Το σπίτι της θείας Άννας, τι σπίτι δηλαδή, τρία δωμάτια και μια κουζίνα έξω στην αυλή, κολλητά μ’ ένα υποτυπώδες δωματιάκι που χρησίμευε ως τουαλέτα, χωρίς μπανιέρα και τα σχετικά, με θέα ένα μικρό κήπο, γεμάτο σιδερένια βαρέλια με γαρδένιες, μοσχοβολούσε από καθαριότητα τάξη και νοικοκυροσύνη. Ανάμεσα στις βελούδινες γαρδένιες μια κατακόκκινη τριανταφυλλιά και αμέτρητα κλουβιά και κλουβάκια με καρδερίνες και καναρίνια. Οι ήχοι από τα κελαηδίσματα των πουλιών μπερδεύονταν μαγικά με τις μυρωδιές και τ’ αρώματα των λουλουδιών και το φτωχοσπιτάκι εκείνο, φάνταζε μαγικό, βγαλμένο θαρρείς από παραμύθι, σαν να περίμενε την Τοσοδούλα να ανοίξει το πορτάκι του.
Η θεία μικροκαμωμένη, τα ’φερνε όλα βόλτα, με σβελτάδα και αξιοσύνη, άστραφταν οι μπουγάδες της και οι ντουλάπες της ήταν για φωτογράφηση σε περιοδικό ως το απόλυτο δείγμα τάξης και διάταξης. Και στην κουζίνα τα κατάφερνε εξίσου καλά, αν και οικονόμα καθώς ήταν, κρατούσε λίγο το λάδι και την ντομάτα στα κοκκινιστά. Τα λαδερά φασολάκια κολυμπούσαν στο νερό και το μοσχαράκι που έφτιαχνε κάθε δεύτερη Κυριακή, με ολίγη από γιουβέτσι, ήταν χλωμούτσικο και ροζ! Το μεγάλο της ατού όμως ήταν τα γλυκά. Οι τσιγκουνιές εδώ δεν είχαν θέση, «γιατί γλυκό χωρίς ζάχαρη και μυρωδικά καλύτερα να μη το φτιάξεις».
Τι μπακλαβάδες, τι γαλατομπούρεκα πνιγμένα στο σιρόπι, τι γλυκά του κουταλιού έφτιαχναν τα χεράκια της, άλλο πράγμα. Η μεγάλη της αδυναμία ήταν η ταπεινή, νηστίσιμη, μυρωδάτη φανουρόπιτα κι όχι από τσιγκουνιά ή πνεύμα οικονομίας, όπως τα φαγητά αλλά από πίστη. Μια πίστη άδολη, αγνή, σχεδόν παιδική στον Άγιο Φανούριο, «που μαρτύρησε δεκαεφτά χρονών παλικαράκι». Μικρό κορίτσι στο χωριό, έβλεπε τις πιο μεγάλες να φτιάχνουν φανουρόπιτες για να φανερωθεί γαμπρός κι όλες καλοπαντρεύονταν κι έφευγαν για την Αθήνα! Ως και η γειτονοπούλα της, που είχαν ίδια ηλικία, πατημένα τα τριάντα, ως κι αυτή παντρεύτηκε νοικοκυρόπαιδο, λίγο μεγαλούτσικο είν ’αλήθεια, από διπλανό χωριό. Πώς να μην θαυμάσει και να μην πιστέψει!
-Κι εσύ θεία, έτσι παντρεύτηκες το θείο?
-Όχι, μανούλα μου. Εγώ με προξενιό. Ήμουν βλέπεις μεγαλοκοπέλα κι οι καλοί γαμπροί ζητάγανε προίκα…
«Η φανουρόπιτα λοιπόν, θέλει εφτά ή εννιά υλικά όσα τα μυστήρια της εκκλησίας και όσα τα τάγματα των αγγέλων. Όταν τη φτιάχνεις να έχεις κοντά σου θυμίαμα και κερί αναμμένο, να τη ζυμώνεις με το δεξί σου χέρι και κείνη την ώρα να λες: «Στον άγιο Φανούριο που ’χει μυαλό και γνώση να μου το φανερώσει». Και τα υλικά πλούσια, όχι μιζέρια στον άγιο και μετά να μοιράζεται κι όσοι την τρώνε να εύχονται με την καρδιά τους «ότι επιθυμείς να σου φανερωθεί».
Το ίδιο βράδυ, το ’φερε η κουβέντα και μιλώντας με τον πατέρα μου και αδελφό της θείας, ρώτησα να μάθω την ιστορία της, γιατί, πως ορφάνεψαν πολύ μικρά από μάνα και η θεία στα δεκατέσσερά της κράτησε το σπίτι, με τα δυο μικρότερα αγόρια, τον πατέρα μου και τον άλλο μου θείο, το ήξερα. Ο πατέρας μου την αγαπούσε πολύ και τη σεβόταν γιατί την ένιωθε και μάνα του, αφού τον μεγάλωσε, είχανε δέκα χρόνια διαφορά.
«Ο παππούς, ήταν άνθρωπος σκληρός, βασανισμένος και τα κορίτσια δεν τα είχε σε υπόληψη. Ήθελε την Άννα να κρατάει το σπίτι και να τον φροντίζει. Για να την παντρέψει ούτε λόγος. Και τα χρόνια περνούσαν… Εγώ δεν ήθελα να μείνει ανύπαντρη η αδελφή μου και να γυρνάει με την κατσίκα που πήγαινε για βοσκή, όπως πολλές συγχωριανές της που απόμεναν ξεχασμένες και γραφικές. Όταν τον ρωτούσα τι θα γίνει, μου απαντούσε, πως οι γαμπροί θέλανε προίκα κι εμείς ήμαστε φτωχοί. Τάξε πατέρα, του έλεγα, κι εγώ είμαι εδώ. Έτσι με λίγα μετρητά που κατάφερα να μαζέψω κι ένα κτηματάκι με συκιές που είχε ο παππούς σου, την παντρέψαμε στα τριάντα πέντε της, μεγάλη για εκείνα τα χρόνια, συμπαθητική αλλά όχι όμορφη. Ο γαμπρός, καλό παιδί, εργατικός, δούλευε οδηγός στα υπεραστικά λεωφορεία, χήρος, μ’ ένα αγοράκι δυο χρονών, με το σπιτάκι αυτό που μένουν ως σήμερα και την αδελφή του, που τη χρεώθηκε, αφού το σπίτι ήταν το μισό δικό της. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τη θεία σου, αλλά τι μπορούσα να κάνω, αγκάθι στην καρδιά μου η κουνιάδα της, μέσα στο ίδιο σπίτι, παράξενη, ιδιότροπη, με την έπαρση του αφεντικού και με δυο μάτια γαλανά, κρύα και κοφτερά σαν το ξυράφι…»
27 Αυγούστου, ανήμερα του αγίου Φανουρίου, πέρασα να τη δω, να πάρω κι ένα κομμάτι πίτα, να ευχηθώ και να της κάνω την καρδιά, αφού γνώριζα πόσο χαιρόταν τη συγκεκριμένη μέρα. Ήθελα κιόλας να μάθω περισσότερα, γιατί το προξενιό της δεν ήταν του αγίου δουλειά! Και το ’φερνα από δω κι από κει, να ξανοιχτεί και να ξετυλίξει το κουβάρι της ζωής της. Μα η ώρα περνούσε, οι κουβέντες μας κυλούσαν από ένα θέμα στο άλλο κι εκείνη τριγυρνούσε αδιάκοπα στο μικρό κουζινάκι, συμμαζεύοντας και τακτοποιώντας τα κατσαρόλια της. Έψαχνε ανάμεσα σε γυάλινα βάζα να με φιλέψει γλυκό σταφύλι.
– Σαν να μου φαίνεται πως η πίτα σου θεία, έχει μαστίχα αντί γαρίφαλο κάνω λάθος?
– Ναι, έβαλα σήμερα που θα έρθει ο Κωστάκης μου και του αρέσει.
Ο Κωστάκης, ήταν ο γιος του άντρα της, που τον μεγάλωσε σαν δικό της, αφού δικό της παιδί δεν έκανε, μεγάλος πια με την οικογένειά του, την αξίωσε να χαρεί εγγόνια!
– Πολύ γευστική, και του χρόνου να είσαι καλά κι ότι επιθυμείς να φανερωθεί, είπα περισσότερο από αμηχανία.
– Τι να μου φανερώσει παιδί μου, όλα τα έχω πια. Η σημερινή είναι προς ανάμνηση…
Την κοίταξα όλο απορία και περιέργεια κι αυτό το βλέμμα φαίνεται πως ήταν η σπίθα που περιμέναμε κι οι δυο. Εκείνη για ν ’αρχίσει να μιλάει κι εγώ ν’ ακούσω και να μάθω.
«Πριν αρκετά χρόνια, ο θείος, φεύγοντας για τη δουλειά, μου εμπιστεύτηκε πως στο καμαράκι της ταράτσας που το είχαμε για αποθήκη, είχε φυλαγμένα κάτι χρήματα, οικονομίες δικές του, με σκοπό να μπει συνέταιρος κάποια στιγμή στο λεωφορείο, να ζήσουμε κι εμείς καλύτερα. Εγώ, η αδελφή του κι αυτός το γνωρίζαμε κι είχε σκοπό να τα βάλει στην τράπεζα σε κοινό λογαριασμό, αλλά δεν κατάλαβα ποτέ γιατί το καθυστερούσε. Η αδελφή του, ήταν στρυφνή, παράξενη, αυτό που λέμε γρουσούζα κι εμένα δεν ήθελε ούτε να με βλέπει. Τον καλό της το λόγο δεν τον άκουσα ποτέ. Με το φαρμάκι στο στόμα έφυγε. Φούσκωνε το θείο σου με ψέματα πως χτυπούσα το παιδί, το άφηνα νηστικό, δεν το ’στελνα στο σχολείο κι ότι άλλο μπορείς να φανταστείς. Έκανα υπομονή, γιατί πού να πήγαινα; Τα αδέλφια μου είχαν σκορπίσει, άλλος στο Βέλγιο κι άλλος στη Γερμανία, δουλειά και τέχνη δεν κατείχα, πώς να γυρίσω πίσω;
»Ένα πρωί, εκεί που μάζευα τα χειμωνιάτικα να τα φυλάξω, πώς μου ήρθε να ψάξω στο μέρος που ήταν τα λεφτά, από φόβο μην τα ’φαγε κανένα ποντίκι. Κοιτάω από δω, κοιτάω από κει, πουθενά τα λεφτά. Μ’ έλουσε κρύος ιδρώτας… Τι θα κάνω Χριστέ μου; Ποιος τα βρήκε; Και πάνω που το μυαλό μου πήρε να θολώνει, την σκέφτηκα και μου ήρθε λιγοθυμιά. Κατέβαινα δυο δυο τα σκαλιά και στην απελπισία μου, θυμήθηκα και τον Φανούριο –μεγάλη η χάρη του- και παρακαλούσα μέσα μου να μου τα φανερώσει!
Μπήκα με φόρα στο καμαράκι της –εδώ που τώρα έχω τα κλουβιά με τα πουλάκια- και με μια σπρωξιά την έριξα στην πολυθρόνα που είχε δίπλα στην πόρτα. «Πού τα ’χεις, λέγε», ούρλιαζα. Δεν τόλμησε να αρνηθεί, της κόπηκε η μιλιά και με χέρια που έτρεμαν, μού έδειχνε το κρεβάτι της. Εκεί από κάτω, διπλωμένα σε κάτι μάλλινα χράμια, τα βρήκα και γύρισε η ψυχή μου στη θέση της, μαζί με την αναπνοή μου που νόμιζα πως κοβόταν από στιγμή σε στιγμή. Γι’ αυτό δε λησμονώ και δεν λυπάμαι τη ζάχαρη και τα μυρωδικά μια τέτοια μέρα. Νομίζω πως έτσι ξορκίζω το κακό. Ποτέ δεν πίστεψα πως με μια πίτα φανερώνεται γαμπρός και μάλιστα καλός. Αυτά είναι τυχερά. Εμένα μου φανέρωσε την αλήθεια και σώθηκα».
Την κοίταζα όση ώρα μιλούσε και το πρόσωπό της άλλαζε χρώμα. Στην τελευταία της κουβέντα είχε κοκκινίσει ελαφρά και τα μάτια της φανέρωναν τη θλίψη που τόσα χρόνια φύλαγε μέσα της, χωρίς ποτέ να ομολογήσει. Σηκώθηκα να φύγω παίρνοντας μια βαθιά ανάσα κι ο αέρας μύριζε ζάχαρη, κανέλα και μαστίχα. Μέχρι να φτάσω στο χαμηλό πορτάκι της αυλής, ζύμωνα με τη σκέψη μου και ταίριαζα τα μυρωδικά ενός απλού, ασήμαντου ανθρώπινου βίου. Με το δεξί μου χέρι έριχνα κανέλα στη λήθη, μαστίχα και γαρίφαλο στις αναμνήσεις, μοσχοκάρυδο στα όνειρα και με τα δύο μου χέρια έριχνα ζάχαρη, μπόλικη ζάχαρη στην ίδια τη ζωή.
γράφει η Μαριάνθη Πλειώνη
“…ζύμωνα με τη σκέψη μου και ταίριαζα τα μυρωδικά ενός απλού, ασήμαντου ανθρώπινου βίου. Με το δεξί μου χέρι έριχνα κανέλα στη λήθη, μαστίχα και γαρίφαλο στις αναμνήσεις, μοσχοκάρυδο στα όνειρα και με τα δύο μου χέρια έριχνα ζάχαρη, μπόλικη ζάχαρη στην ίδια τη ζωή”.
Τι τρυφερή, ευαίσθητη, ποιητική περιγραφή! Και τι όμορφη συμβουλή για τον καθένα μας!
Συγχαρητήρια. φίλη μου Μαριάνθη!
Φίλη μου Βάσω, σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Περισσότερο από συμβουλή ,εκφράζει την επιθυμία μου.Να μπορούσα…
Να μπορούσατε Μαριάνθη ………..να μπορούσαμε……………. Ευχαριστώ για την τόσο όμορφη ιστορία που φανέρωσε μια πραγματικότητα διαχρονική: ” Με το δεξί μου χέρι έριχνα κανέλα στη λήθη, μαστίχα και γαρίφαλο στις αναμνήσεις, μοσχοκάρυδο στα όνειρα και με τα δύο μου χέρια έριχνα ζάχαρη, μπόλικη ζάχαρη στην ίδια τη ζωή”……………Ποιητική!!!!!!!!!!!!!!
Εγώ σ΄ευχαριστώ Άννα,που διαβάζεις τις ιστορίες μου και έχεις πάντα ένα καλό λόγο να μου πεις.
Μαριανθούλι μου πόσο γλυκά κι ονειρεμένα με ταξίδεψες. Πόσο νοσταλγικά με ξεκούρασες και σήκωσες με την πένα σου το βάρος μιας δύσκολης μέρας. Στις χούφτες μου κρατάω τα υλικά σου και στην καρδιά μου τη φιλία σου. Πόσο τυχερή είμαι!!!!!!!
Η συνονόματή σου
Καταπληκτικό! Μπράβο Μαριάνθη μού! Καί σέ άνώτερα!
Ζωή σαν τη φανουρόπιτα. Με μυαλό και γνώση αλλά και γλύκα και αρώματα. Πολύ ωραία επιθυμία, πολύ ωραίος στόχος ζωής. Μπορεί να πραγματοποιηθεί; Ναι! μας λέει η ηρωίδα σου, αν βάζεις εσύ τα υλικά κι έχεις κοντά σου θυμίαμα και κερί αναμμένο. Πολύ ωραία προτροπή, πολύ ωραία ελπίδα.
Μαριάνθη μου δεν την είχα διαβάσει την ιστορία. Μου είχε ξεφύγει! Παραμονή του Αγίου Φανουρίου και η ιστορία σου χορταστική και μυρωδάτη. Το δε φινάλε πεντάγλυκο… Μπράβο!
Μάχη μου, σ’ευχαριστώ για τα δικά σου γλυκά λόγια..!!