Σαν ανέβηκε χορεύοντας ο καπνός
με χάρη στο ταβάνι,
από την εκπνοή σου
που δύναμη είχε.
Μύριζε τσιγάρο η ανάσα σου
και πόνο η ψυχή σου.
Το σώμα σου ακούμπησες
επάνω στο δικό μου.
Την αγκαλιά μου ζήτησες
για να παρηγορηθείς.
Γυμνό το κοίταγμά σου
από κάθε ασπίδα,
στην καρδιά μου αμέσως τρύπωσε.
Και αυτή σαν μάγισσα
που ξόρκια εκτοξεύει,
των πικρών δακρύων τράβηξε
τον μοχλό.
Και άρχισε να βρέχει.
Μούσκεμα γινήκαν σε μια στιγμή
τα όνειρά μας.
Σαν τραπουλόχαρτα οι ελπίδες
γκρεμιστήκαν.
Σαν τις καρδιές που το άλλο τους μισό
ποτέ δεν βρήκαν.
Μιλιά δεν έβγαλες,
τα χείλη σου σιωπήσαν.
Μα εγώ σε άκουγα βαθιά.
Βαθιά, πολύ βαθιά μέσα σου
σαν το ψάρι στη στεριά,
να σπαρταράς.
Και έκανε θόρυβο πολύ
της φωνής σου η απουσία.
Πόσο με τσάκισε
η γλυκιά σου παρουσία.
Τα χείλη σου τα μελιστάλακτα
δε θα γευτώ ξανά.
Αισθάνομαι στα στήθη μου
να καίει μια φωτιά,
στου ασπασμού μας το κύκνειο άσμα.
Σαν μοιρολόι ακούστηκε
της αγάπης το σάλπισμα.
Απροετοίμαστους ο χρόνος
πάντα μας βρίσκει.
Πώς τη δύναμή του
κάποιος να αψηφήσει;
Ήρθες για να φύγεις.
Φεύγω για να μείνω
μέσα σου για πάντα.
Και για στερνή φορά
το χέρι μου πιάσε.
Σίγουρος είμαι
πως στων ονείρων τον κόσμο,
πάλι θα σε συναντήσω.
_
γράφει ο Ιωάννης Γιαννόπουλος
0 Σχόλια