γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Ο θάνατος κατατρύχει τον Fernando Pessoa τόσο στο συγκεκριμένο έργο, όσο και στο σύνολο της δημιουργίας του, μια και η ίδια του τη ζωή που στιγματίστηκε από πληθώρα απωλειών δικών του ανθρώπων. Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελείται από μια συλλογή διηγημάτων που αφηγούνται παράδοξες ιστορίες ανθρώπων που πέρασαν την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και στον αντίστοιχο ζοφερό των νεκρών. Μάλιστα δρουν και αισθάνονται στα πλαίσια μιας γκρίζας ζώνης που συνδέεται πλέον με αμυδρά νήματα από την ζωή και διαρκώς ολισθαίνει στον γκρεμό του αφανισμού.
Ο «δρόμος της λήθης» ίσως είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός μελλοθάνατου στρατιώτη που έφιππος ακολουθεί το τάγμα του μέσα στην νύχτα και στην βροχή, χωρίς να γνωρίζει πλέον αν είναι ζωντανός ή νεκρός. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι το μόνο που ηχεί είναι οι οπλές των αλόγων στα λασπόνερα και μάλιστα σε απόλυτη επαναληπτικότητα μέσα στην πλήρη μοναξιά και στον τρόμο, που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι μια κατάσταση θανάτου. «Όλη μου η ψυχή ήταν ένας ήχος από νερό που το πατούσαν και το άκουγες ν’ αναπηδεί» δηλώνει ο συγγραφέας. Το ίδιο συμβαίνει και στο επόμενο διήγημα «το χαράκωμα» όπου ένας πληγωμένος στρατιώτης αισθάνεται εντελώς χαμένος στην μηχανική δίνη του πολέμου και του αφανισμού λέγοντας πως είναι «μέσα μου όλα ρυμαγδός». Η απώλεια της ταυτότητας, του χρόνου και του τόπου είναι μια επιθανάτια κατάσταση και κάπου εκεί στο βάθος του υποσυνειδήτου στριμώχνεται πλέον η νοσταλγική ανάμνηση του πατρικού σπιτιού και κατ’ επέκταση της ζωής.
«Η περίπτωση του ψευτολοχία» λειτουργεί αντίστροφα για να βρει μοιραία την ίδια κατάληξη: ο λοχίας είναι επιζών σ’ έναν πόλεμο που μόλις έχει λήξει και ψάχνει σ’ ένα ρημαγμένο σπίτι για να βρει κάτι χρήσιμο. Ανακαλύπτει τα ίχνη των ανθρώπων που κάποτε ζούσαν εκεί μέσα από οικιακά αντικείμενα και ματωμένα παιδικά ρούχα και έτσι απλά αυτοπυροβολείται με το όπλο του μην μπορώντας να διαφύγει και αυτός από την πένθιμη ειμαρμένη.
«Το κυνήγι» μας μεταφέρει σε ένα άλλο είδος «πολέμου», που απεικονίζει την απόλυτη κτηνωδία της ανθρώπινης φύσης: σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, όπου ζουν παιδιά και ερωτευμένα ζευγάρια κυριαρχεί ένα παράδοξο παιχνίδι ανθρωποκυνηγητού. Ο δεκανέας Σοάρες μαζί με την ομάδα του κυνηγούν έναν άνθρωπο σε μια ξέφρενη και εντελώς αναίτια κούρσα επιβίωσης. Μάλλον σωστότερα, υπάρχει ένα ισχυρό αίτιο και αυτό είναι «η χαρά του κυνηγιού», ο σαδισμός. Τέλος ένα παιδί, ανεστραμμένο σύμβολο αθωότητας, εντοπίζει τον φυγά που πυροβολείται στην ύστατη προσπάθειά του να σκαρφαλώσει σ’ έναν τοίχο και να δραπετεύσει. Μέσα στον απάνθρωπο αυτό «ειδυλλιακό» κόσμο, υπάρχει μόνο ο τρελός του χωριού που φρίττει και απορεί με τον σαδισμό αυτό, μια και διατηρεί ακόμα την ανθρώπινη υπόστασή του.
Τα δύο επόμενα διηγήματα διαπνέονται από τον κυνισμό απέναντι στο αναπόφευκτο και στην καταγγελία του επιτηδευμένου καθωσπρεπισμού. Στο κείμενο «Σύζυγοι» περιγράφεται η εξομολόγηση μιας συζυγοκτόνου, που η άκρατη καταπίεση την οδήγησε στην μόνη διέξοδο, τον θάνατο. Στο «Γράμμα από την Αργεντινή» διαβάζουμε την επιστολή ενός θανατοποινίτη που εξηγεί με απόλυτη φυσικότητα την δολοφονία της γυναίκας του. Τόσο ο δικός της θάνατος, όσο και ο επικείμενος δικός του είναι μια πράξη φυσική και τρομαχτικά απλή: «Αγγίζοντας τον θάνατο ο φόβος με αφήνει…τον βλέπω σαν τραίνο στο οποίο θα επιβιβαστώ».
Στο «Ένα διήγημα» υπάρχει ακόμα ένα παιδί, διαφορετικό από τα άλλα. Τούτο έχει μεγαλώσει σε τεχνικό περιβάλλον, δεν γνωρίζει τον ήλιο, την φύση και όταν βρεθεί μέσα σ’ αυτήν θα γίνει η προσωπική του κόλαση. Μόνη του λύτρωση να ριχτεί στις γραμμές του τραίνου, ο μόνος σύνδεσμος με την οικεία σε αυτόν τεχνολογία. Μια φριχτή αντιστροφή συμβόλων για έναν κόσμο που ηθελημένα αποκόπτεται από την ζωή και οδηγείται στην αυτοκαταστροφή.
«Το έγκλημα του γιατρού Σερντέιρα» συνδέει την ιδιοφυία με την τρέλα, ενώ ακολουθούν οι «δύο αλληγορίες», «ο παπαγάλος» και «το μυστικό της Ρώμης» που αποτυπώνουν τον κυνισμό και την αναλγησία της τυραννικής ηγεσίας, καθώς και το απλό ερέθισμα που συχνά μπορεί να οδηγήσει στην εξέγερση την υποτακτικών τους.
Καταληκτικά, θα λέγαμε πως πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη συλλογή πεζών του μεγάλου αυτού συγγραφέα που αποτυπώνει τον θάνατο, την ανθρωπιά και τον σαδισμό στον αντίποδα με απόλυτο ρεαλισμό. Ο αφανισμός μας είναι αναπόφευκτος και φυσικός. Η ροπή μας προς αυτόν συχνά περνά τα φυσικά όρια και παραβιάζει τα φυσιολογικά. Σ΄ έναν κόσμο που συχνά μοιάζει «ειδυλλιακός» ελλοχεύει η σαδιστική πρωτόγονη βία εντελώς απογυμνωμένη από κάθε ίχνος ανθρωπισμού. Και ό,τι μένει τελικά από έναν πραγματικό άνθρωπο είναι το μυαλό ενός αθώου, όπως ο «τρελός του χωριού», ή μια αστοχημένη ανάμνηση του πατρικού σπιτιού σε μια άλλη ζωή και διάσταση, μακριά από τον πόλεμο και την κοινωνική καταπίεση που ισοπεδώνουν κάθε ίχνος της ύπαρξής μας.
0 Σχόλια