Ήταν έξυπνος ο πωλητής ονείρων. Όσοι άκουγαν τη φωνή του, έπεφταν σε ένα γοητευτικό ξόρκι. Μερικές φορές, αργότερα, δεν μπορούσαν καν να θυμηθούν για ποιο θέμα μιλούσε. Έμενε μόνο η άμπωτη και η ροή της φωνής, σαν κύματα που σκάνε στην ακτογραμμή.
Πάντα είχε ακροατήρια ανυπόμονα να τον ακούσουν, ειδικά όταν είχαν καιρό να τον δουν. Τα μέρη που περιέγραφε ήταν πάντα εξωτικά και συναρπαστικά για αυτούς που ποτέ δεν τα είχαν επισκεφτεί. Τους έκανε ακόμα και να αμφιβάλλουν για το αν υπήρχαν, τόσο απομακρυσμένα τους φαίνονταν από την πραγματικότητά τους. Συγκεντρώνονταν στο μπαρ, γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι. Το δωρεάν ποτό δεν του έλειπε ποτέ, πάντα υπήρχε κάποιος που περίμενε για να του ξαναγεμίσει το ποτήρι.
Ώσπου μια μέρα δεν ξαναφάνηκε. Όλο αυτό διήρκεσε περίπου δύο χρόνια, από τη στιγμή που μπήκε για πρώτη φορά στο μπαρ και παρήγγειλε μια μπύρα. Ο τρόπος που τελείωσε απογοήτευσε το ακροατήριό του, γιατί τους έδινε όχι μόνο κάτι ενδιαφέρον, αλλά και κάτι στο οποίο να προσβλέπουν.
Αργότερα αποδείχθηκε πως είχε συγκεντρώσει όλες τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες διαβάζοντας ταξιδιωτικά περιοδικά. Του τα έφερνε ο συγκάτοικός του για να περνάει την ώρα του, όταν έκανε την τελευταία του «θητεία» στην τοπική φυλακή.
_
γράφει η Βασιλική Δραγούνη
Πολύ μου άρεσε η ιστορία σας Βασιλικη!!Χρόνια σας πολλά και Καλή Χρονιά!!
Ωραία ιστορία, μη αναμενόμενο το τέλος ! Καλή χρονιά!