«Σε δάσος σκοτεινό…»
Εκεί που ο Έρωτας συναντά το Μακάβριο
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Ο έρωτας, μια αστείρευτη πηγή δημιουργίας, αποτυπώνεται ποικιλοτρόπως στην ποίηση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο συνδυασμός του λυρικού Ρομαντισμού με γοτθικά, σκοτεινά στοιχεία που φλερτάρουν με τον αντίποδά του, τον θάνατο. Νέοι ποιητές που βίωσαν τα πιο ισχυρά ερωτικά συναισθήματα ταυτόχρονα βρέθηκαν μια ανάσα κοντά στον αφανισμό τους ή πόθησαν να φτάσουν ως εκεί λόγω της έμφυτης ροπής τους. Συχνά το αντικείμενο του αμέριστου θαυμασμού τους διαθέτει εκείνα τα στοιχεία της πανίσχυρης- σχεδόν βαμπιρικής γοητείας- που έχουν τα πλάσματα που στέκουν στο σύνορο ανάμεσα στους νεκρούς και στους ζωντανούς. Λυρισμός, ευαισθησία, απόγνωση, ατέρμονος έρωτας είναι μόλις μερικά από τα χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης.
Ας ανατρέξουμε λοιπόν στα αριστουργήματα που προέκυψαν από αυτό το παράξενο ποιητικό αμάλγαμα:
- Ο Άγγλος Λόρδος Byron – πέρα από την φιλελληνική του δράση- υπήρξε ένας λυρικός ποιητής που απέδωσε τον έρωτα σε όλη του την τρυφερότητα, κάτι που ταίριαζε με την ασθενική του φύση και τον ακολούθησε ως το πρόωρο τέλος του. Το ποίημα «She walks in beauty» (1814) φαίνεται να γράφτηκε για μια γυναίκα που αγαπούσε, που θαύμαζε για τη συγκλονιστική της ομορφιά. Πολλοί ισχυρίζονται πως γράφτηκε για ξαδέρφη του, την Mrs. Wilmot, που γνώρισε σε ένα πρωινό τσάι. Η γυναίκα αυτή φορούσε ένα βαθύ μαύρο φόρεμα, και συγκλόνισε τον ποιητή με τα σκούρα μαλλιά και μάτια της, αλλά και τις σκιές που έπεφταν στο πρόσωπο της. Όλη αυτή η μυστηριακή εικόνα της σκοτεινής γυναίκας με γοτθικά χαρακτηριστικά αποτυπώθηκε στους παρακάτω στίχους:
She walks in beauty, like the night
Of cloudless climes and starry skies;
And all that’s best of dark and bright
Meet in her aspect and her eyes
Thus mellow’d to that tender light
Which heaven to gaudy day denies.
One shade the more, one ray the less,
Had half impair’d the nameless grace
Which waves in every raven tress,
Or softly lightens o’er her face;
Where thoughts serenely sweet express
How pure, how dear their dwelling-place.
And on that cheek, and o’er that brow,
So soft, so calm, yet eloquent,
The smiles that win, the tints that glow,
But tell of days in goodness spent,
A mind at peace with all below,
A heart whose love is innocent!
- Ο John Keats, Άγγλος ρομαντικός ποιητής αφιέρωσε την σύντομη ζωή του στην δημιουργία λυρικών και άκρως ερωτικών ποιημάτων στην πιο εξιδανικευμένη μορφή της αγάπης. Πηγή έμπνευσης του μεγαλειώδους ποιήματός του «Bright Star» (1820) υπήρξε η Φάνι, η φαινομενικά αταίριαστη αλλά ουσιαστικά αδερφή ψυχή του με ισόβια δεσμά. Το ποίημα γράφηκε στο κατάστρωμα ενός πλοίου που τον οδηγούσε στην τελευταία του κατοικία, την Ιταλία και είναι αφιερωμένο στην αιώνια αγαπημένη του:
“Bright star, would I were stedfast as thou art”
Bright star, would I were stedfast as thou art—
Not in lone splendour hung aloft the night
And watching, with eternal lids apart,
Like nature’s patient, sleepless Eremite,
The moving waters at their priestlike task
Of pure ablution round earth’s human shores,
Or gazing on the new soft-fallen mask
Of snow upon the mountains and the moors—
No—yet still stedfast, still unchangeable,
Pillow’d upon my fair love’s ripening breast,
To feel for ever its soft fall and swell,
Awake for ever in a sweet unrest,
Still, still to hear her tender-taken breath,
And so live ever—or else swoon to death.
- Ο James Clarence Mangan, ρομαντικός ποιητής από την Ιρλανδία και δεινός μεταφραστής (ιδιαίτερα του Γκαίτε), φημίζεται για το διάσημο λυρικό του ποίημα «Dark Rosaleen» (1846), το οποίο αποκτά και πολιτικές διαστάσεις, καθώς θα μπορούσε να συμβολίζει την Ιρλανδία σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της. Ο ίδιος υπήρξε ένας σκοτεινός δημιουργός με δύσκολο χαρακτήρα και εμμονές, εθισμούς στο όπιο και άλλες ουσίες:
O my dark Rosaleen,
Do not sigh, do not weep!
The priests are on the ocean green,
They march along the deep.
There’s wine from the royal Pope,
Upon the ocean green;
And Spanish ale shall give you hope,
My Dark Rosaleen!
My own Rosaleen!
Shall glad your heart, shall give you hope,
Shall give you health, and help, and hope,
My Dark Rosaleen!
Over hills, and thro’ dales,
Have I roam’d for your sake;
All yesterday I sail’d with sails
On river and on lake.
The Erne, at its highest flood,
I dash’d across unseen,
For there was lightning in my blood,
My Dark Rosaleen!
My own Rosaleen!
O, there was lightning in my blood,
Red lighten’d thro’ my blood.
My Dark Rosaleen!
All day long, in unrest,
To and fro, do I move.
The very soul within my breast
Is wasted for you, love!
The heart in my bosom faints
To think of you, my Queen,
My life of life, my saint of saints,
My Dark Rosaleen!
My own Rosaleen!
To hear your sweet and sad complaints,
My life, my love, my saint of saints,
My Dark Rosaleen!
Woe and pain, pain and woe,
Are my lot, night and noon,
To see your bright face clouded so,
Like to the mournful moon.
But yet will I rear your throne
Again in golden sheen;
‘Tis you shall reign, shall reign alone,
My Dark Rosaleen!
My own Rosaleen!
‘Tis you shall have the golden throne,
‘Tis you shall reign, and reign alone,
My Dark Rosaleen!
- Από την λίστα δεν θα μπορούσε να λείπει ο μυστηριώδης Aμερικανός πεζογράφοςς και ποιητής Edgar Allan Poe που αποτύπωσε τον απελπισμένο έρωτά του για μια νεκρή γυναίκα στο διάσημο ποίημά του «Annabel Lee» (1849). Μάλιστα, η συγκεκριμένη χρονιά που γράφτηκε το λυρικό αυτό αριστούργημα υπήρξε και η χρονιά του θανάτου του. Έτσι αυτό έμελλε να δημοσιευτεί χωρίς να προλάβει να το δει ο πρόωρα χαμένος δημιουργός του.
It was many and many a year ago,
In a kingdom by the sea,
That a maiden there lived whom you may know
By the name of Annabel Lee;
And this maiden she lived with no other thought
Than to love and be loved by me.
I was a child and she was a child,
In this kingdom by the sea,
But we loved with a love that was more than love—
I and my Annabel Lee—
With a love that the wingèd seraphs of Heaven
Coveted her and me.
And this was the reason that, long ago,
In this kingdom by the sea,
A wind blew out of a cloud, chilling
My beautiful Annabel Lee;
So that her highborn kinsmen came
And bore her away from me,
To shut her up in a sepulchre
In this kingdom by the sea.
The angels, not half so happy in Heaven,
Went envying her and me—
Yes!—that was the reason (as all men know,
In this kingdom by the sea)
That the wind came out of the cloud by night,
Chilling and killing my Annabel Lee.
But our love it was stronger by far than the love
Of those who were older than we—
Of many far wiser than we—
And neither the angels in Heaven above
Nor the demons down under the sea
Can ever dissever my soul from the soul
Of the beautiful Annabel Lee;
For the moon never beams, without bringing me dreams
Of the beautiful Annabel Lee;
And the stars never rise, but I feel the bright eyes
Of the beautiful Annabel Lee;
And so, all the night-tide, I lie down by the side
Of my darling—my darling—my life and my bride,
In her sepulchre there by the sea—
In her tomb by the sounding sea.
Πρόωρα χαμένοι, προερχόμενοι από τον γοτθικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα, ακροβατώντας ανάμεσα στον αφανισμό και στον έρωτα, άνθισαν οι ποιητές που μας χάρισαν τις ατμοσφαιρικές ερωτικές εξομολογήσεις προς αιθέριες και ομιχλώδεις γυναικείες υπάρξεις. Η ποίησή τους ακόμα και σήμερα αποτελεί για τον αναγνώστη μια δαιδαλώδη πορεία σε ένα σκοτεινό δάσος, μια επικίνδυνη διαδρομή στην ερωτική παραφορά και στο μακάβριο μπαρόκ στοιχείο της ανθρώπινης μοίρας που είναι καταδικασμένη να φθίνει μέχρι την πλήρη αποδόμησή της. Μια διαδρομή, όπως την αποτύπωσε στην «Κόλασή» του ο Δάντης:
«Στο μέσον της πορείας της ζωής
Βρέθηκα σε δάσος σκοτεινό…
έχοντας χάσει το ίσιο μονοπάτι
Αχ τι δύσκολα! σκέφτεται κανείς
δύσβατος και τραχύς ήταν ο άγριος δρυμός
νέα τρομάρα στον λογισμό σου βάζει»
0 Σχόλια