Μέσα στην σκόνη και τις χίμαιρες ενός αιώνιου σκοταδιού
ατέρμονα τα παρακάλια των διψασμένων
για το σώμα της πιο ηλιοφώτιστης των θαλασσογέννητων…
Ερωμένης.
Φτάσε σε μένα… γυναίκα.
Γυναίκα όμορφη στα χάδια μου σμιλεμένη.
Γυναίκα πανώρια στα χρώματα της γης ντυμένη,
από πέτρες και βότσαλα της πατρίδας μου
ραμμένη… στον ήλιο της αλμυρής θαλάσσης
η φτιάξη σου ψημένη.
Το σώμα σου, η ανάσα σου, η φρέσκια φλοίδα της σάρκας σου
ο νόστος που γυρεύω. Έχω χαθεί στα σκιάχτρα των ερήμων…
έχω δεθεί στα αγκάθια
των λιπόθυμων ανθών στη ξερή άμμο των νησίδων
της βραχνής φωνής μου.
Οι καρποί μου ουρλιάζουν μόνο για τη γεύση σου. Τη ζητούν…
να γδύσουν τον σπόρο της πλάσης τους εντός σου,
να γίνουν σταγόνα μελωμένη… θα κυλά στο αίμα σου να μας ενώνει.
Σκόνη τα πανιά μας μη λερώνει. Τα χείλη σου βοριάς μη τολμά να σιμώνει.
Στην αναμονή και στα συμπαγή αναφιλητά των δειλινών
θολώνει ο αχός τις μορφές μας.
Τα χέρια σου πλέξε με τα δικά μου,
δέσε το σκαρί σου στα πλευρά μου.
Στα χαρακτηριστικά σου ζωγράφισα τις αγιογραφίες των εκκλησιών,
τις όσες θυμάμαι. Από κάθε απόκρημνη ακτή συνέλεξα
τα οστά των άσπρων καβουκιών.
Εκείνα στα οποία οι ναυτικοί έθαψαν
τις ελπίδες τους, καρφώνοντας τις βίαια
πάνω στις κορφές των βράχων.
Το βλέμμα μας πρέπει να γαντζωθεί πάνω στα σκαριά των ονείρων.
Κάπου να κρατηθεί, σε κάτι λιγότερο στέρεο, ελάχιστα θνητό
στη ρευστότητά του. Χρειάζεται να κυλήσουμε, για να ζήσουμε.
Ο θάνατος αγαπά τα αγάλματα, έχουν μια μόνο πόζα, όπως οι νεκροί…
Aδυνατούν να ξεφύγουν.
Οφείλουμε να κινήσουμε… για να ξεντυθούμε το σκοτάδι.
Φτάσε με… οδεύω προς εσένα.
Πιάσε με πριν παραδοθώ στον βαρκάρη.
Λίγο ακόμα, μου λέει, και θα μείνω άδειο κουφάρι.
Φοβάμαι… νιώθω πως τρέχω, ενώ απλώς με βλέπω
να πέφτω. Με δυσκολία πια κινούμαι.
Μην αφήσεις να χαθούμε.
_
γράφει ο Τάσος Μιχαηλίδης
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια