Αργό το ταξίδι της επιστροφής, γεμάτο θύμισες. Αναμνήσεις, αρώματα και γεύσεις. Η αίσθηση του πηγαιμού, το απαλό αεράκι της πατρίδας. Το χώμα που καίει κάτω από τις πατούσες σου. Η ελευθερία κρυμμένη πίσω από την κουπαστή εμφανίζεται δειλά και παίζει το παιχνίδι που χρόνια προσδοκούσες.
Η ώρα χάνει το βάρος της και εσύ νωχελικά επανέρχεσαι.
Η μνήμη αιφνιδιάζεται και σε ξυπνά από τον ύπνο του μαρασμού.
Ο θάνατος παραχωρεί τη θέση του στη ζωή και συ αρχίζεις να αναπνέεις.
Όχι κοφτές, μικρές, βασανιστικές ανάσες αλλά γρήγορες, αισθησιακές, γεμάτες από Ελλάδα.
Γεμάτες φως, ήλιο, θάλασσα και αγάπη.
Αρχίζεις να ζεις, να ονειρεύεσαι, να καρτεράς.
Πλησιάζεις και αναζωογονείσαι.
Φτάνεις πια, την βλέπεις, την αγγίζεις, είσαι εκεί, δίπλα της για πάντα. Για πάντα.
Γιατί την διάλεξες κι εκείνη το γνωρίζει και θα σε ευχαριστεί. Αιώνια.
–
γράφει η Κάλλια
Πνοές έμπνευσης με το άρωμα του νόστου!
Υπέροχο!
Μπράβο!
Συγχαρητήρια για το ποίημα! Με ταξίδεψε στο γαλανό της θάλασσας και με γέμισε γλυκές αναμνήσεις!