέδες. Παστρικά πράγματα. Κι έπειτα, τι να κάνουμε; Ό,τι πουν τα παιδιά.» Συμπαιγνία κανονική δηλαδή. Και έτσι, επήλθε η κάθαρση, κυριολεκτικώς τουλάχιστον.
Τώρα, όποτε επιστρέφω, όλα μοιάζουν πολύ καθώς πρέπει. Πέθανε και η κυρά Σεβαστή. Ξεχάστηκε και αυτή, ξεχάστηκε και ο χαλές και όλη η φασαρία του. Αλλά και η λέξη είναι πλέον άγνωστη στους πολλούς. Μαζί με αυτή και άλλες παλιομοδίτικες λέξεις από το παρελθόν. Κάθε φορά που πιάνω το μολύβι να γράψω, μπλέκονται στα πόδια μου. Πιάνονται από το μανίκι μου, ενώ εγώ τις χαϊδεύω σαν αδέσποτα γατιά και ύστερα τις αφήνω να γυρίζουν ελεύθερες στις γειτονιές και στα παλιά σοκάκια.
_
γράφει η Δήμητρα Κουβάτα
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Μαριάνθη Παπάδη
Καταπληκτικό!!!!!!!!!!!!!!!Εικόνες νοσταλγικές,λέξεις ξεχασμένες συνθέτουν υπέροχο σκηνικό και μας ταξιδεύουν!!!!!!!!!!!!