Αν τα οικονομικά σου είναι καλά μπορείς να έχεις τη σπιταρόνα σου και τη γραφειάρα σου. Αν όμως τα οικονομικά σου γλύφουν το πεζοδρόμιο τότε ένας μίζερος χώρος 50 τετραγωνικών με δυο δωμάτια, κουζίνα- μπάνιο, για σπίτι και γραφείο μαζί, – που στο εξής θα αποκαλούμε για συντομία ‘’γραφείο’’- σε κατατάσσουν επίσης στους τυχερούς αυτού του κόσμου γιατί ασφαλώς υπάρχουν και χειρότερα.
Το μεσημέρι είχα πάρει την άδεια του ντετέκτιβ από τον υπαστυνόμο Έλπι, και για να μην ξεχνιόμαστε, το Έλπις μας προκύπτει από το Ελπιδοφόρος, ένα λυκόσκυλο της τοπικής ασφάλειας που μου έδειξε παρ’ όλα αυτά λίγη συμπάθεια κι όταν είσαι καινούργιος και μόνος στη πόλη οποιαδήποτε προσφορά ακόμα κι αν προέρχεται από τον ίδιο τον κόμη Δράκουλα γίνεται ανάρπαστη. Το γιόρτασα με μια πολυέξοδη για μένα επίσκεψη στον ιππόδρομο – έχασα κάτι λίγες οικονομίες που μου βάραιναν την τσέπη και την συνείδηση, δηλαδή σχεδόν ό,τι είχα και δεν είχα – και μετά με μια μπαρότσαρκα, μέχρι που νύχτωσε για τα καλά. Είχα βλέπετε και τα γενέθλιά μου.
Πάρκαρα την αυτοκινητάρα μου, μάρκας πανάρχαιου Honda civic του ’75 στα 1300 κυβικά, στο διπλανό εγκαταλελειμμένο οικόπεδο και ανέβηκα τους εφτά ορόφους για το γραφείο μου με τα πόδια μιας και το ασανσέρ γιόρταζε για πέμπτη μέρα αυτό το μήνα την ιστορική επέτειο του ΟΧΙ. Καμάρωσα για λίγο τη φρεσκοβαμμένη είσοδο που έμοιαζε με ρήγμα περισσότερο παρά με πόρτα και προσπάθησα να τη φανταστώ στολισμένη με την ταμπέλα – μαύρα γράμματα σε ματ επιφάνεια αλουμινίου – ‘’Αμβρόσιος Σακάδας, Γραφείο Ερευνών’’.
Ο ιδρώτας έσταζε μέχρι τα παπούτσια μου – εφτά πατώματα για κάποιον που δεν διεκδικεί ορειβατικό ρεκόρ είναι όπως και να το κάνουμε λίγο κουραστικό – όταν η κύστη μου, μου υπενθύμισε ότι δυο πόρτες έχει η ζωή. Άνοιξα την δεύτερη και μπήκα. Η μπανιέρα μου ήταν γεμάτη νερό και μέσα έπλεε μια ολόγυμνη γκόμενα με δυο χαμόγελα. Το δεύτερο στην καρωτίδα απ’ όπου ξεπηδούσε με μια νωχελική διάθεση αίμα και τα έβαφε όλα ροζ. Το βρήκα παράλογο. Ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο και γιατί; Πάντως όχι η εταιρία υδρεύσεως.
Ξέχασα γιατί μπήκα στην τουαλέτα. Γύρισα στο χώρο του γραφείου και αισθάνθηκα ότι κάτι έπρεπε να πιώ. Αυτό το κάτι ήταν μια βότκα. Τσίμπησα το μοναδικό μπουκάλι που βρήκα και γέμισα ένα ολόκληρο ποτήρι. Δεν ήταν το πρώτο της ημέρας και κάτι μου ‘λεγε ότι δεν θα ‘ταν ούτε το τελευταίο. Τις ξέρω κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Δε φτάνει ούτε ένα ολόκληρο μπουκάλι. Το ήπια σχεδόν μονορούφι και πιστέψτε με, πως μόνο και μόνο επειδή εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει, το ξαναγέμισα αμέσως. Πριν προλάβω να το στείλω παρέα στο προηγούμενο, ακούστηκε ένας παράφωνος ήχος. Η βότκα – το μπουκάλι δηλαδή- είχε ζωγραφισμένο πάνω του ένα ασπρόμαυρο πορτραίτο και από κάτω έγραφε ‘’Chopin’’ Polish Vodka. Ο ήχος όμως προερχόταν απ’ την πόρτα και ήταν ήχος κουδουνιού. Κακόφωνος ήχος κουδουνιού. Στο μέλλον, αν μετά απ’ αυτό που μου συνέβαινε υπήρχε μέλλον, θα προτιμούσα να μου χτυπούν τη πόρτα με το χέρι. Όχι όμως τόσο δυνατά. Μα τι στο διάολο. Κάποιος βάλθηκε να μου σπάσει την πόρτα. Ίσα που πρόλαβα ν’ ανοίξω, ενώ με μια ανάποδη κλωτσιά έσπρωξα πίσω μου, να κλείσει η πόρτα του μπάνιου.
– Περιμένεις επισκέψεις; με ρώτησε ο υπαστυνόμος Έλπις καθώς λαχανιασμένος αναζητούσε με το βλέμμα του ένα μέρος να καθίσει.
– Την εταιρία υδρεύσεως, απάντησα κοφτά και του ‘κανα τόπο να περάσει. Σε τι οφείλω αυτό το ξαφνικό νυχτερινό ενδιαφέρον;
– Χρειάζεται ένταλμα για να μου προσφέρεις ένα ποτό; μου αντιγύρισε χαριτωμένα καθώς ξάπλωνε σχεδόν στον καναπέ μου.
– Απ’ όλα τα μπαρ της γειτονιάς το σπίτι μου διάλεξες για να πιεις;
– Τα γύρισα όλα. 45 λεπτά σε περιμένω. Άλλωστε το δικό σου ποτό είναι νοστιμότερο, γιατί είναι κερασμένο.
– Δεν σας πληρώνουν καλά στο σώμα ή η τράκα είναι η δίδυμη αδελφή σου; τον ειρωνεύτηκα.
Δεν απάντησε κι επωφελήθηκα να αδειάσω και το δεύτερο. Ύστερα έβαλα ένα ακόμα διπλό για μένα κι ένα απλό για τον Έλπι.
– Επειδή είσαι υπηρεσία, είπα χαριτωμένα καθώς του το έδινα.
Ρούφηξε τη βότκα σα νερό.
– Και βέβαια είμαι υπηρεσία, είπε. Βάλε ένα δεύτερο σε παρακαλώ. Μην το λυπηθείς.
– Τι σοι αστυνομικός είσαι εσύ που περιδρομιάζεις έτσι τη βότκα μου, παρατήρησα. Μοιάζει να ήρθες απ’ την έρημο.
– Απ’ την έρημο ήρθα, απάντησε και μου άρπαξε το ποτήρι απ’ τα χέρια. Εσύ και το γραφείο σου είστε μια όαση στη ρουτινιάρικη ζωή μου.
Γέλασε με το αστειάκι.
– Δεν το ‘πιασα αυτό, δήλωσα.
– Ξέρεις Αμβρόσιε ότι οι τοίχοι έχουν αυτιά και οι γείτονες τηλέφωνα; Ε λοιπόν μας πήραν τηλέφωνο πριν από 40 λεπτά για να μας πουν ότι… Μπορώ να ρίξω μια ματιά;
– Μα φυσικά. Σα στο σπίτι σου. Εκτός απ’ το μπάνιο. Εκεί… έκανα παύση και του ‘κλεισα το μάτι, υπάρχει μια κυρία που δεν νομίζω όμως ότι θα ‘πρεπε να την ενοχλήσουμε.
– Περίεργο, είπε ο Έλπις. Χτύπησα πριν 15 λεπτά δεν μου άνοιξε κανείς. Και τώρα πριν ανέβω ο θυρωρός μου είπε ότι γύρισες μόνος.
– Δεν ξέρω πώς τη βρίσκεις εσύ αλλά εγώ φροντίζω να ‘μαι διακριτικός και να μην κάνω βούκινο σ’ όλη τη γειτονιά με ποιον είμαι και τι κάνω στο σπίτι μου.
Ανέβηκε από τη σκάλα υπηρεσίας. Μου έριξε ένα βλέμμα του τύπου, ’’άσε καλύτερα’’.
– Βάλε ακόμη ένα σε παρακαλώ, μου είπε και μόλις γύρισα πετάχτηκε κι άνοιξε την πόρτα του μπάνιου.
Γέμισα με το πάσο το ποτήρι του για να του δώσω χρόνο ν’ απολαύσει το θέαμα. Εγώ δεν ήθελα να πιώ άλλο. Ο Chopin στο κεφάλι μου άρχισε ήδη να βαράει στο πιάνο την nocturne νούμερο 3 σε Αλεγκρέτο.
– Αυτή την κυρία εννοείς; μου φώναξε από μέσα.
– Ναι, γιατί; Δεν σου γεμίζει το μάτι; του είπα από κοντά.
– Δεν σχολιάζω αν ήταν ή όχι καλή γκόμενα, αν αυτό εννοείς. Υπάρχουν μερικοί στη πόλη αυτή που θα μπορούσαν να έχουν κάποια γνώμη γι’ αυτό. Είμαι σίγουρος. Αναρωτιέμαι απλώς πως βρέθηκε εδώ, γιατί και πότε… συμπλήρωσε. Η πληγή τρέχει σχεδόν ακόμα. Την ξέρεις;
– Εσύ τι λες, απάντησα και του πρότεινα το ποτήρι με τη βότκα. Ήμουν έτοιμος να καλέσω ταξί.
– Μην σκοτίζεσαι Αμβρόσιε, θα της βρούμε εμείς μεταφορικό μέσο. Όσο για σένα αρκεί να σου πω ότι… είσαι ένας μαλάκας και μισός.
Έκανε μια κίνηση να πάρει το νερό που καίει αλλά μετάνιωσε.
– Άσε, είπε. Ήπια ήδη πολύ και η αλήθεια είναι ότι δεν τα περίμενα τόσο άσχημα τα πράγματα. Άλλωστε σε λίγο το σπίτι θα γεμίσει με καλεσμένους. Εσύ όμως μπορείς να πιεις όσο θέλεις. Θα σε βοηθήσει να μας δώσεις κάποιες εξηγήσεις. Γενέθλια δεν είπες ότι έχεις;
– Δεν είπα. Είπα; απόρησα εγώ. Στον ιππόδρομο ήμουν όλο το απόγευμα κι ύστερα έκανα μια μπαρότσαρκα στο Κολωνάκι.
– Άρα έχεις άλλοθι, Αμβρόσιε. Γιατί όμως έχεις άλλοθι τώρα, ειδικά τώρα; Μήπως γνώριζες ότι θα το χρειαστείς; Αυτό σε κάνει ακόμα πιο ύποπτο. Δεν το ξέρεις, κι απ’ τα κωλοβιβλία που σου αρέσει να διαβάζεις, πως οι αθώοι συνήθως δεν έχουν άλλοθι;
Ήπια τη βότκα απ’ το ποτήρι του Έλπι και κάθισα στον καναπέ μου αμίλητος. Μα την αλήθεια κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά.
– Κόψε τη πλάκα, είπα τσατισμένος.
Ο Έλπις κάθισε στο γραφείο μου και πήρε τηλέφωνο στο τμήμα.
– Ρένο εσύ; Πάρε τα παιδιά κι ελάτε Σόλωνος 45, στον 7ο, γραφείο 74. Γιατί; Για το πάρτι. Ποιο πάρτι; Ένα πάρτι γενεθλίων που μοιάζει περισσότερο με πάρτι αποχαιρετισμού… Θα πάρει σύνταξη κι εφάπαξ ένας εξυπνάκιας. Να του κρατήσουμε κι ένα μονόκλινο στο Ευαγές. Καλά είναι στον Κορυδαλλό ό,τι πρέπει. Γιατί μονόκλινο; Τον εγκατέλειψε η κυρά του και μαζί μ’ αυτήν έχασε και την τύχη του.
Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά κι οι καλεσμένοι έφτασαν όλοι εδώ. Έφτιαχναν καφέδες και κάπνιζαν σαν να μην τρέχει τίποτα. Κατά ένα περίεργο τρόπο κανείς δεν ασχολιότανε μαζί μου. Η προσοχή τους ήταν στραμμένη στην κυρία της μπανιέρας λες κι ήταν αυτή η οικοδέσποινα. Ήταν όλοι τους πολύ ευγενικοί με ό,τι την αφορούσε: Αποτυπώματα, νύχια, κορώνες, θέση, θερμοκρασία και φωτογραφίες. Ο μόνος που με καταδέχτηκε ήταν ο ‘Ελπις που μου ‘λεγε κάτι ιστορίες για ‘’ένα έξυπνο πουλί που πιάστηκε απ’ τη μύτη’’ κι εγώ υποτίθεται ότι θα ‘πρεπε να καταλάβω ότι όλοι είναι καλοί μέχρι της αποδείξεως του εναντίου κι άλλα τέτοια. Ευτυχώς που μπορούσα να πίνω. Φυσικά όσο κι αν έψαξαν δεν βρήκαν πουθενά τα ρούχα της γκόμενας ώσπου βαρέθηκαν και ξεκουμπίστηκαν. Δυο νοσοκόμοι συνόδεψαν την κυρία σε συσκευασία δώρου στο κινητό ψυγείο – ασθενοφόρο, κι εγώ έμεινα πάλι μόνος. Η ώρα ήταν τρεις το πρωί. Ο μάγκας που οργάνωσε το κόλπο μπορεί να μην κατάφερε να με κάνει να χάσω το κέφι μου αλλά κατάφερε να με κάνει να χάσω τον ύπνο μου.
Ο Chopin κοπανούσε ένα ξεκούρδιστο πιάνο όταν ήταν 5 χρονών, και ο ήχος έσκιζε καυτός το μυαλό μου όταν άνοιξα τα μάτια μου. Δυσκολεύτηκα να βρω το τηλέφωνο.
– Ναι;
– Ελπίζω να μην σε ξύπνησα. Ο Έλπις είμαι. Έρχομαι.
Το έκλεισα και προσπάθησα να κάνω μια ανακεφαλαίωση. Η γκόμενα ήλπιζα να ήταν όνειρο. Αυτό το χάος όμως ήταν σίγουρα το γραφείο μου. Υπήρχαν ποτήρια και τασάκια παντού. Μέχρι και γόπες στο πάτωμα. Τα ζώα του εγκληματολογικού πετούσαν τα τσιγάρα στο πάτωμα. Τεκέ το ‘καναν το γραφείο μου. Ευτυχώς που δεν έβαλα μοκέτα. Σηκώθηκα με κόπο. Η ώρα ήταν εννέα. Πέντε ώρες ύπνος δεν είναι αρκετές μετά από ένα γενέθλιο surprise party.
Κάτι τέτοιες ώρες είναι που συνειδητοποιείς ότι τίποτα δεν πάει καλά και ότι ο πληθωρισμός που ξεπερνάει το 12% είναι το μικρότερο απ’ όλα τα κακά. Έκλεισα τα 47, αλλά απ’ ότι φαίνεται όχι και πολύ αισίως. Μετά από διάφορες περιπλανήσεις που κράτησαν είκοσι και πλέον χρόνια σε τόπους και επαγγέλματα αποφάσισα να γυρίσω στην πόλη που γεννήθηκα. Η Μαρία μια 28αρα ζουμερή κομμώτρια με ανοιχτό ξανθό μαλλί, βαμμένο ακόμα πιο ξανθό, ανέλαβε να με βοηθήσει να προσαρμοστώ πιο εύκολα. Την γοήτευαν αφ’ ενός οι ακαδημαϊκές μου γνώσεις – υπόλειμμα σπουδών στο εξωτερικό την δεκαετία του ’70, όταν ήθελα να γίνω ψυχίατρος και μετά κοινωνιολόγος και μετά αρχιτέκτονας- και αφ’ ετέρου το βίτσιο μου να κάνω έρωτα ντυμένος σε δημόσιους και ημιδημόσιους χώρους. Κι όπου δεν μας επέτρεπε ο χώρος, αναλάμβανε η ίδια να μου κάνει – κάτω απ’ το τραπέζι, στην τουαλέτα, στα τελευταία καθίσματα των κινηματογράφων ή πίσω από το ασανσέρ κάποιας πολυκατοικίας- αυτό που αυτή ονόμαζε safe sex κι εγώ ‘’ξυπνάει μέσα μας τον πολιτισμό’’. Ο υπαστυνόμος Έλπις απ’ την άλλη, παλιός συμμαθητής απ’ το γυμνάσιο, ξέροντας την αγάπη μου για τα αστυνομικά μυθιστορήματα, μου ‘βαλε την ιδέα να γίνω ιδιωτικός ντετέκτιβ. Όλα αυτά τριγύριζαν στο κεφάλι μου που βούιζε σαν τραίνο σε σκουριασμένη ράγα. Έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο. Κάποια κωλόπαιδα έγραψαν σ’ ένα εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό μια μεγάλη αλήθεια: ‘’Αν η μαλακία ήταν εργόχειρο θα είχαμε κάνει την προίκα μας.’’
Σύρθηκα μέχρι το μπάνιο. Τα αίματα είχαν ξεραθεί. Δεν έκαναν καν τον κόπο να ρίξουν λίγο νερό στη μπανιέρα να τα ξεπλύνουν, τα καθάρματα. Σε δέκα λεπτά χτύπησε η πόρτα. Άνοιξα. Ο Έλπις είχε τα κέφια του. Με κοίταξε πάλι από πάνω μέχρι κάτω σαν να μην… ‘’άσε καλύτερα’’ και μου το ‘ριξε δήθεν σαν απορία.
– Μπουγάδα έχεις;
– Ας πούμε ναι, του αντιγύρισα. Λέγε γρήγορα για να προλάβω και το κομμωτήριο.
– Στο ‘λεγα εγώ, συνέχισε γελώντας. Τέτοιο καλό παιδί και να μην βρίσκεις μια σωστή γυναίκα να νοικοκυρευτείς. Όλο με κάτι πτώματα πας και μπλέκεσαι.
– Άκουσε να σου πω …
– Ξέρω , ξέρω, με διέκοψε. Χθες σε είδαν πολλά μάτια. Μέχρι κι ο αρχιφύλακας ο Μήτσου. Αυτός ήταν ο λόγος που κοιμήθηκες στο σπίτι σου κι όχι στο φρέσκο. Χάσατε και οι δυο σ’ εκείνο το ψωφάλογο ‘’Θύελλα του Φαλήρου’’. Και μόνο τ’ όνομα είναι εντελώς γελοίο. Μα δε μου λες, πού βρίσκει ο Μήτσου τα λεφτά να παίζει στον ιππόδρομο;
– Πού θες να ξέρω; Μπορεί να τα βρίσκει στο Tide ή να ‘χει μετοχές στο νεκροτομείο.
– Βότκα έχει; άλλαξε την συζήτηση.
– Χτες τα στεγνώσατε όλα. Ακόμα και το σαμπουάν μου ήπιατε. Αν θέλεις λίγο Ajax όμως ευχαρίστως. Μα αν είναι να ‘ρχεσαι να περιδρομιάζεις στο σπίτι μου φέρε και καμιά περισσευούμενη άδεια για μπαρ.
– Καλή ιδέα, είπε. Προσαρμόζεσαι. Γιατί έτσι όπως μπλέκεσαι την άλλη άδεια, του ντετέκτιβ, θα τη χάσεις κι ακόμα δεν την βγάλαμε.
– Χέστηκα, είπα ξερά. Σαν μπάρμαν θα ‘χω τουλάχιστον να πίνω.
Κάθισε. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε με το πάσο του. Τσακίστηκα να του φέρω ένα τασάκι πριν αρχίσει να ρίχνει τα’ αποτσίγαρα στο πάτωμα. Τράβηξε μια μεγάλη ρουφηξιά και φύσηξε δαχτυλίδια καπνού από το στόμα του.
– Αμβρόσιε, μου είπε αργά, ακροβατείς. Η γκόμενα ήτανε η τέως του…
– Ξέρω, τον διέκοψα ξερά.
– Το ξέρω ότι ξέρεις και ότι απ’ την αρχή το ήξερες ή εν πάση περιπτώσει εκεί κοντά. Ο τύπος δεν παίζεται. Σήμερα το πρωί τον ανακρίναμε αλλά δεν αποδείξαμε τίποτα. Χτες όλο το βράδυ έπαιζε χαρτιά με δυο δημοτικούς συμβούλους. Το αντιλαμβάνεσαι;
– Παρακάτω, είπα εγώ.
– Αμβρόσιε δεν έχει παρακάτω. Πρέπει να μεγαλώσεις. Ο τύπος σου ’στειλε ένα μήνυμα. Δεν ξέρω τι σημαίνει αλλά δεν είναι δύσκολο και να υποθέσω. Αν δεν είχες πάρει την άδεια του ντετέκτιβ ίσως να ήσουν εσύ στη θέση της. Ίσως πάλι και όχι. Πρόκειται για διεστραμμένο κάθαρμα. Πού θα μου πάει; Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος…
– Αν προλάβει, πρόσθεσα εγώ.
– Ακριβώς Αμβρόσιε. Αν προλάβει ήθελα να σου πω κι εγώ.
Σηκώθηκε. Ήταν πολύ σοβαρός. Σκεφτόταν προφανώς να πει κάτι ακόμα αλλά δεν είπε.
Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Έκανε ένα μορφασμό. Δεν ξέρω αν διάβασε το γκράφιτι στον απέναντι τοίχο ή αν είδε κάτι άλλο, αλλά έκανε μεταβολή και έφυγε. Ούτε που πρόλαβα να του πω πως ο πατέρας των γκράφιτι ήταν ο Αρχύτας ο πυθαγόρειος τον 5ο αιώνα π.Χ. o οποίος μάλιστα κατά την διάρκεια μιας συνομιλίας του με κάποιον διαφωνούντα συνάδελφό του πήγε στον τοίχο κι έγραψε κάτι που δεν θεωρούσε καθόλου ευπρεπές να του πει.
Η πόρτα βρόντηξε πίσω του. Ο ήχος διέσχισε το δωμάτιο και σφηνώθηκε στο κεφάλι μου. Ζαλιζόμουν αλλά δεν ήθελα να την πέσω. Έτσι κι αλλιώς ήξερα τι θα ονειρευτώ. Την Μαρία να μου κάνει υγρό περμανάντ … με το στόμα της κι εγώ να ψάχνω με την γλώσσα μου το σημείο G ή κάποιο άλλο σημείο. Λίγο που ενδιαφέρει.
Τελικά αποφάσισα να ολοκληρώσω την καθαριότητα…
_
περιγράφει ο Αμβρόσιος Σακάδας & καταγράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος (Σκηνοθέτης -Παραγωγός)
–
Ο Αμβρόσιος Σακάδας είναι ένα χαμένο κορμί. Ένας καθυστερημένος του ’68. Ένας ανώριμος σαρανταπεντάρης. Δεν στερείται σπουδών ούτε γνώσεων. Αγαπάει το διάβασμα κι έχει γνώμη σχεδόν για τα πάντα. Δεν επιδιώκει την επωνυμία. Την θεωρεί πηγή μπελάδων. Δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα που τον περιβάλει παρά μόνο σαν μια σύμβαση. Σαν μια σειρά από εικόνες και λεκτικά τερτίπια. Η ζωή γι’ αυτόν είναι μια χειρονομία, ένα παιχνίδι όπου δεν τον ενοχλεί συνεχώς να χάνει. Το μεγάλο ελάττωμα του όμως είναι η τεμπελιά. Ο Αμβρόσιος Σακάδας βαριέται. Η κλασική του παιδεία τον βοήθησε να διαπιστώσει ότι η εργασία ουδέποτε υπήρξε μια ελληνική αρετή, γιατί ποτέ δεν καταγράφεται ως τέτοια στα αρχαία κείμενα. Γι’ αυτό δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει τη δική του πραγματικότητα. Θεωρεί ότι οι επιθυμίες, οι φαντασιώσεις και τα διάφορα κορόιδα που κυκλοφορούν ανάμεσα μας έλκουν τις αλλαγές και την εκπλήρωση τους πολύ πιο αποτελεσματικά απ’ ότι αν ξόδευε τις δυνάμεις του και κουραζόταν. Έτσι κάθεται και περιμένει. Αντιδρά μόνο σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο επιβίωσης κάνοντας περιστασιακά διάφορες δουλειές του ποδαριού. Η λιτή ζωή του στηρίζεται στα απολύτως αναγκαία: φαγητό, ύπνο, έρωτα, αλκοόλ και φυγή. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, απλά την κοπανάει για κάπου αλλού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένας σύγχρονος φυγάδας ή πιο σωστά ένας αναχωρητής που αντί να διαλέξει την έρημο, επιλέγει συνεχώς μια πολύβουη πόλη. Άλλωστε στην έρημο θα ήταν από δύσκολο ως απίθανο να κάνει τον ντετέκτιβ. Θα ήταν επίσης δύσκολο να βρει κορόιδα και αλκοόλ. Και το χειρότερο, θα έπρεπε να προσεύχεται…
προσοχη:
Οι ιστορίες αυτές είναι αποτέλεσμα τυχαίων λαθών και μοιραίων συμπτώσεων. Οι χώροι, τα γεγονότα και τα πρόσωπα (εκτός από τον συγγραφέα) είναι φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα ή σχέση με την πραγματικότητα είναι απλά συμπτωματική.
Η σελίδα μας αποκτά ένα ασυνήθιστα αστυνομικό ενδιαφέρον σε νουάρ αποχρώσεις. Σαρκασμός, ειρωνεία, χιούμορ και πολύ…vodka.
Μπόρεσα να εντοπίσω την ανέκδοτη ιστορία του Αιλιανού για τον Αρχύτα και τον τοίχο…αλλά δεν κατάφερα να μάθω τι ήταν αυτό το όχι και τόσο ευπρεπές που έγραψε στον τοίχο για να μην το ξεστομίσει! Κι εμείς έτσι κάνουμε πια…απλά σε social τοίχους και διόλου δε μας κοστίζει σε ήθος.
Για τεμπέλης πάντως ντετέκτιβ ο Σακάδας, είναι αρκετά διαβασμένος…
Εξαιρετικό! Καλή αρχή!
Καλή αρχή στον Αμβρόσιο Σακάδα και τις όμορφες ιστορίες του!
Σαν γνήσιος λάτρης του νουάρ δηλώνω ευτυχής για τις περιπέτειες του Αμβρόσιου Σακάδα και τη νέα στήλη του κυρίου Γιαννόπουλου, που είμαι σίγουρος ότι σ’ αυτήν έχει πολλά να μας παρουσιάσει. Να σταθώ όμως και στην υπέροχη παρουσίαση της Μάχης που έθεσε τις βάσεις η στήλη αυτή να γίνει θεσμός σε τούτες εδώ τις σελίδες! Καλή αρχή! 🙂
Καλή αρχή!!Μου άρεσε πάρα μα πάρα πολύ!!
Όταν σκεφτόμαστε, πάντα εκ των ύστερων, γιατί δεν κάναμε τις καλύτερες επιλογές στη ζωή μας, δείχνει ότι η ζωή μας είναι noir. Κατά κάποιο τρόπο είμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα πλαίσιο από το οποίο ούτε που διανοιγόμαστε ότι μπορούμε να ξεφύγουμε. Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια…..Το ”Πάρτι γενέθλιων” είναι η εισαγωγική ιστορία στον κόσμο του Σακαδα. Ακολουθούν καλύτερες ιστορίες…. Ελπίζω να σας διασκεδάσω ικανοποιητικά….
Ροή, πλοκή, ενδιαφέρον, αγωνία,χιούμορ, μεστοί διάλογοι…
Όλα τα καλά στοιχεία …….