Πώς θα ζήσω ξανά τις στιγμές;
Το νιώθειν, το συναίσθημα των στιγμών,
το αίσθημα της βίωσης των στιγμών.
Και τα μικρά λευκά πουλιά που μου σπρώχνουν τα χέρια
να κουρνιάσουν στην αγκαλιά μου μέσα.
Ύστερα γεννάνε γλυκείς ήχους και τιτιβίσματα.
Τεντώνουν επιδεικτικά το δεξί ή το αριστερό τους πόδι
να προσέξω το ραβασάκι που είναι τυλιγμένο.
Το παρατώ στο τραπέζι,
με εσωτερική έπαρση το αγνοώ.
Δένω την κλωστή στου εύθραυστου δέντρου το κλαδί.
Στου πεθαμένου έρωτα τη γλάστρα
να μας μπερδέψω ότι και πάλι ανθοφορεί.
Ύστερα επιστρέφω στο ραβασάκι.
Το ανοίγω επιπόλαια,
το πετώ μεσ’ στον νεροχύτη.
Ανοίγω ύστερα μανιωδώς τη βρύση.
Να ποτίσω το πτηνό.
Το χαιρετίζω με δήθεν τρόπους κι ευγενή χαμόγελα
και διακριτικά το σπρώχνω από τη μικρή χαραμάδα
να φύγει για πάντα από ‘δω.
Μα εκείνο, σαν και τη ζωή, κάνει ένα κύκλο
και στο μπαλκόνι πάλι βρήχεται.
Έναν απότομο πήδο και το εύθραυστο κλαδί γραπώνει
και το νεκρώνει.
Κοιτώ το σπασμένο δέντρο στο δρόμο
πασαλειμμένο με χώματα να κείτεται.
Με κοιτάζει, από κάτω, πλέον νεκρό.
Ναι, εγώ θα είμαι ο νεκρός από ‘δω και πέρα.
Εγώ θα είμαι ο νεκρός του σπιτιού, ώ αδιάφοροι γειτόνοι.
_
γράφει ο Μάριος Βασιλόπουλος
Ήξερα πως οι γλάροι είναι άσπροι! Όμως σήμερα είδα έναν γκρίζο γλάρο να πετάει και να γράφει ένα μήνυμα στ’ ολάσπρο χαρτί της ψυχής μου! ΜΠΡΑΒΟ… Πολύ ανατρεπτικό το τέλος του… Αν και βαθειά μέσα μου θα το ήθελα πιο χαρούμενο!
Μελαγχολικά όμορφη ποίηση…