–
γράφει η Άννα Δεληγιάννη – Τσιουλπά
–
Ο γνωστός και πολυγραφότατος λογοτέχνης Γιάννης Καλπούζος, με το τελευταίο του έργο-μυθιστόρημα «ραγιάς – ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ 1821» Εκδόσεις Ψυχογιός, εισχωρεί τολμηρά στα δύσβατα μονοπάτια της πεζογραφίας και χαράσσει δρόμους και διεξόδους σε εκείνους, που επιθυμούν να μάθουν κάτι πιο πέρα από μια απλή αναφορά στα ιστορικά γεγονότα.
Μια έρευνα, ενδελεχής από τη μεριά του, για το χρονικό διάστημα 1816-1829, γεμίζει τον αναγνώστη με ικανοποίηση, αφού διαπιστώνει τι γνωρίζει μετά την ανάγνωση, πόσα γεγονότα, στρεβλά τα γνώριζε και πόσο διαφορετικά τα βρήκε.
Ο τίτλος ραγιάς, έχει τόση νοηματική πυκνότητα, όπως και πολλές άλλες λέξεις στην πορεία του κειμένου αλλά επιτελεί και προσημαντική λειτουργία, προαναγνωστική επισήμανση για ό,τι θα ακολουθήσει.
Ραγιάς υπό τις βιαιοπραγίες Τούρκων και Ελλήνων, ραγιάς στις βαρβαρότητες της εποχής, στις εμφύλιες διενέξεις στα πάθη των Ελλήνων. Ραγιάς, που για πολλά, θα καταλήξει στη διαπίστωση-απόφαση, ότι δεν θέλει να είναι.
Μπορεί να ακούγαμε για μια κατάσταση δύσκολη, χαοτική στους επαναστατικούς χρόνους αλλά δεν υπολογίζαμε σε κάτι παραπάνω, που δίνοντάς το ο συγγραφέας, μας κάνει να εκτιμήσουμε περισσότερο τον αγωνιστή αλλά και να απορρίψουμε καταστάσεις εκμετάλλευσης, που ποτέ δεν έλλειψαν σε καμιά δύσκολη περίοδο της ιστορίας, σε κανένα λαό.
Πρόκειται για ένα έργο γεμάτο δυναμισμό και σφρίγος. Ταλαντούχος ο συγγραφέας στη δημιουργία «ζωντανών ανθρώπων-ηρώων», πετυχαίνει να προβάλει εντέχνως την ιδιαιτερότητα, του κάθε ατόμου ή την ιδιαίτερη ατομικότητά του.
Κερδίζει τον αναγνώστη το διαφορετικό-εξαιρετικό μυθιστορηματικό πρόσωπο, η δημιουργία μια διαφορετικής ανθρώπινης ατμόσφαιρας, όπου όλοι αγωνίζονται και θεωρούν δίκαιο, ο καθένας από τη μεριά του, τον αγώνα.
Ο Γιάννης Καλπούζος επιλέγοντας ως βασικό ήρωα τον Αγγελή και τους γύρω από αυτόν, εκφράζει μια βασική αρχή του ιστορικού μυθιστορήματος: πρωταγωνιστούν πρόσωπα που δεν έχουν απασχολήσει εκτεταμένα την επιστημονική ιστοριογραφία και αποκλείονται ως πρωταγωνιστές γνωστές ιστορικές προσωπικότητες.
Ο συγγραφέας δεν έχει προσωπικά βιώματα, κάτι που απαιτεί αυτό καθαυτό και το ιστορικό μυθιστόρημα ως είδος λογοτεχνικής γραφής και επιτελεί σημαντικό για εμάς έργο, σε μια προσπάθεια παρουσίασης ρεαλιστικών για την εποχή εικόνων του γεωγραφικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, με απόλυτο σεβασμό στην ιστορική αλήθεια. Έτσι προχωρεί αβίαστα στη σύζευξη χώρου – χρόνου και πλάσιμο προσώπων και χαρακτήρων, όπου η γλώσσα, λογοτεχνική, με κοπιώδη επιλογή λέξεων εναρμονίζεται με τους χαρακτήρες και επιτυγχάνεται η αναγνωστική ευφορία του αναγνώστη. Η παράθεση χαρτών όπου γεννιούνται και εξελίσσονται τα γεγονότα διευκολύνει τον κάθε αναγνώστη να αντιληφθεί πού ακριβώς διαδραματίζεται ένας αγώνας, που συντελείται ένα γεγονός.
Υφαίνει τη γλώσσα με τα δικά του στημόνια, τα γνέματα και τον αργαλειό. Κι αν απορείς αναγνώστη μου, πώς μπορεί ένας συγγραφέας να ξέρει ή ένας αναγνώστης να κρίνει την αληθοφάνεια μιας γλώσσας, για την οποία δεν υπάρχουν ακουσμένα μοντέλα, στη μη λογοτεχνική του εμπειρία, θα σου απαντήσω ότι η ενδοσκόπηση και η φαντασία το καθιστούν δυνατό.
Όσο όμως η γλώσσα παρεκκλίνει από αυτήν της επικοινωνίας πώς καθίσταται μεταβιβάσιμη στον αναγνώστη; Όταν ο συγγραφέας επιχειρεί τη μίμηση μιας γλώσσας που δεν έχει ακουστεί πόσο εύληπτο είναι το κείμενο;
Και για τούτο φαίνεται πως προνόησε ο συγγραφέας. Ο αφηγηματικός μύθος στη ροή του, έχει τόσα στοιχεία με νοηματική πυκνότητα που σε συνάφεια με την εικόνα γίνεται κατορθωτό. Η πρόνοιά του να θέσει και την ερμηνεία κάποιων δύσκολων λέξεων στο κάτω μέρος των σελίδων αλλά και στο τέλος του βιβλίου, αποτελεί βοήθεια για τον αναγνώστη.
σύζευξη χώρου-χρόνου και πλάσιμο προσώπων και χαρακτήρων, όπου η γλώσσα, λογοτεχνική, με κοπιώδη επιλογή λέξεων εναρμονίζεται με τους χαρακτήρες και επιτυγχάνεται η αναγνωστική ευφορία του αναγνώστη. Υιοθετεί τους κώδικες μιας άλλης εποχής, μας δίνει πληροφορίες για κοινωνικές τάξεις, καθημερινή ζωή, μάχες εμβαθύνοντας στις ανθρώπινες σχέσεις στον έρωτα, στην αγάπη, στην ανθρωπιά αλλά και δεν αφήνει απ’ έξω αυτό ακριβώς που δεν μας δείχνει η ιστορία, τις ελλείψεις!
Κι αν υπάρχει ο κύκλος του πολέμου, της εξέγερσης, ο κύκλος του μυθικού ουτοπικού χρόνου, λειτουργεί παραπληρωματικά προκειμένου να εξυπηρετήσει όλες τις φανταστικές κινήσεις των προσώπων, για να μάθει ο αναγνώστης όσα δεν ξέρει.
Ο κύκλος της μοίρας είναι άλλο πράγμα. Εκεί οι ήρωες υπάρχουν, συνυπάρχουν, χάνονται και ξαναβρίσκονται. Στιγμές ηρωικές αλλά και ντροπιαστικές για τη ράτσα μας, στιγμές τραγικές, θα ζήσεις αναγνώστη μου και θα καταλάβεις ότι όταν προδίδεται η ύπαρξή σου κι έχεις παιδιά που στην άγνοιά τους, στην αθωότητά τους, θεωρούν σωτήρα τη μάνα, ίσως εκείνη επιλέξει κι έναν άλλο τρόπο ζωής μακριά από όσα έζησε και δεν άντεξε η ψυχή της, ίσως επέλεξε να σπάσει το καρύδι του κόσμου της, για να δει πέρα από αυτό. Μέσα σε αυτόν τον υποτιθέμενο πλην όμως αναμενόμενο κύκλο θα μάθει πολλά ο αναγνώστης. Θα διδαχθεί ότι δεν πρέπει να παραιτείται και να απογοητεύεται. Εδώ αναφαίνεται και ο χαρακτήρας του ίδιου του συγγραφέα, το ήθος του. Γνωρίζει καλά ποιοι είμαστε οι Έλληνες και καταβάλλει προσπάθειες να αποδώσει στους αναγνώστες κάτι απολαυστικό και συνάμα ουσιαστικό, να αποδείξει ότι δε ζει ο άνθρωπος, όμως ζει το έργο του. Κι εδώ πρόκειται για ένα έργο δυνατό, απαραίτητο για κάθε βιβλιοθήκη.
Το ωραίο στο παρόν ιστορικό μυθιστόρημα-θέλω να το τονίσω μιας και πολλοί αναγνώστες αποφεύγουν τούτο το λογοτεχνικό είδος, γιατί οι μνήμες και η γνώση της ιστορίας δεν είναι καλές-είναι ότι ο μύθος εξαρτάται και συναρτάται με την ιστορία και το παιχνίδι της ιστορίας με τη μυθοπλασία δεν έχει το στίγμα της πολιτικής τοποθέτησης, γι’ αυτό και γίνεται πιο αντικειμενικό.
Πατριώτης ο συγγραφέας οδηγεί από ασφαλή μονοπάτια τον αναγνώστη στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης. Δίκαιος και αντικειμενικός και απέναντι στους εχθρούς, θα μιλήσει για όλα, για την απανθρωπιά, την παλικαριά, την ανθρωπιά. Στους ξένους εθελοντές-πάντοτε υπάρχουν- ίσως δίνει μια κάποια σκληρή αντιμετώπιση και στρέφει το νου τού αναγνώστη στο τότε και στο τώρα, για να συγκρίνει πότε, ποιοι, πώς και γιατί σπεύδουν σε βοήθεια.
Εκείνο που με συγκίνησε μεταξύ άλλων, ήταν η ανάδειξη των ελλείψεων, της φτώχειας των αγωνιστών, δεν ήταν όλοι φουστανελάδες, ακριβοφορεμένοι, όπως τους παρουσιάζουν, τα βιβλία. Οι φουστανέλες δεν ήταν πολύπτυχες, δεν είχαν τετρακόσιες πτυχές, όσα τα χρόνια της σκλαβιάς. Υπήρχαν κάποιες με ελάχιστες δίπλες, πολυλειτουργικές, που κάλυπταν ως και τη γύμνια των ποδιών. Επάνω τους, σκούπιζαν τα λερά τους χέρια οι αγωνιστές και τις άλειφαν με λίπος χοιρινό για να είναι αδιάβροχες, μέχρι να φθαρούν τελείως.
Ο μύθος ρέει με ενδιαφέρον και μαζί με τον ήρωα αναζητούμε κι εμείς τη χαμένη για παράδειγμα Κερασία. Εκεί στην αναζήτηση καταδικάζονται οι ωμότητες και πιο πέρα στην εξέλιξη ο ρόλος της εξουσίας χωρίς μεροληψία.
Η δράση είναι γοργή και καθώς τα επεισόδια διαδέχονται το ένα το άλλο, δεν υπάρχουν κενά, χάσματα που να οδηγούν τον αναγνώστη σε απόγνωση. Απεναντίας το ενδιαφέρον γίνεται μεγαλύτερο και η αγωνία για την τύχη των προσώπων εντείνεται.
Νιώθεις από την αρχή ως το τέλος το κρουστό στημόνι του αγώνα. Τα πρόσωπα δεν εγκαταλείπονται. Θα χαθεί π.χ. ο Τζίγνος για να επανέλθει και να μας δείξει ο συγγραφέας με αυτό το λογοτεχνικό τέχνασμα, πώς λειτουργούσαν εκείνοι που μόνιμη ασχολία τους, στόχος και σκοπός ήταν το κέρδος το προσωπικό κι ας τα πλάκωνε όλα η σκλαβιά. Δεν αναλύονται σε βάθος οι χαρακτήρες γιατί ο χρόνος είναι πολύτιμος και το «εξ όνυχος τον λέοντα» φαίνεται να είναι αρκετό.
Είναι καταπληκτικό, στην τέχνη του Γιάννη Καλπούζου να αναγνωρίζει και να μαθαίνει ο αναγνώστης τον κόσμο, κάτω από ποιες συνθήκες δύο αιώνες πριν, αγωνίζεται για την ελευθερία του.
Η αληθοφάνεια, χάρη στο συνταίριασμα μύθου και ιστορίας, δεν προσελκύει έναν αναγνώστη καταναλωτή αλλά παραγωγό των πολλαπλών νοημάτων που αναβλύζουν, με το ρόλο της γλώσσας είναι καθοριστικός.
Επιλεγμένες λεπτομέρειες από τη φυσιογνωμία και τους τρόπους των ηρώων, λειτουργούν ως ενδείξεις για το χαρακτήρα τους. Η έμφαση στα χαρακτηριστικά στοιχεία αποτελεί ένδειξη και των χαρακτηρολογικών, που καλείται ο αναγνώστης να προσέξει και να εντοπίσει. Η περιγραφή του Τζίγνου προδίδει και τον χαρακτήρα του.
Και μια επιλεγμένη λεπτομέρεια, μπορεί να λειτουργήσει ταυτόχρονα και ως σύμβολο για κάτι άλλο. Οι Εβραίοι συνδηλώνουν την οικονομική ευχέρεια.
Παντρεύοντας άριστα το μύθο με την ιστορία δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να εντοπίσει και να κατανοήσει ότι το ιστορικό γεγονός περιβάλλεται από ένα σωρό άλλα γεγονότα, υποτιμημένα ή υποβαθμισμένα πλην όμως ερείσματα στο να επιτευχθεί το ακατόρθωτο, να φωτιστούν όσο πρέπει οι σκοτεινές αποσιωπημένες πλευρές.
Όταν και όπου η ιστορία αποσιωπά πράγματα ένας καλός ερευνητής όπως ο Γιάννης Καλπούζος αναδεικνύει τις σκοτεινές πτυχές του 1821, τις εμφύλιες διαμάχες μεταξύ κλεφτών και κοτζαμπάσηδων αντίπαλων οικογενειών και αρχόντων της επαρχίας. Ακόμα, και ο ρόλος του κλήρου στα σκλαβωμένα χρόνια, έρχεται στο προσκήνιο, χωρίς να αποκρύπτονται και οι φαύλοι ιερωμένοι.
Οι γρίφοι της ιστοριογραφίας λύνονται εδώ και προς το ποια είναι τα πρόσωπα, πως χαρακτηρίστηκαν, πώς απέκτησαν περιουσία, συνωμοσίες, υπαναχωρήσεις, βαρβαρότητες, θηριωδίες, προδοσίες.
Ο Κανέλλος Δεληγιάννης για παράδειγμα, σκιαγραφείται με όλα τα χαρακτηριστικά της φατρίας του αλλά και με τις αδυναμίες του. Ο Παναγιώτης Γιατράκος και άλλοι, δείχνουν αφανέρωτες συμπεριφορές.
Τα έργα και οι ημέρες των βασικών προσώπων, αποδεικνύουν ένα κοινό παρονομαστή την ελευθερία που δυσκολεύτηκαν να βρουν το βηματισμό προς αυτήν καθώς έλειπε κυρίως και πρωτίστως η γνώση ακόμα και στο χειρισμό των όπλων.
Πολλοί είδαν τη θέση τους να κλονίζεται.
Ο κοτζαμπάσης δεν άντεχε να βλέπει τον κλέφτη να του κλέβει τη δόξα Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Κανέλλος Δεληγιάννης προς τον Κολοκοτρώνη.
Η ντόπια πολιτική, θρησκευτική και οικονομική εξουσία έρχεται αντιμέτωπη με τα γεγονότα, η ντόπια ολιγαρχία δεν υποχωρεί έναντι των ξένων.
Συνεχής ροή αντιπαραθέσεων, προσωπικών συμφερόντων. Εγωπαθείς και τοπικιστές, ήξεραν καλά τι σημαίνει γένος όχι ίσως κράτος. Και εδώ υπάρχει ισορροπία στις αφηγήσεις. Όπου υπάρχει τραγικότητα, αίρεται μέσω του μύθου.
Το έργο απλώνεται σαν το ποτάμι που αρδεύει παραποτάμια μέρη. Ανθρώπινη δράση και ανθρώπινη συμπεριφορά, τεχνάσματα, παγίδες αλλά και φόβος.
Κι αν τα πρόσωπα είναι πολλά, είναι γιατί μέσα στα μυθικά παρεμβαίνουν τα ιστορικά μόνο ως αναφορές για την ύφανση της μυθιστορίας.
Αγώνες, επιμονή, χειρονομίες, αστεϊσμοί, με μέτρο χωρίς υπερτροφίες στη γνώση και αίσθηση του τραγικού.
Ο γραμματικός που γράφει, σχολιάζει, υπενθυμίζει, ως επινόηση φέρνει στα μάτια μας έναν φυσικό τρόπο αφήγησης.
Αλήθεια πώς θα ήταν χωρίς το γραμματικό;
Ο γραμματικός συμβάλλει στην οικειοποίηση του έργου από την πλευρά του αναγνώστη.
Κλείνοντας θέλω να ευχαριστήσω το συγγραφέα που μου εμπιστεύτηκε το βιβλίο του. Να τον ευχαριστήσω για τη γνώση που μου έδωσε, για τον προβληματισμό που μου δημιούργησε, για τη διαπίστωση που ενστερνίστηκα: Δε θέλεις να είσαι ραγιάς; Μάθε να λες όχι κει που πρέπει κι ας το πλερώσεις. Να βαστάς το σέβας σου, την αξιοπρέπεια. Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν».
Σημείωση. Συνηθίζω να μην υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες, γιατί αφαιρώ από τον αναγνώστη τη μαγεία της ανάγνωσης. Ο ρόλος μου είναι διερευνητικός, διαφωτιστικός και αιτιολογημένα επαινετικός. Δεν γράφω για έργα που διάβασα και τα απέρριψα. Δεν υπάρχει λόγος να προκαλώ τους αναγνώστες μου, να τους ανοίγω μια χαραμάδα στην πόρτα και να πασχίζουν να ξεδιαλύνουν κάτι, που δεν θα τους ωφελήσει.
0 Σχόλια