Μια χρυσόξανθη ηλιαχτίδα ξεπήδησε δειλά πίσω από το βουνό, αφήνοντας τις υπόλοιπες μισοκοιμισμένες στο ρόδινο σεντόνι του ορίζοντα. Συνωμότησε με το νοτιά και μαζί πρόσφεραν το πιο ζεστό καλωσόρισμα στο πλοίο, που ανυποψίαστο έδενε στο λιμάνι της Σούδας. Κουρασμένο, άνοιξε την μπουκαπόρτα του και ξέβρασε με ορμή το ανθρώπινο ποτάμι, λες και είχε μπουχτίσει από την ολονύχτια παρουσία του.
Η Χρύσα και η Μαρία είχαν βγει από το πλοίο και κατευθύνονταν με το αυτοκίνητο προς το χωριό, όταν άρχισαν να αχνοφαίνονται τα Λευκά Όρη, μ’ έναν αγουροξυπνημένο ήλιο να απολαμβάνει, πάνω τους, το μερακλίδικο καφέ του. Η Χρύσα, που καταγόταν από το νησί, σαν τα είδε να ξεπροβάλλουν επιβλητικά και αγέρωχα, καταδεκτικά και υπερήφανα, άγρια μα και φιλόξενα, άνοιξε το παράθυρο για να μπει το αεράκι και να φέρει μαζί του εικόνες νοσταλγικές και αγαπημένες. Η χαμογελαστή μορφή του παππού της ξεπήδησε μέσα από το μητάτο*, κρατώντας τρυφερά στα τραχιά χέρια του ένα ποτήρι πρόβειο φρεσκοαρμεγμένο γάλα, ως καλωσόρισμα της θύμησης, σε ένα τόπο που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τα παιδικά της χρόνια.
Τα τοπία που εναλλάσσονταν αναμόχλευαν ιστορίες, που τις διηγιόταν με χαρά στη Μαρία αλλά εκείνη σημασία δεν έδινε. Παιδί της πόλης ήταν, όλα αυτά τα βουκολικά τής έφερναν αλλεργία, όπως εκείνο το κουνούπι που, πρωί πρωί, την τσίμπησε στο χέρι κι έπιασε να ασχολείται με το σημάδι που της άφησε. Όσο έβλεπε τη διαδρομή να ξεφεύγει από τα παραθαλάσσια μέρη και να χάνεται ανάμεσα σε χαρουπιές και ελιές, τόσο μετάνιωνε για την απόφασή της να δεχτεί την πρόσκληση της φίλης της και να επισκεφθεί το νησί. Οι διακοπές γι’ αυτήν ήταν συνώνυμες με πολυτελή ξενοδοχεία και ακριβά τουριστικά θέρετρα, παρόλο που ο μισθός της δε δικαιολογούσε τέτοιες πολυτέλειες.
Δύσκολοι καιροί για πριγκίπισσες κι η οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων την είχε πετάξει απότομα από το θρόνο της, κάνοντας έναν γδούπο τόσο δυνατό που τάραξε όλο της το είναι, όχι όμως και την άποψη που είχε για τις διακοπές. Η ιδέα να βρει δικαιολογία να γυρίσει πίσω στον Πειραιά στριφογύριζε στο μυαλό της, σαν τον τροχό που σκάβει βαθιά για να βρει στο δόντι το απόστημα.
Έφτασαν στο χωριό την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες. Ανήμερα της Παναγίας κι απ’ άκρη σ’ άκρη ήταν ντυμένο με τα καλά του. Ασπρισμένα πεζούλια, λουλουδάτες αυλές και μια μέρα καθάρια και ηλιόλουστη. Δεν πρόλαβαν να ξεκλειδώσουν την πόρτα του σπιτιού και δέχτηκαν τα καλωσορίσματα του Μανώλη του γείτονα, που έσπευσε να τις καλέσει στο μεσημεριανό γλέντι που θα γινόταν στο σπίτι του. Η Χρύσα, που γνώριζε καλά τα ήθη του τόπου, δέχτηκε αμέσως, αφήνοντας τη Μαρία να θρηνεί τα ναυαγισμένα της σχέδια, που περιελάμβαναν μπάνιο στη θάλασσα και φαγητό δίπλα στο κύμα.
Σαν μεσημέριασε, ο φλογοβόλος ήλιος έκανε τις κοπέλες να περάσουν βιαστικά το κατώφλι της αυλής του Μανώλη. Μια πυκνόφυλλη κληματαριά, όμοια με απόρθητο φρούριο φτιαγμένο για να αποκρούει τις επιδρομές του ήλιου, τις υποδέχτηκε, ενώ τα πυρόξανθα σταφύλια της κρέμονταν με τη λαχτάρα του τρύγου. Πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος εκεί. Ένας ηλικιωμένος καθόταν σ’ ένα μπεντένι*, ντυμένος με την παραδοσιακή φορεσιά και στήριζε το κεφάλι του σε μια σκαλιστή κατσούνα*. Η Μαρία κοίταξε τριγύρω ανιχνευτικά.
Αγρίμια κι αγριμάκια μου, μονολόγησε βλέποντας άντρες ντυμένους στα μαύρα, με γένια και μεγάλα μουστάκια να τραγουδάνε ένα λυπητερό τραγούδι.
«Σε μνημόσυνο ήρθαμε;» ρώτησε τη Χρύσα.
«Πώς σου πέρασε αυτό από το νου;»
«Φοράνε μαύρα ρούχα και λένε μοιρολόγια.»
Η Χρύσα έβαλε τα γέλια κι έπιασε να της εξηγεί, πως αυτά τα τραγούδια λέγονται ριζίτικα και πως η παράδοση ορίζει οι άντρες να φοράνε μαύρα ρούχα, κυρίως σε επίσημες στιγμές.
«Καλώς τις κοπελιές, καθίστε κοντά μας» ακούστηκαν φωνές φιλόξενες, με μια προφορά που έμοιαζε με τραγούδι.
Ένα κύκλο έκαναν τα τραπέζια, τα στρωμένα με κατάλευκα τραπεζομάντηλα. Οι κοπέλες βρήκαν μια θέση και κάθισαν ανάμεσα στους φιλόξενους ανθρώπους. Όλων των ειδών τα φαγητά πέρασαν από μπροστά τους, εδέσματα εκλεκτά, μαγειρεμένα σύμφωνα με τις επιταγές της κρητικής γαστρονομίας. Η τσικουδιά έρεε γενναιόδωρα στα ποτήρια. Ένα ποτήρι ήρθε σαν κέρασμα και μετά άλλο κι άλλο.
Με κάθε γουλιά που έπινε η Μαρία, έβλεπε τα πάντα γύρω με μια ματιά γενναιόδωρη, λες και εκείνο το καυτό ρυάκι που κυλούσε μέσα της έσπαγε κι από ένα κομμάτι πάγου. Μισοζαλισμένη κι από ντροπή να αρνηθεί τα υπόλοιπα κεράσματα, κερνούσε κρυφά τη διπλανή γλάστρα. Ένα παράουρο* αεράκι φύσηξε κι ένας μεθυσμένος βασιλικός σφύριξε την έναρξη του γλεντιού.
Τα δοξάρια άρχισαν να χαϊδεύουν απαλά τις λύρες. Νεαρά παλικάρια πιάστηκαν από τους ώμους, όμοιοι αετοί που άνοιξαν τις φτερούγες τους για να αγκαλιάσουν τον ουρανό κι άρχισαν να χορεύουν υπερήφανα, λεβέντικα, με όλο τους το κορμί να δηλώνει το ανυπόταχτο της ύπαρξής τους. Χτυπούσαν τα πόδια δυνατά στη γη, έκαναν πήδους στον αέρα και η αυλή σειόταν από τους χτύπους των ποδιών τους. Οι λύρες πήραν φωτιά και συναγωνίζονταν σε γρηγοράδα εκείνη του τζίτζικα, που εκείνο το μεσημέρι είχε φτάσει στο απόγειο του ερωτικού του κρεσέντο.
«Πεντοζάλης λέγεται ο χορός» είπε η Χρύσα σαν είδε τη Μαρία να κοιτά εκστασιασμένη.
Μπροστάρης στο χορό ο Μανούσος, ένα όμορφο κοπέλι, ψηλό, μελαχρινό, λεβέντης, με μάτια γαλανά, καταγάλανα, όμοια με το χρώμα της θάλασσας σαν ημερεύει. Πηδούσε στον αέρα κι όταν πατούσε στη γη, λες και γινόταν σεισμός. Ένας σεισμός, που έκανε την καρδιά της Μαρίας να χοροπηδάει χαρούμενα.
Πάνω στη ζάλη του Πεντοζάλη, οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Έμοιαζαν με δυο θάλασσες που έσμιξαν σε ωκεανό κι άφησαν ένα τσουνάμι να τις στροβιλίζει ανελέητα στη δίνη του. Σαν τέλειωσε ο χορός, αναψοκοκκινισμένος ο Μανούσος πήρε μια καρέκλα κι έκατσε ανάμεσα στα κορίτσια. Γέμισε τα ποτήρια τους και τις καλωσόρισε ευγενικά, πιάνοντας κουβέντα με τη Χρύσα, που τη γνώριζε από μικρή.
«Μανούσο, πότε θα πάμε στο μητάτο; Το έχω νοσταλγήσει το μέρος» είπε η Χρύσα ανυπόμονα, παρακινούμενη από τη δίψα της να επισκεφτεί τον πατρογονικό τόπο.
«Αύριο θα πάω να φροντίσω τα οζά*. Θα σηκωθούμε όμως αχάραμα, αλλιώς από δουλειά πράμα δε θα κάμουμε» είπε ο Μανούσος και η ματιά του στράφηκε στη Μαρία.
«Η Μαρία δεν ξέρω αν…»
Δεν πρόλαβε να αποσώσει την κουβέντα της κι άκουσε τη φίλη της να δηλώνει, ετοιμόλογα, την ανυπομονησία της να επισκεφθεί το μέρος για το οποίο τόσα είχε ακούσει.
Η Χρύσα γύρισε και την κοίταξε με έκπληξη. Μόνο αυτό δεν περίμενε να ακούσει. Μήπως το περίμενε η Μαρία; Αναρωτιόταν κι η ίδια με τον εαυτό της. Πού να το φανταζόταν ότι ο έρωτας θα ήταν τόσο ανατρεπτικός και ζαβολιάρης. Εκεί που τον περίμενε να αναδυθεί μέσα από μια πολυτελή πισίνα, κρατώντας στο χέρι ένα κοκτέιλ, εκείνος βγήκε από την κάψα του χορού, κρατώντας τσικουδοπότηρο. Έβγαλε το βελάκι του, που ήταν ποτισμένο με τσικουδιά και τη μέθυσε, αλειμμένο με μέλι θυμαρίσιο και τη γλύκανε. Παραδόθηκε αμαχητί.
Γέμισε το ποτήρι της με τσικουδιά και την ήπιε μονορούφι. Μέσα από τη ζάλη που της άφησε, είδε τα πάντα καθαρά, λες και το οινόπνευμα που κυλούσε στα σωθικά της ξέπλυνε ό,τι θεωρούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή σημαντικό. Η καταγάλανη ματιά του Μανούσου έγινε ο βατήρας, που από κει θα βουτούσε στα βαθιά κι αχαρτογράφητα νερά των συναισθημάτων της, χωρίς να λογαριάζει ύφαλους και ξέρες, χωρίς να νοιάζεται για τα απόνερα που θα άφηναν τα «θέλω» της προηγούμενης ζωής της.
Ένας από μηχανής θεός αποδείχτηκε ο έρωτας, που ήρθε την κατάλληλη στιγμή για να σώσει τις ολιγοήμερες διακοπές της. Κρατούσε με ευλάβεια το χρυσό δισκοπότηρο, για να τη μεταλάβει με τα εράσμια μυστήριά του και τις πρόσφερε κρυμμένα αντίδωρα, που έμελλε η ίδια να ανακαλύψει πίσω από τα φιλόξενα πρόσωπα των ανθρώπων και των ζωντανών παραδόσεων του τόπου. Εκείνη ζαλισμένη, γονάτισε μπροστά του και προσευχήθηκε στη χάρη του. Εγγυήσεις δεν ζήτησε κι ούτε θα της έδινε.
Απέσπασε μόνο από αυτόν την υπόσχεση, πως οι διακοπές της σε αυτό το μικρό χωριό, το σκαλωμένο στα ριζά του βουνού, το μυρωμένο από τα ενδημικά θυμιάματα, θα είχαν ένα άρωμα αλλιώτικο. Απ’ αυτά τα γνήσια, τα αυθεντικά, που δεν ξεθυμαίνουν εύκολα και αφήνουν στις αισθήσεις τη θύμησή τους, ακόμη κι όταν εξατμιστούν.
*μητάτο: ένα μικρό κτίσμα, φτιαγμένο από ξερολιθιά, που στις μέρες μας χρησιμοποιείται ως κατάλυμα του βοσκού, ενώ παλαιότερα ως και ως τυροκομείο
μπεντένι: τσιμεντένιο πεζούλι
κατσούνα: η κρητική μαγκούρα
παράουρο: τρελό, παλαβό
οζά: ζώα
–
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Μπράβο Χριστινα μου. Την απολαυσα την ιστορία σου!!! Μπράβο!!!
Ευχαριστώ πολύ Άννα! Καλή σου μέρα!
Α ρε Χριστίνα…τέλος είσαι Κρητικιά! Δήλωσέ το να τελειώνουμε! Όμορφη ιστορία με μυρωδιές..εικόνες.ήχους..και κρητικούς έρωτες!
Μπράβο σου βρε κοπελιά!
Ναι βρε κοπελιά! Τόσο καιρό το φωνάζω, σημασία δε μου δίνετε. Έπρεπε να γράψω αυτή την ιστορία για να το καταλάβετε; Τι νομίζεις; Αδικα με φωνάζουν οι φίλοι μου Σουλελάκη:
Και τώρα, μέχρι του χρόνου που θα ξαναπάς θ’ ακούμε τα εγκώμιά σου για την Κρήτη και τη Μάχη να σε εγκωμιάζει που εγκωμιάζεις το νησί του Πατέρα της που το θεωρεί κάτι σαν ιδιοκτησία της και όλους όσοι το επισκέπτονται και το …εγκωμιάζουν να τους μοιράζει χρυσά κλειδιά.Βρε λες γι΄αυτό να πηγαίνετε κατά κει;
Και βέβαια η ίδια η Κρήτη θα σ’ευχαριστεί για την πολύ όμορφη ιστορία που της αφιέρωσες.
Καθυστερημένο το σχόλιο λόγω των γνωστών προβλημάτων ….Φιλιά
Η Μάχη μπορεί να είναι περήφανη για το νησί της γιατί είναι κρητικιά. Εγώ όμως είμαι δυο φορές περήφανη γιατί δεν καταγομαι από την Κρήτη, όμως κάτι σε αυτό το νησί με τραβάει. Το κατάλαβα, όταν για πρώτη φορά άκουσα λύρα σε ηλικία 4 χρόνων. Το καταλαβαίνω, όταν πατάω το πόδι μου στο νησί ( είναι το νησί που έχω επισκεφτεί τις πιο πολλές φορές, όχι λόγω φίλης) όταν χορεύω τους χορούς παρόλο που με δυσκολεύουν. Χαίρομαι που σου αρεσε. Καλό μεσημέρι!!!
Πανέμορφη η ιστορία σου Χριστίνα, γεμάτη με εικόνες και μουσικές. Αχ, αυτή η Μαρία τι τυχερή που ήταν που γνώρισε τον έρωτα σε έναν τόσο όμορφο τόπο.
Σε ευχαριστώ πολύ Βάσω! Χαίρομαι που σου άρεσε. Πράγματι, τυχερή που ήρθε ο έρωτας την κατάλληλη στιγμή.Καλό σου βράδυ!
Υπέροχη η ιστορία σου Χριστίνα μου γεμάτη χρώματα μυρωδιές και μαγεία της πανέμορφης Κρήτης μας!!!!!!!! Είμαι Κρήτη Χανιά και είμαι ξέχειλη από όλα όσα τόσο όμορφα μας περιέγραψες!!!!!!! Θεωρώ πως είναι μαγικό και ευλογημένο τούτο το νησί που όσο και να το παινέψεις του ταιριάζουν κι άλλα τόσα!!!!!!! Η ιστορία σου από τις πιο όμορφες ιστορίες που έχω διαβάσει…μπράβο σου!!!!!!!!!!
Σε ευχαριστώ πολύ Σοφία μου, όπως το λες είναι ευλογημένο νησί, γεμάτο χρώματα κι αρώματα. Να περνάς πολύ όμορφα, τα Χανιά είναι το αγαπημένο μου μέρος. Μακάρι να ήμουν κι εγώ εκεί τώρα. Φιλιά πολλά!
Καλό μεσημέρι και καλή βδομάδα!!!!!!!!!!!!
Πώς να σ’ ευχαριστήσω για το πανέμορφο ταξίδι που μου χάρισες απλόχερα, έστω και καθυστερημένα για μένα!!!!!!!
Είναι ένα κείμενο γεμάτο εικόνες, μυρωδιές και γεύσεις, γεμάτο ομορφιά, λεβεντιά και αυτό το “κάτι άλλο” που διαθέτει το συγκεκριμένο νησί και οι άνθρωποί του!!!!!!!!
Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς γι αυτό που εισέπραξα!!!!!!!!!!!!!!
Σε ευχαριστω πολυ ανωνυμε αναγνωστη. Χαιρομαι που σε ταξιδεψε σε ενα αγαπημενο μερος γεματο χρωματα αρωματα και εικονες. Να περασεις ομορφα οπου κι αν πας εστω και καθυστερημενα.